Ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βρίσκονται οκτώ συνολικά αιτήσεις για ακύρωση ισάριθμων διαταγμάτων πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που εξασφάλισε η Αστυνομία σε σοβαρές υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον Κακουργιοδικείων. Μεταξύ αυτών, και η υπόθεση εμπορίας 84 κιλών κάνναβης που εντοπίστηκαν σε εμπορευματοκιβώτιο στον Ύψωνα τον Μάρτιο του 2019.
Επίδικο θέμα της διαδικασίας αποτελεί ο νόμος Ν. 183(Ι)/07 που επιβάλει στους παρόχους τηλεπικοινωνιών να διατηρούν τα δεδομένα των χρηστών για περίοδο έξι μηνών και επιτρέπει στην Αστυνομία την πρόσβαση στην εν λόγω βάση δεδομένων.
Εισήγηση των αιτητών είναι ότι ο συγκεκριμένος νόμος συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, με τα άρθρα 15 και 17 του Κυπριακού Συντάγματος, με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μεταξύ άλλων, είναι η θέση τους ότι οι πρόνοιες του νόμου εφαρμόζονται κατά τρόπο γενικό σε όλους τους συνδρομητές και δεν προβλέπεται καμιά διαφοροποίηση, περιορισμός ή εξαίρεση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Επιπλέον, το αίτημα τους στηρίζεται στη θέση ότι ο νόμος δεν προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του μέτρου της διατηρήσεως των δεδομένων, ούτε επίσης επαρκείς εγγυήσεις για την αποτελεσματική προστασία των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων των συνδρομητών.
Το ζήτημα προέκυψε μετά την ακύρωση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, στη βάση της οποίας θεσπίστηκε ο εν λόγω νόμος.
Το ΔΕΕ, με απόφαση του ημερ. 8.4.14, στην υπόθεση Digital Rights Ireland C‑293/12 κήρυξε ανίσχυρη την Οδηγία , για λόγους που αφορούσαν την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και παραβίασης της ιδιωτικής ζωής των πολιτών. Ακολούθησε η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Tele2 Sverige AB (C-203/15) στην οποία το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εθνικές ρυθμίσεις δεν μπορούν να επιτρέπουν γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση του συνόλου των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως όλων των συνδρομητών και των εγγεγραμμένων χρηστών ηλεκτρονικής επικοινωνίας.
Η Νομική Υπηρεσία εισηγείται, από την πλευρά της, ότι η φύση των σοβαρών εγκλημάτων, που βρίσκονται σε έξαρση και γενικότερα των κινδύνων που αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία νομιμοποιεί, πάντα υπό αυστηρότατες προϋποθέσεις, τόσο τη συλλογή όσο και την πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα πολιτών.
Σε σχέση με τον επίδικο νόμο, υποστηρίζει ότι η κυπριακή νομοθεσία, η οποία ως ημεδαπό δίκαιο συνεχίζει να ισχύει και μετά την ακύρωση της Οδηγίας, παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για την διασφάλιση και προστασία της ιδιωτικής ζωής και της επικοινωνίας των προσώπων που χρησιμοποιούν τηλεπικοινωνίες.
Ειδικότερα, τονίζει ότι η πρόσβαση στα δεδομένα με βάση το Νόμο 183(Ι)/07 επιτρέπεται μόνο με διάταγμα δικαστηρίου, το οποίο εκδίδεται με γραπτή αίτηση της Αστυνομίας, η οποία προηγουμένως πρέπει να εγκριθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα και αφορά αποκλειστικά τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρών αδικημάτων και μόνο εφόσον υπάρχει εύλογη υποψία για την διάπραξη τους.
Σε περίπτωση που επιτύχουν οι αιτήσεις, είναι η θέση της Νομικής Υπηρεσίας, τότε η Αστυνομία και κατ’ επέκταση οι εισαγγελικές αρχές θα αποστερηθούν του δικαιώματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, γεγονός που θα επηρεάσει τόσο την διερεύνηση και εξιχνίαση ποινικών υποθέσεων όσο και την δικαστική απόδειξη σοβαρών αδικημάτων. Μια τέτοια εξέλιξη, σημειώνει, θα επηρεάσει προφανώς πολλές ποινικές υποθέσεις , που βρίσκονται ήδη ενώπιον των Δικαστηρίων, το μαρτυρικό υλικό των οποίων περιλαμβάνει τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των κατηγορουμένων.
Η ακρόαση της υπόθεσης ήταν ορισμένη για χθες, ωστόσο η διαδικασία αναβλήθηκε για τις 30 Μαρτίου ενόψει κάποιων νέων αποφάσεων που αναμένεται να εκδοθούν από το ΔΕΕ σε σχέση με αυτό το ζήτημα, περί τα τέλη Μαρτίου.
Τους αιτητές εκπροσωπούν τα δικηγορικά γραφεία Πελεκάνος & Πελεκάνου Δ.Ε.Π.Ε., Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ και Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε. Την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα χειρίζεται ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας Ανδρέας Αριστείδης.