Η καταδίκη του Μητροπολίτη τέως Κιτίου δημιουργεί ένα προηγούμενο στα κυπριακά δικαστικά χρονικά αφού είναι η πρώτη καταδικαστική απόφαση εναντίον ανώτατου ιεράρχη. Πως η συγκεκριμένη απόφαση σπάει τα στερεότυπα και τι σημαίνει για τις υπόλοιπες υποθέσεις που αφορούν παρόμοιας φύσης αδικήματα;
Για το θέμα αυτό μιλήσαμε με την Κοινωνιολόγο Μαρία Αγγελή από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου (MIGS).
Γιατί θεωρείται ιστορική η καταδικαστική απόφαση εναντίον του Μητροπολίτη τέως Κιτίου;
Η καταδίκη του τέως Μητροπολίτη Κιτίου είναι αναμφίβολα ιστορική. Αυτή η απόφαση ανατρέπει τις συνηθισμένες συμπεριφορές και αντιλήψεις μιας κουλτούρας ατιμωρησίας που διατηρείται για πολλά χρόνια στην κυπριακή κοινωνία με την ενεργό συμβολή των θεσμών.
Αυτή η καταδίκη αποτελεί μια δυναμική ρωγμή στην πατριαρχική δομή που συχνά υπάρχει στους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων της εκκλησίας και του δικαστικού σώματος. Αυτή τη φορά, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο ίδιος άνδρας, που καταδικάστηκε τώρα, είχε αθωωθεί σε παρόμοια υπόθεση το 2021.
Όπως αναφέρθηκε και στο δικαστήριο, η συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα παράδειγμα της επιρροής που έχει το κίνημα MeToo στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης για τη σεξουαλική βία, τη σημασία της λογοδοσίας και της καταδίκης.
Τι σημαίνει και πως θα επηρεάσει μια γυναίκα στην απόφασή της να προβεί σε καταγγελία;
Αυτή η καταδίκη θα μπορούσε να ενθαρρύνει άλλες γυναίκες να καταγγείλουν παρόμοιες περιπτώσεις βίας, ενώ ταυτόχρονα να δώσει έναυσμα για τη διαδικασία αλλαγής των δομών που επιτρέπουν τη σεξουαλική βία. Είναι γνωστό ότι η συγκάλυψη τέτοιων εγκλημάτων αποτρέπει τις καταγγελίες. Αυτός ήταν ο λόγος που η υπόθεση δεν προχώρησε, πριν από 40 χρόνια, μετά την παραίνεση του δικηγόρου ότι δεν αγγίζει κανείς τον θύτη. Αυτή η αντίληψη εξακολουθεί να υπάρχει και πρέπει να αλλάξει, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για περισσότερες καταγγελίες και καταδίκες. Ωστόσο, οι καταγγελίες δεν πρέπει να θεωρούνται ως η μοναδική λύση για τα θύματα σεξουαλικής βίας. Κάθε γυναίκα που υφίσταται βία έχει το δικαίωμα σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας που θα της παρέχει ό,τι αυτή χρειάζεται για την ασφάλειά της. Σε περίπτωση που αποφασίσει να ακολουθήσει τη νομική οδό, έχει επίσης το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή, ασφαλή και δίκαιη δίκη. Αυτό ακούγεται δεδομένο, αλλά δυστυχώς είναι ένα δικαίωμα το οποίο νομικά κατοχυρώνεται, αλλά στην πράξη, συχνά παραβιάζεται.
Θεωρείτε ότι έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι η εκδίκαση της υπόθεσης έγινε από γυναίκα δικαστή;
Είναι δύσκολο να καθορίσουμε με απόλυτη βεβαιότητα τον ρόλο που μπορεί να έπαιξε το φύλο της δικαστού στην εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Η επίδραση του φύλου των δικαστών στις αποφάσεις τους μπορεί να είναι περίπλοκη και να εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως οι κοινωνικές δομές, το δικαστήριο και το πολιτικό κλίμα. Ωστόσο, υπάρχουν τρεις μελέτες που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, μετά το 2020, και δείχνουν ότι οι γυναίκες δικαστές είναι πιο πιθανόν να λάβουν πιο σοβαρά υπόψη τις υποθέσεις βίας κατά των γυναικών και να στηρίξουν τα θύματα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση των γυναικών στα ζητήματα της σεξουαλικής βίας. Αυτά τα ευρήματα είναι σημαντικά για την κατανόηση του πώς το φύλο των δικαστών μπορεί να επηρεάσει την εφαρμογή του νόμου και τη δικαιοσύνη για τα θύματα της σεξουαλικής και έμφυλης βίας. Έτσι, είναι σημαντικό να επιδιώκουμε την πολυφωνία και την ισορροπημένη συμμετοχή των φύλων σε θέσεις εξουσίας.
Ταυτόχρονα, πρέπει να τονίζουμε ότι οι δικαστές οφείλουν να εφαρμόζουν τον νόμο με δίκαιο και αμερόληπτο τρόπο, ανεξαρτήτως του φύλου τους. Η σεξουαλική βία είναι μια σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρέπει να αντιμετωπίζεται με την ίδια σοβαρότητα από όλους τους δικαστές, ανεξαρτήτως του φύλου τους. Γι’ αυτό τον λόγο, πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό οι δικαστές να λαμβάνουν συστηματική εκπαίδευση σχετικά με τα ζητήματα του φύλου, ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τις ασυνείδητες προκαταλήψεις που μπορεί να επηρεάζουν τις αποφάσεις τους.
Μπορεί μια και μόνο απόφαση να σπάσει τα στερεότυπα και να δημιουργήσει προηγούμενο για τις επόμενες αποφάσεις; Σπάει με αυτόν τον τρόπο το «απυρόβλητο»;
Δυστυχώς, η παρούσα απόφαση δεν αποτελεί τον κανόνα αλλά την εξαίρεση. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου οι θεσμοί απώλεσαν την αξιοπιστία τους και κατέβαλαν την αξιοπρέπεια των θυμάτων, επαναλαμβάνοντας την κακοποίησή τους στα αστυνομικά τμήματα και στις δικαστικές αίθουσες. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες προστατεύεται ο θύτης και λοιδορείται το θύμα. Το παρατηρήσαμε αυτό να συμβαίνει στην υπόθεση της καταγγελίας για ομαδικό βιασμό της νεαρής Βρετανίδας, το παρατηρήσαμε επίσης και στην περίπτωση του κουκουλώματος υποθέσεων σεξουαλικής βίας από άνδρες με πολιτική εξουσία. Πρόκειται για γνωστές υποθέσεις που έφτασαν μέχρι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, η απόφαση αυτή είναι ιστορική και εξαιρετικά σημαντική. Από μόνη της δεν αποκαθιστά την ανεπάρκεια των θεσμών. Δημιουργεί όμως μια σημαντική ρωγμή και αποστέλλει ένα μήνυμα ότι οι θεσμοί μπορούν να επιτελέσουν αποτελεσματικά τη λειτουργία για την οποία υπάρχουν.
Πρόκειται για μια απόφαση για μια υπόθεση πριν 40 χρόνια, τι μας δείχνει αυτό;
Η παρούσα απόφαση δείχνει ότι διαθέτουμε τη δύναμη να μην αφήνουμε κανέναν απρόσβλητο, ανεξάρτητα από το πόσος χρόνος έχει περάσει, ποιος είναι ή πόση εξουσία διαθέτει.
Ποιο το μήνυμά σας προς την κοινωνία αλλά και το δικαστικό σύστημα;
Το μήνυμά μου προς την κοινωνία και το δικαστικό σύστημα είναι ότι η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών είναι ένα σοβαρό και πολύπλοκο πρόβλημα, το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από το τρίπτυχο: αναγνώριση, αντιμετώπιση, πρόληψη.
Αναγνώριση: Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η βία κατά των γυναικών αποτελεί ένα υπαρκτό και βαθύτατο κοινωνικό πρόβλημα που απειλεί τη ζωή, την ευημερία και την ασφάλεια των γυναικών και των κοριτσιών. Θα πρέπει να συνεχίσουμε να προωθούμε τον αγώνα κατά όλων των μορφών βίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας.
Αντιμετώπιση: Οι δικαστικές αρχές πρέπει να επιδείξουν αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση τέτοιων καταγγελιών, προτάσσοντας τη δικαιοσύνη για τα θύματα και προωθώντας τη διαφάνεια στις διαδικασίες τους. Ωστόσο, η αντιμετώπιση δεν αφορά μόνο το δικαστικό σώμα. Είναι σημαντικό να δημιουργηθεί ένα πολυεπίπεδο σύστημα υποστήριξης που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες κάθε γυναίκας ξεχωριστά.
Πρόληψη: Συνολικά, η κοινωνία πρέπει να εργαστεί για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που αντιτίθεται αποφασιστικά στη βία, μέσω της εκπαίδευσης, της ευαισθητοποίησης και της αλλαγής των κοινωνικών προτύπων και προσδοκιών γύρω από τη συμπεριφορά των φύλων.
Ζούμε σε μια ιστορική στιγμή όπου έχουμε όλα τα νομικά εργαλεία και τις γνώσεις για να πετύχουμε αυτό το τρίπτυχο και με πραγματική πολιτική βούληση μπορούμε να μειώσουμε σημαντικά τα περιστατικά της βίας κατά των γυναικών και κοριτσιών.