Του Δρ. Γεώργιου Μούντη – Διευθύνων Συνεταίρος, Delfi Partners & Company
Έχουν συμπληρωθεί πέραν των έξι μηνών που η πανδημία του COVID-19 έχει κτυπήσει την κυπριακή κοινωνία, με τις επιπτώσεις να είναι έντονες και στην ευρύτερη οικονομία. Όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από τα δημόσια οικονομικά έχουν επηρεαστεί σημαντικοί τομείς δραστηριότητας και αναπόφευκτα ο τομέας των ακινήτων.
Ωστόσο, τα μέχρι στιγμής δεδομένα καταδεικνύουν πως ο βαθμός επηρεασμού του τομέα, σε σύγκριση με άλλους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, είναι περιορισμένος. Φαίνεται πως μετά το πρώτο σοκ, επενδυτές και άλλοι εμπλεκόμενοι, αναγνώρισαν τον βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα αυτής της ύφεσης και έκριναν πως οι όποιες επιπτώσεις στα ακίνητα θα είναι προσωρινές και θα αφορούν συγκεκριμένους τύπους ακινήτων, για παράδειγμα αυτούς που συνδέονται με τακτική παρουσία φυσικών προσώπων. Για παράδειγμα, είναι προφανές πως ξενοδοχειακά καταλύματα αλλά και γραφειακοί χώροι –λόγω της εξ αποστάσεως εργασίας- έχουν επηρεαστεί σημαντικά αυτήν την περίοδο. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις επενδυτών και ιδιοκτητών που αποφάσισαν να πωλήσουν, είτε γιατί θέλουν να ενισχύσουν τη ρευστότητα τους είτε γιατί θεωρούν ότι οι επενδύσεις τους διέπονται από παράγοντες αστάθμητης αβεβαιότητας.
Η αντίδραση των επαγγελματιών που ασχολούνται με την ανάπτυξη γης και τη διαχείριση ακινήτων ήταν άμεση. Χρησιμοποιώντας σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, έφεραν τα ακίνητα πραγματικά μπροστά στα μάτια του ενδιαφερόμενου αγοραστή. Εικονικές περιηγήσεις ακόμα και σε πραγματικό χρόνο, πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό και άμεση κοινοποίηση δεδομένων αποτέλεσαν τη νέα πραγματικότητα τόσο για τους αγοραστές όσο και για τους πωλητές. Με αυτόν τον τρόπο, έγινε κατορθωτό να συγκρατηθεί η μείωση στην αγορά και να ολοκληρωθούν πράξεις με τρόπο που μέχρι πριν μερικούς μήνες ήταν αδιανόητος. Οι πωλήσεις αυτές, εκτός από τους επαγγελματίες έφεραν φρέσκο χρήμα και στα κρατικά ταμεία, σε μία περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη.
Είναι γι’ αυτό που κάποιος θα ανέμενε πως και οι κυβερνητικοί μηχανισμοί θα ανταποκρίνονταν με την ίδια αποδοτικότητα, αφού η προσπάθεια για διατήρηση της παραγωγικότητας της οικονομίας είναι προς όφελος όλων. Αρκεί να υπενθυμίσουμε πως για το 2020 το ΥΠΟΙΚ αναμένει ύφεση 5.5%, αύξηση της ανεργίας στο 8%, δημοσιονομικό έλλειμμα 4.5% ως ποσοστό του ΑΕΠ και αύξηση του δημόσιου χρέους στο 114.8% του ΑΕΠ. Είναι λοιπόν πασιφανής η ανάγκη για ομαδική προσπάθεια ώστε οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας να περιοριστούν στο ελάχιστο.
Δυστυχώς, τόσο κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, όσο και σήμερα, που διάγουμε το δεύτερο, παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της δυσλειτουργίας των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών. Για ακόμα μία φορά, ο κρατικός μηχανισμός απέδειξε πως πάσχει από έλλειψη ευελιξίας και προσαρμοστικότητας σε νέα δεδομένα, ακόμα κι αν αυτά δημιουργούν συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Επαγγελματίες του κλάδου έχουν εντοπίσει σε διάφορα τμήματα αυτήν την προβληματική κατάσταση, η οποία επηρεάζει την εύρυθμη λειτουργία του τομέα στο σύνολο του. Από τις διαδικασίες μεταβίβασης και διάθεσης ακινήτων μέχρι τις εκδόσεις αδειών (πολεοδομικών, κτλ) από τις αρμόδιες αρχές και τις τακτοποιήσεις ακινήτων. Είναι επιβεβλημένο οι εμπλεκόμενες με τον τομέα υπηρεσίες να ανεβάσουν ρυθμούς και να βοηθήσουν τις προσπάθειες του ιδιωτικού τομέα. Όχι κάνοντας χάρες ή τα στραβά μάτια, αλλά απλώς βελτιώνοντας τις διαδικασίες και διευκολύνοντας τη διεκπεραίωση συμφωνιών και εκκρεμοτήτων. Ειδικά αυτήν την περίοδο που οι ξένες επενδύσεις είναι απαραίτητες για κάθε οικονομία, κάθε άλλο παρά υποβοηθητικό είναι μεγάλα deals να κολλούν σε γραφειοκρατικές διαδικασίες και στα γρανάζια μίας άλλης εποχής που έπρεπε να έχει περάσει ανεπιστρεπτί εδώ και δεκαετίες.
Η σημερινή κυβέρνηση τα τελευταία εφτά χρόνια διαμηνύει πως στοχεύει στην προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα και στη διευκόλυνση του επιχειρείν. Αν και έχουν γίνει σημαντικές ενέργειες προς αυτήν την κατεύθυνση με απτά αποτελέσματα, αυτή είναι η καθοριστική στιγμή κατά την οποία πρέπει να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα και το μέλλον της κυπριακής οικονομίας, εισήγηση μας είναι όπως σημαντικό μέρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων για την ανάκαμψη των χωρών-μελών, διατεθεί για τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών και συστημάτων όλων των Αρχών που εμπλέκονται με διαδικασίες οι οποίες αφορούν τον τομέα των ακινήτων. Βέβαια, δεν πρόκειται απλώς για ζήτημα κονδυλίων, εισαγωγής τεχνολογικών λύσεων και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών. Το μεγάλο στοίχημα αφορά πρωτίστως στην αλλαγή νοοτροπίας και στην υιοθέτηση πελατοκεντρικής κουλτούρας και στον δημόσιο τομέα, χωρίς αυτό να σημαίνει τις οποιεσδήποτε εκπτώσεις σε σχέση με την εφαρμογή της νομοθεσίας και των σχετικών κανονισμών. Μόνο έτσι θα μπορέσει η χώρα να πάει μπροστά και να αποκτήσει κύρος στα μάτια των ξένων επενδυτών αλλά κυρίως των πολιτών της, οι οποίοι δικαιούνται να απολαμβάνουν υπηρεσίες στο βέλτιστο βαθμό.