Το Σάββατο, 17 Αυγούστου 1974, ήταν η μέρα με εκατοντάδες συλλήψεις Ελληκοκυπρίων στα περβόλια της Πέρτσιενας. Από το πρωί επέστρεφαν στο Βαρώσι για να πάρουν ρούχα και αντικείμενα από το σπίτι τους, αφού όλοι έφυγαν υπό πανικό νομίζοντας ότι θα επέστρεφαν. Οι περισσότεροι συνελήφθησαν ενώ πήγαιναν στο Βαρώσι, αφού περνούσαν από το οδόφραγμα που Ε/κ στρατιώτες είχαν στήσει στο δρόμο Δερύνειας – Αμμοχώστου. Φαίνεται πως στην αρχή οι στρατιώτες δεν επέτρεπαν τον κόσμο να προχωρήσει, πράγμα που έκαναν μετά, αφού τους μετέφεραν αυτόπτες μάρτυρες για τις συλλήψεις και τις δολοφονίες.
Οι Αμμοχωστιανοί παρασύρθηκαν από μια είδηση του ραδιοφώνου του ΡΙΚ που καλούσε Αστυνομικούς και Πυροσβέστες – κάποιοι θυμούνται και κάλεσμα προς το προσωπικό του Δήμου Αμμοχώστου – να μεταβούν στην Τεχνική Σχολή Αμμοχώστου, για να τους ανατεθούν καθήκοντα. Το ακριβές κείμενο της είδησης δεν έγινε κατορθωτό να εντοπιστεί. Ούτε και ποιος έδωσε την εντολή εκείνη την ημέρα να μεταδοθεί η εν λόγω είδηση. Η ανακοίνωση αυτή δεν υπάρχει στο αρχείο των ανακοινωθέντων του ΓΤΠ. Κάποιοι Αμμοχωστιανοί λένε ότι άκουσαν την είδηση από το ΡΙΚ στις 16 Αυγούστου, Παρασκευή.
Τα ΗΕ δεν είχαν ακόμη δημιουργήσει τη δική τους γραμμή ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές.
Φίλιππος Γιαπάνης
Το πρωί της 17ης Αυγούστου η οικογένεια Γιαπάνη είναι στη Ξυλοφάγου κι ακούνε την είδηση από το ραδιόφωνο του ΡΙΚ που καλεί τους αστυνομικούς και τις υπηρεσίες του Δήμου Αμμοχώστου – όπως θυμάται – να πάνε στην Τεχνική Σχολή στον Άγιο Μέμνωνα. Γύρω στις 10 – 10.30 το πρωί ο Φίλιππος,16,5 ετών τότε, με τον πατέρα του, τον θείο του και τον ξάδερφό του αποφάσισαν να πάνε στο Βαρώσι για να πάρουν ρούχα από τα σπίτια τους. Μεταξύ Κάτω Δερύνειας και Αμμοχώστου υπήρχε μπλόκο με εθνοφρουρούς αλλά δεν τους σταμάτησαν. Στο στρίψιμο προς τον Άγιο Μέμνωνα υπήρχαν Τ/κ στρατιώτες με στολές και όπλα της ΕΦ, μαρτίνια και στεντ. Σταμάτησαν το αυτοκίνητό τους και ένας εξ αυτών τους είπε «μπάρκαρε». Από την προφορά της λέξης κατάλαβαν ότι ήταν Τ/κ, όχι όμως από μακριά. Πίσω μέσα στα δέντρα του περβολιού ήταν κρυμμένοι Τούρκοι στρατιώτες.
«Σ’ εκείνο τον δρόμο υπήρχαν νεκροί, πάνω στο οδόστρωμα. Τους είδατε; Ναι. Αριστερά του δρόμου, δίπλα από τον καλαμιώνα. Είχε ένα βαν θυμούμαι, οι πόρτες του ήταν ορθάνοιχτες»
Τον Φίλιππο με τον πατέρα, τον θείο και τον ξάδερφό του, τους πήραν στα περβόλια απέναντι. «Στα περβόλια της Πέρτσιενας. Εκεί ξεκινά η ιστορία». Μετά το περβόλι είχε ξέφωτο, χωράφι. Εκεί είχε ανθρώπους που κάθονταν ανά 10. Πάρα πολύς κόσμος, όπως θυμάται και εικάζει ότι οι συλλήψεις ξεκίνησαν από πολύ νωρίς. Διαχώρισαν γυναικόπαιδα και άντρες, κάποιους τους είπαν να φύγουν και το έκαναν με τα πόδια, προς τη Δερύνεια.
«Μας έβαλαν να κάτσουμε σε κύκλο κι ήταν με τα όπλα στραμμένα από πάνω μας. Αυτή τη σκηνή την είχα δει καιρό πριν στον ύπνο μου. Φορούσα ένα δαχτυλίδι που το αγόρασα με τα λεφτά που δούλεψα εκείνο το καλοκαίρι στο περβόλι της θείας μου. Το έβγαλα κι είπα ‘δεν θα μου το πάρετε, δούλεψα γι’ αυτό’. ‘Ηταν χρυσό. Το έκρυψα μέσα….Ήταν 11-12 λίρες, για κάποιους ήταν μισθός». Εκεί δεν άκουσε πυροβολισμούς, αλλά έπαιρναν όσους είχαν κρατήσει ανά 10 περίπου άτομα μέσα στην Αμμόχωστο. Υπήρχαν και Τούρκοι στρατιώτες με μπλε μπερέ. «Τα χτυπήματα και οι βιαιότητες εκεί, ήταν κυρίως από Τ/κ».
Σ’ εκείνο το ξέφωτο έφεραν και έναν Ε/κ στρατιώτη με ένα Χ χαραγμένο στην πλάτη. «Εκείνο το Χ ακόμα κουβαλώ το και θα το θυμάμαι ώσπου να πεθάνω». Ακούστηκε ότι τον είχαν βρει πάνω σε ένα αντιαεροπορικό σύστημα μέσα στο στρατόπεδο του Καράολου. Έφυγαν από το στρατόπεδο και τον είχαν αφήσει μόνο του. Ακόμα διερωτώμαι εάν στράφηκε, είναι αγνοούμενος είναι νεκρός;». Αναγνώρισε τον στρατιώτη, η οικογένειά του έμενε στην Αγία Παρασκευή.
Εκείνη την ώρα ήρθε ένας Τούρκος αξιωματικός, έβγαλε την ζώνη του που είχε μπρούντζινη αγκράφα και άρχισε να χτυπά τους Τούρκους στρατιώτες με τα μπλε μπερέ. Από τα χτυπήματα με τη ζώνη, έτρεχαν αίματα από τους Τούρκους στρατιώτες, αλλά κανείς δεν κουνιόταν, στέκονταν προσοχή. Έτσι σταμάτησαν να παίρνουν από εκείνο το μέρος ανθρώπους. Όσοι έφυγαν προηγουμένως από εκεί, λέει ο Φίλιππος Γιαπάνης, σήμερα είναι αγνοούμενοι, τονίζοντας ότι ο ίδιος δεν άκουσε ριπές.
Το μεσημέρι έφεραν λεωφορεία στο ξέφωτο για να πάρουν όσους είχαν απομείνει εκεί και μέχρι την επιβίβαση «έσπασαν μας στο ξύλο, γιατί ο Τούρκος αξιωματικός είχε φύγει. Η μύτη μου είναι ακόμα σπασμένη». Τους χτυπούσαν με τις κάνες των όπλων.
Με τα λεωφορεία τους πήγαν στο χωριό Γαϊδουράς και από εκεί στους Στύλλους Αμμοχώστου, που ήταν το χωριό της μάνας του. Για λίγο έμειναν εκεί και μετά τους πήγαν στο στρατόπεδο του Καράολου, όπου τους έβαλαν σε αποθήκες και μπροστά από την πόρτα, πάνω σε τριπόδι, ένα πολυβόλο. Μια – δύο ημέρες έμειναν εκεί νηστικοί όλοι και την επόμενη ημέρα, αναζητούσαν οι Τούρκοι μεταξύ των αιχμαλώτων, κατοίκους της Περιστερονοπηγής, ονομαστικά. ‘Όπως φώναζαν, αγρίεψαν ούλλοι γιατί όπως μας είπαν, οι Τ/κ είχαν ανακαλύψει έναν ομαδικό τάφο στη Μαράθασα, Σανταλάρη, Αλόα».
Δεν θυμάται ο Φίλιππος Γιαπάνης πόσες μέρες έμειναν στον Καράολο πριν τους μετακινήσουν στο Γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία, οπού την νύχτα τους έβαλαν σε λεωφορεία και πάλι και με δεμένα μάτια τους πήγαν στο Πέντε Μίλι στην Κερύνεια, όπου είχε αποβατικά. Όταν ήρθε η σειρά τους, δεν χωρούσαν άλλοι στο πλοίο, τους έφεραν πίσω στη Λευκωσία, στο Γκαράζ Παυλίδη, όπου την επόμενη ημέρα καταγράφηκαν ως αιχμάλωτοι από τον Ερυθρό Σταυρό.
Μετά από μία ή δύο μέρες τους έβαλαν και πάλι σε λεωφορεία και ξανά στο Πέντε Μίλι. Αυτή τη φορά επιβιβάστηκαν στο πλοίο και πήγαν στο λιμάνι της Μερσίνης κι από εκεί, νύχτα, με στρατιωτικά φορτηγά που ήταν κλειστά με μουσιαμάδες τους πήραν στα Άδανα. Έξω από τις φυλακές υπήρχε όχλος που πετούσε πέτρες, τρυπούσαν με ξιφολόγχες και μαχαίρια τους μουσιαμάδες των φορτηγών. Τους κατέβαζαν από τα φορτηγά σέρνοντάς τους κάτω και κόσμος με γεωργικά εργαλεία, ο όχλος, προσπαθούσε να τους λιντσάρει. Τούρκοι στρατιώτες υπήρχαν, όπως και τηλεοπτικές κάμερες τουρκικών καναλιών, αλλά το κλίμα ήταν εκφοβιστικό.
Κατά την είσοδο στις φυλακές των Αδάνων, «κάγκελα, διάδρομος, κάγκελα, διάδρομος, ξύλο και πάλι εκεί». Δεν θυμάται πόσοι ακριβώς ήταν εκεί, «ίσως και 200 άτομα, πάρα πολλοί». Κάθε μέρα τρώγανε ρεβίθια με ζουμί κι ένα κομμάτι ψωμί το μεσημέρι. Μια μέρα κάποιοι φρουροί εκεί «έβαλαν κλάππα στους δυο που κουβαλούσαν το καζάνι, έπεσαν απ’ τα σκαλιά και έκρουσαν με το καυτό φαΐ». Ο Φίλιππος Γιαπάνης λέει πως την πείνα την είχε πλέον συνηθίσει. «Δεν είναι η πείνα ου σε σκοτώνει αλλά ο ψυχολογικός πόλεμος». Την νύχτα ανοιγόκλειναν δυνατά τα παράθυρα των κελιών, φώναζαν και τσίριζαν για τους εκφοβίσουν.
Κάποιες μέρες μετά που δεν μπορεί να τις υπολογίσει, τους επιβίβασαν σε πούλμαν με αφίσες του Ετζεβίτ και την αφίσα της εισβολής, και τους πήραν στην Αμάσια, διασχίζοντας με κλειστά μάτια και δεμένα χέρια όλη την ηπειρωτική Τουρκία, ενώ υπερίπταντο ελικόπτερο και τους άνοιγε τον δρόμο η αστυνομία. Στο πούλμαν μέσα υπήρχε ένας παπάς και όποιος έμπαινε στο λεωφορείο του τραβούσε τα γένια και τα μαλλιά για να δουν αν είναι όντως ιερέας. «Μια φορά μπήκε στο λεωφορείο ένας χότζιας, το έκανε κι αυτός».
Ο Φίλιππος Γιαπάνης θυμάται ένα μόνο ευχάριστο στιγμιότυπο από την διαδρομή: σε μια στάση ένας Τούρκος έκοψε από τις μηλιές που ήταν εκεί μήλα και τους έδωσε να φάνε με δεμένα τα χέρια.
Στην Αμάσια τους περίμενε και πάλι όχλος με τον ίδιο τρόπο «υποδοχής», όπως και στα Άδανα. Σπάνια τους έβγαζαν στην εσωτερική αυλή να βλέπουν λίγο ουρανό.. «Εκεί είπα ότι θα ήθελα να ήμουν πουλί να μπορώ να πετάξω». Ο κάθε θάλαμος είχε 60 τουλάχιστον άτομα μέσα. «Σε κάποια φάση είπαν ότι θα φύγουν οι μαθητές. Εκεί που μας συγκέντρωσαν για να φύγουμε είδα ότι είχε ένα υπόγειο στο επίπεδο της εσωτερικής αυλής με σιδερένια κάγκελα. Εκεί είδα τον Δημήτρη Τουμαζή, τον φίλο μου τον Τάκη Παπαμιχαλόπουλο, παιδιά που το ’74 ήταν στρατεύσιμοι Βαρωσιώτες, ήταν αιχμάλωτοι εκεί στα υπόγεια. Μεταξύ αυτών ο Τάκης Τουμαζής, επονομαζόμενος Κάκης, ο οποίος είπε μου ‘Φίλιππε που να πας πίσω πες τους γονείς μου ότι είμαι καλά. Κι είπα του ‘Κάκη γράψτο μου πάνω σε μια κολούα μπας και ξεχάσω το όνομα’. Το έγραψε πάνω σε μια κολούα. Η έννοια μου ήταν να μην χάσω την κολούα».
Με τα μεγάλα λεωφορεία από την Αμάσια στη Μερσίνη και πάλι στα αποβατικά για την Κύπρο. «Εκεί σε σπάζανε πάλι στο ξύλο, ειδικά στις τουαλέτες και φώναζαν ‘ππαρά ππαρά’, ήθελαν λεφτά». Θυμάται ότι έμειναν μια νύχτα στη Λευκωσία, κάπου στην κατεχόμενη πλευρά και η ανταλλαγή των αιχμαλώτων στο Λήδρα Πάλλας. Στο σημείο αυτό ο Φίλιππος Γιαπάνης δακρύζει: «Είναι η τραγικότητα που εσύ λες ‘γλύτωσα, ήρθα’ και κάποιοι άνθρωποι δεν ήρθαν. Εκεί που βλέπεις τις γυναίκες, τις μάνες των αγνοουμένων, με μια φωτογραφία στο χέρι να σε ρωτά ‘είδες τον; Ζει;’. Η ίδια εικόνα ήταν περίπου και στο ‘Φιλοξένια’. Εκεί που διερωτάσαι ‘ήμουν ο τυχερός ή ήμουν ο άτυχος;’. Και τι να πεις εκείνης της γυναίκας; Τον είδα; Δεν τον είδα; Που να ξέρεις..».
Στο Φιλοξένια έκανε για πρώτη φορά μπάνιο σαν άνθρωπος και έφαγε. Τα ρούχα και παπούτσια ήταν πολλά νούμερα μεγαλύτερα, αλλά δεν είχε σημασία. Εξακολουθούσε να φυλάει την «κολούα» με το όνομα του Τάκη Τουμαζή – Κάκη. «Δεν ήσουν ακόμα σίγουρος γι’ αυτό που ζεις». Ένας συγγενής τους που δούλευε στο Φιλοξένια κατάφερε να τον βρει και του είπε ότι είναι απ’ έξω η αδερφή του και τον περίμενε. «Πήραμε ταξί και ήρθαμε Λεμεσό, αλλά η έγνοια μου ήταν η κολούα». Την έδειξε στο θείο του, που ήταν συγγενείς με την οικογένεια Τουμαζή, τον ρώτησε αν ήταν σίγουρος γιατί είχε δηλωθεί αγνοούμενος. Του απάντησε εξιστορώντας τη σκηνή στις φυλακές της Αμάσιας και πως εκείνος, ο ίδιος ο ‘Κάκης’ έγραψε το όνομα του και είναι καλά. Τηλεφώνησε στον πατέρα του Τάκη Τουμαζή και του τα είπε.
Ο Φίλιππος Γιαπάνης θυμάται ότι οι γονείς του Τάκη Τουμαζή είχαν τηλεφωνήσει στον Γλαύκο Κληρίδη, που ήταν Προεδρεύων της Δημοκρατίας, ο οποίος ειδοποίησε τον Ραούφ Ντενκτάς και ο ‘Κάκης’ γράφτηκε τελικά στον κατάλογο των αιχμαλώτων και επέστρεψε κι αυτός από την Τουρκία. Δακρύζει και πάλι…. «Μένει στην Ελλάδα σήμερα. Μιλώ μαζί του. Και μου έχει πει ‘ξέρεις πόσες φορές θέλω να ήμουν φοίνικας;’ Γιατί; Επειδή ο φοίνικας πεθαίνει και ξαναγιεννέται από τις στάχτες του. Μεγάλη κουβέντα ‘θα ήθελα να είχα γεννηθεί φοίνικας’».
Ο Φίλιππος Γιαπάνης αναρωτιέται πως ένιωθε ο πατέρας του όταν στο ξέφωτο, στην Πέρτσιενα, τον έδιωξαν, αλλά κράτησαν τον γιό του. «Δεν εύχομαι να περάσει κανένας γονιός αυτό που πέρασε ο πατέρας μου». Ο θείος και ο πατέρας του γύρισαν πίσω τότε. Σε όλη την αιχμαλωσία και την επιστροφή ήταν μαζί με τον ξάδερφό του.
Μετά από όλα αυτά πιστεύει ότι η ελευθερία είναι το πιο πολύτιμο αγαθό και η διχόνοια το χειρότερο που μπορεί να υπάρξει σε ένα λαό. Ανησυχεί για το μέλλον «των παιδιών μας και των εγγονιών μας» και θεωρεί ότι ο ίδιος έχει ζήσει 4 ζωές: πριν από τα 16,5 του χρόνια, οι 38 μέρες αιχμαλωσίας στην Τουρκία, η ζωή του ως εργαζόμενος στην ελεύθερη αγορά και η ζωή μετά τα 35 του που ασχολείται με την τέχνη. «Η τέχνη μου έδωσε την δύναμη να μπορώ να συνεχίζω. Είχα πολύ εσωτερική πίεση μέσα μου και δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αντεπεξέλθω ψυχολογικά. Η τέχνη έδωκε μου πάρα πολλά, έδωκε μου την ελευθερία».
Στην ερώτηση ποια ήταν η στιγμή που ο Φίλιππος Γιαπάνης των 16,5 ετών ωρίμασε απότομα, απάντησε ότι ήταν η στιγμή που έκατσε στο κύκλο στο ξέφωτο, εκεί στα περβόλια της Πέρτσιενας.
Η πιο ωραία στιγμή της ζωής του είναι εκείνη που παλιοί συμμαθητές, πρώην πολιτικοί «εχθροί» βρέθηκαν όλοι μαζί στην «Νέα Σαλαμίνα» που έχει δημιουργήσει στη Φασούλα και αναγνώρισαν τα λάθη τους. «Δεν είναι τούτοι που φταίσι. Είναι οι ηγέτες του λαού που έφεραν τον τόπο στη διχόνοια».
Από τα έργα του αυτό που τον εκφράζει πιο πολύ είναι το Μνημείο Πεσόντων και Αγνοουμένων στον Δήμο Αγίου Αθανασίου.
Μιχάλης Μιχαήλ
Η οικογένεια Μιχαήλ ενώ ήταν στο Φρέναρος, άκουσε το ραδιόφωνο του ΡΙΚ που καλούσε τους αστυνομικούς να επιστρέψουν στο Βαρώσι. Ο Μιιχάλης Μιχαήλ θυμάται ότι η είδηση έδινε το αίσθημα της ασφάλειας για όσους επέστρεφαν. Ο πατέρας του, Σίμος Μιχαήλ πολύ νωρίς το πρωί, γύρω στις 6, έβαλε την οικογένεια στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν από το Φρέναρος προς Δερύνεια για να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Πριν τη Δερύνεια υπήρχαν δύο γενειοφόροι Ε/κ με στρατιωτικές στολές και όπλα, όπου και σταμάτησε το αυτοκίνητο. Ο Σίμος Μιχαήλ τους ρώτησε αν είναι εντάξει να πάει με την οικογένειά του στο Βαρώσι και του απάντησαν να πάει και «δεν έσιει πρόβλημα». Το σπίτι τους ήταν 10 λεπτά από το σημείο εκείνο και έφτασαν στην οδό Εδέσσης χωρίς να συναντήσουν όντως κανένα πρόβλημα
Την ίδια ημέρα, κατά το μεσημέρι, άκουσαν ριπές από όπλα, κοντά στην περιοχή της Δερύνειας και αυτό τους παραξένεψε γιατί ήταν το σημείο απ’ όπου είχαν περάσει το πρωί. Ο πατέρας του αποφάσισε να πάει με την μοτοσικλέτα να δει τί γίνεται και πήρε μαζί του τον Μιχάλη. «Πήγαμε στον δρόμο της Δερύνειας και είδαμε στο βάθος δύο τανκς μέσα στο δρόμο και αρκετά αυτοκίνητα πολιτικά σταματημένα με ανοικτές τις πόρτες, προφανώς Αμμοχωστιανών που επέστρεφαν κι αυτοί». Εκεί ο πατέρας του κατάλαβε ότι οι Τούρκοι περικύκλωσαν το Βαρώσι και επέστρεψαν στο σπίτι.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας προς τα τείχη της Αμμοχώστου ακούγαν πυροβολισμούς και θορύβους σαν να έσπαγαν πόρτες σπιτιών. Την νύχτα κοιμήθηκαν στο σπίτι τους.
ΜΓ
Στις 17 Αυγούστου ο ΜΓ έψαχνε τι έγινε με τους Τ/κ που ήταν την προηγούμενη στο άσπρο Μόρις και κυνηγούσαν έναν Ε/κ, οποίος τελικά γλύτωσε από τα πυρά. Όταν πέρασε την εκκλησία των Αγίων Πάντων της Δερύνειας, τουρκικά τανκς από τα περβόλια του Αγίου Μέμνωνα έβαλαν προς την Δερύνεια και έπεσαν και μερικοί όλμοι. Το άσπρο Μόρις ανήκε στον Χατζηπροδρόμου. Αργότερα έμαθε ότι στο όχημα επέβαιναν 5 Ε/κ, μεταξύ των οποίων το ζεύγος Χατζηπροδρόμου, οι οποίοι εκτελέστηκαν από τους Τ/κ και τάφηκαν σε ομαδικό τάφο που ανακαλύφθηκε πιο μετά.
Ο ΜΓ εβρισκόμενος στην Δερύνεια έμεινε εκεί όπου με διαταγή του Λοχαγού Κάτσιου είχε στηθεί ένα οδόφραγμα, μετά όμως από την επιστροφή Αμμοχωστιανών στο Βαρώσι. Ο ΜΓ αργότερα έμαθε από γείτονά του Βαρωσιώτη που είχε συλληφθεί στην Πέρτσιενα πως το ΡΙΚ είχε μεταδώσει μια είδηση για να παρουσιαστούν Αστυνομικοί και Πυροσβέστες στην Τεχνική Σχολή της Αμμοχώστου και γι’ αυτό θεώρησαν πως μπορούσαν να επιστρέψουν και οι πολίτες.
Όταν έμαθαν από αιχμαλώτους των Τούρκων που επέστρεψαν πως είχαν γίνει δολοφονίες στα περβόλια της Πέρτσιενας και στο «ξίστρατο του Αγίου Μέμνωνα» ο Λοχαγός έδωσε εντολή να μην τους αφήνουν να περάσουν. Ο κόσμος αντιδρούσε και φώναζε ότι δεν τους αφήνουν να πάνε πίσω στα σπίτια τους «διότι είναι οι δικοί σας και κλέφτουσι». Μετά από πιο εκτενή ενημέρωση για τις συλλήψεις και εκτελέσεις των Τούρκων, οι εντολές του Κάτσιου προς τους στρατιώτες στο οδόφραγμα έγιναν ακόμη πιο αυστηρές: «Όποιος επιμένει να πάει, παρά τον σκοτώσουν οι Τούρτζιοι, παίξε τε τον εσείς δαμέ!».
Ο ΜΓ έμεινε στον λόχο Δερύνειας υπό τις διαταγές του Λοχία Κάτσιου, ο οποίος του ανάθεσε, εφόσον ήξερε την περιοχή, να περιφρουρεί και να τον ενημερώνει. Το έπραξε και έφτασε μέχρι την περιοχή Κάπαρι, έξω από την δεξαμενή του ‘Γλυτζιένου’ και διαπίστωσε ότι υπήρχαν ερπύστριες από δυο τουρκικά άρματα που είχαν φτάσει στον σημερινό κυκλικό κόμβο της Αγίας Τριάδας. Ενημέρωσε τον Λοχαγό κι εκείνος του ζήτησε να μην πει σε κανέναν γι’ αυτό γιατί ο κόσμος είτε θα φοβόταν και θα έφευγε, είτε δεν θα γυρνούσε πίσω. Και ο ΜΓ το έκανε.
Ο ΜΓ έμεινε στην Δερύνεια μέχρι το τέλος της τριετής θητείας του. Είχε καταταγεί τον Ιούλιο του 1973 και απολύθηκε τον Ιούλιο του 1976.
Λητώ και Μιχάλης Ασημάκης
Το ζεύγος Ασημάκη, με τον γιο τους και τον πατέρα της Λητώς, είχαν μετακινηθεί από τις 16 Αυγούστου σε μια περιοχή κάτω στη θάλασσα της Αγίας Νάπας, δίπλα από ένα σπίτι ενός Υπουργού, σε μια σκηνή. Στις 17 Αυγούστου από το ραδιοφωνάκι που τους είχε αφήσει η ηλικιωμένη γυναίκα με βρετανικό διαβατήριο, η οποία κατέφυγε στις Βάσεις, άκουσαν την είδηση από το ΡΙΚ πως καλούνται τα μέλη της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αμμοχώστου να παρουσιαστούν στην Τεχνική Σχολή.
Την επομένη του πραξικοπήματος η Λητώ Ασημάκη, το γένος Μαλά, είχε πάρει χαρτί απόλυσης από τον Αστυνομικό σταθμό για λόγους «δημοσίου συμφέροντος», όπως και άλλοι 5 περίπου συνάδελφοί της. Όμως με την ανάληψη των καθηκόντων της Προεδρίας της Δημοκρατίας από τον Γλαύκο Κληρίδη και τη δήλωσή του να επιστρέψουν όλοι στις εργασίες τους, η Λητώ Ασημάκη θεώρησε ότι έπρεπε να πάει στην Τεχνική Σχολή για να μην χάσει την δουλειά της.
Ο σύζυγός της όμως είχε αντίθετη άποψη. «Οι Τούρτζιοι εμπήκαν στην πόλη και συ θα πάεις;». Η ίδια ήταν αποφασισμένη όμως. Έβαλε τον γιο της, Γιάννη μέσα στο αυτοκίνητο και θα πήγαινε μαζί του. Το αυτοκίνητο όμως δεν ξεκινούσε. «Είχε κάτσει η μπαταρία. Ο άντρας μου μού λέει ’δεν σου δίνω το δικό μου αυτοκίνητο’. Κι επέμενε ο άντρας μου ‘όχι να μην πας’. Κατάλαβες; Ήταν του Θεού και γλυτώσαμε».
Ο Μιχάλης Ασημάκης πήγε δουλειά την Δευτέρα, 19 Αυγούστου, αλλά στα γραφεία της Cyta στη Λάρνακα. Η Λητώ Ασημάδη μία – δυο μέρες μετά συνέδραμε στον πρόχειρο αστυνομικό σταθμό που έκαναν συνάδελφοί της υπό τον αξιωματικό, Γιώργο Κουή στην πλατεία της Αγίας Νάπας.
Σε ανακοίνωση «εκ του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας» το ΓΤΠ την 17η Αυγούστου με αριθμό 3 αναφέρει ότι «καλούνται άπαντες οι δημόσιοι υπάλληλοι όπως παρουσιασθούν δια’ ανάληψην υπηρεσίας ως ακολούθως:
(α) Οι υπάλληλοι των Κεντρικών Γραφείων απάντων των Υπουργείων και υπηρεσιών, της «Αρχής Ηλεκτρισμού», της «Αρχής Τηλεπικοινωνιών» και της «Αρχής Υδατοπρομήθειας, ως και άπαντες οι τμηματάρχαι να προσέλθουν όπως αναλάβουν υπηρεσίαν την 5 μ.μ της σήμερον.
(β) Οι υπάλληλοι των «Επαρχιακών Γραφείων» Αμμοχώστου, Λεμεσού, Λάρνακος και Πάφου να προσέλθουν εις τα γραφεία των την 10 π.μ της αύριον.
(γ) Οι υπάλληλοι γραφείων και υπηρεσιών οι οποίοι ήσαν τοποθετημένοι εις περιοχάς αιτίνες ελέγχονται νυν υπό των Τούρκων να παρουσιασθώσι οι οδηγίας εις τα κεντρικά γραφεία της υπηρεσίας των μέχρι της 12 μ. της Δευτέρας.
(δ) (ι) Άπαντα τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο Αρχιπρωτοκολλητήςκαλούνται εις σύσκεψιν μετά του Υπουργού Δικαιοσύνης εις το Υπουργείο Δικαιοσύνης την 12 μ. της αύριον.
(ιι) οι δικασταί και το προσωπικό των Επαρχιακών Δικαστηρίων να παρουσιασθούν εις τα Επαρχιακά Δικαστήρια ως ακολούθως:
Οι Της Αμμοχώστου, Λάρνακας, Λεμεσού και Πάφου εις τα οικεία δικαστήρια από τις 7.30 π.μ της Δευτέρας.
Οι της Λευκωσίας, Κυρηνείας και Μόρφου, ως και το προσωπικόν του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εις το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
(ε) Οι υπάλληλοι του Υπουργείου Παιδείας και των Επαρχιακών Γραφείων Παιδείας να παρουσιασθούν εις τις θέσεις των από τις 9 π.μ. της αύριον. Οι υπάλληλοι των Επαρχιακών Γραφείων Παιδείας άτινα ευρίσκονται εις περιοχάς νυν ελεγόμενας υπό των Τούρκων, να παρουσιασθούν εις το Υπουργείον Παιδείας μέχρι της 12 μ. της μεθαύριον Δευτέρας.
(στ) Δια τους διδασκάλους και καθηγητάς θα εκδοθεί ειδική ανακοίνωσις αργότερον.
Άπασαι οι άδειαι απουσίας, πλην των αναρρωτικών, ακυρούνται.
Συναφ’ως διευκρινίζεται ότι οι αρμόδιοι Γενικοί Διευθυνταί έχουν λάβει παρά του Προέδρου αυστηράς οδηγίας όπως αναφέρουν καθημερινώς προς αυτόν οιανδήποτε μη συμμόρφωσιν προς τα ανωτέρω διά τας αναγκαίας αμέσως κυρώσεις, συμπεριλαμβανομέενης και της ποινής της άνευ προειδοποιήσεως απολύσεως.
Η κυβέρνησις αναμένει ότι άπαντες οι δημόσιοι υπάλληλοι και εκπαιδευτικοί θα ανταποκριθούσιν στην παρούσαν διαταγήν και ότι ούτοι θα αναλάβουν οιανδήποτε, υπό τας περιστάσεις, ήθελε τυχόν τους ανατεθή».
Την ίδια μέρα, με τον αριθμό 12 και τίτλο «Οι υπάλληλοι των Συμβουλίων Εμπορίας Πατατών και Ελαιοκομικών προϊόντων καλούντασι εις τας εργασίας των» αναφέρει ότι «Καλείται άπαν το προσωπικόν τρων Συμβουλίων Εμπορίας Πατατώνκαι Ελαιοκομικών προϊόντων όπως προσέλθει εις τας εργασίας του την 7.30 π.μτης Κυριακής, 16ης Αυγούστου».