Δύο τουλάχιστον χάπια τα οποία ρίχνονται στη μάχη για τη θεραπεία του κορωνοϊού γίνονται πλέον διαθέσιμα μετά την έγκριση τους από τις αρμόδιες αρχές. Ο Δρ. Πέτρος Καραγιάννης φιλοξενούμενος στην εκπομπή Alpha Καλημέρα ξεκαθάρισε πως δεν μπορούν να αποτελέσουν υποκατάστατο του εμβολίου.
Τα εμβόλια, ανέφερε, αφορούν την πρόληψη του κορωνοϊού, ενώ τα φάρμακα, τη θεραπεία του. Είναι καλύτερα ξεκαθάρισε να μην νοσήσουμε και άρα να επιλέξουμε τον εμβολιασμό μας.
Τα εν λόγω φάρμακα έγιναν με σκοπό να λαμβάνονται στα πρώιμα στάδια της λοίμωξης ώστε εξήγησε να αποφεύγεται η χειρότερη νόσηση.
«Εκεί είναι που εστίασαν και οι πρώτες μελέτες βάση των οποίων αδειοδοτήθηκαν τα πρώτα φάρμακα. Δεν θα αντικαταστήσουν τα εμβόλια θα είναι συμπληρωματικά προς τα εμβόλια διότι η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία. Δηλαδή αν μπορούμε να αποφύγουμε τη μόλυνση είναι πολύ καλύτερο από το να μολυνθούμε και να αρχίσουμε τις θεραπείες», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το φάρμακο της εταιρείας Merck εξήγησε, αποτελείται από το κλεοσιδικό ανάλογο όπως είναι γνωστό, που είναι ένα από τα μόρια τα οποία χρησιμοποιούνται για να συνθέσει ο ιός το γενετικό του υλικό. «Αυτό το φάρμακο είναι τροποποιημένο ούτως ώστε όταν ο ιός το χρησιμοποιήσει να σταματάει άμεσα την περαιτέρω σύνθεση της αλυσίδας του RNA του ιού. Με αυτό τον τρόπο είναι σαν να μπαίνει τροχοπέδι στον πολλαπλασιασμό του ιού. Αυτό το φάρμακο όμως χρησιμοποιείται και για άλλους RNA ιούς και φαίνεται ότι είναι αποτελεσματικό κατά του κορωνοϊού κατά 50%», είπε ο Δρ. Καραγιάννης.
Σε ότι αφορά το φάρμακο της Pfizer, ο κ. Καραγιάννης εξήγησε ότι αποτελεί τον αναστολέα της πρωτεάσης ενός ενζύμου του ιού επομένως είναι πιο ειδικό για τον κορωνοϊό.
«Πάλι σταματάει τον πολλαπλασιασμό του ιού και η αποτελεσματικότητα του ανεβαίνει στο 85%. Επομένως πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Ο ασθενής πρέπει να παίρνει 3-4 ταμπλέτες το πρωί και το βράδυ ανάλογα με το φάρμακο δηλαδή 8 χάπια την ημέρα. Είναι θεραπείες που είναι αρκετά δαπανηρές επομένως η χρήση των φαρμάκων αυτών θα γίνεται όπου πρέπει», εξήγησε.
Διευκρίνισε επίσης ότι τα εν λόγω φάρμακα είναι κατάλληλα τόσο για εμβολιασμένους όσο και ανεμβολίαστους ασθενείς και μπορούν να δοθούν όταν οι θεράποντες ιατροί τα κρίνουν απαραίτητα.