Κατά πόσον προκύπτει θέμα κατάχρησης εξουσίας για τον τέως Πρόεδρο της Βουλής Δημήτρη Συλλούρη και κατά πόσον τα χρήματα που έλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από τον Μαλαισιανό Τζο Λόου αποτελούν προϊόν νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εξετάζει η Ερευνητική Επιτροπή για τις Πολιτογραφήσεις ξένων επενδυτών.
Αυτό προκύπτει από το ογκοδέστατο ενδιάμεσο πόρισμα της Επιτροπής που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα από τη Νομική Υπηρεσία με διαγραμμένα ονόματα, στοιχεία και προσωπικά δεδομένα των υπό διερεύνηση φυσικών και νομικών προσώπων.
Διαπιστώνεται επίσης ότι δύο Υπουργοί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν εφάρμοζαν την αρχή της αμεροληψίας κατά τη λήψη αποφάσεων στο Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ εξετάζονται ευθύνες του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπουργείου Οικονομικών, της Βουλής και παρόχων υπηρεσιών. Η Ερευνητική Επιτροπή εισηγείται όπως για 44 επενδυτές εξεταστεί το ενδεχόμενο αποστέρησης της υπηκοότητας και για άλλους 22 επενδυτές να εξεταστεί το ενδεχόμενο αποστέρησης της πολιτογράφησης τους. Σε σχέση με την ορθή εφαρμογή των κριτηρίων του Υπουργικού Συμβουλίου, από την μέχρι στιγμής εξέτασης των φακέλων υψηλού κίνδυνου επενδυτών (συμπεριλαμβανομένων και των ομαδικών πολιτογραφήσεων), προκύπτει ότι 57,81% από το σύνολό των 417 επενδυτών δεν τηρούνταν τα κριτήρια που το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο έθετε. Σε σχέση με τους χαμηλού κινδύνου επενδυτές δηλαδή από τους 2,061 οι οποίοι εξετάζονται την περίοδο από το 2007-2016, προκύπτει ότι 82,9% φαίνεται να ικανοποιούσαν τα κριτήρια κατά τον χρόνο εξέτασης των κριτηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο ενώ το 17.1% δεν φαίνεται να τα ικανοποιούσε. Όσον αφορά το Υπουργικό Συμβούλιο αναφέρεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο λειτουργούσε, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίες περιλαμβάνουν το αξίωμα ότι ουδείς μπορεί να είναι κριτής της δικής του υπόθεσης (NEMO JUDEX IN CAUSA SUA).
«Παρά το γεγονός ότι υπήρχε από το 2013, δεν τηρείτο Κώδικας Δεοντολογίας και, επομένως, τόσο τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου όσο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος προήδρευε του Υπουργικό Συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου, δεν πληροφορούνταν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, την ταυτότητα των παρόχων υπηρεσιών, προκειμένου να δηλώνουν οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον τους στην υπόθεση, και να αυτοεξαιρούνται, ως όφειλαν. «Συγκεκριμένα ο πρώην Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων, Μάριος Δημητριάδης, συμμετείχε στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου από τις 14/3/14 μέχρι τις 28/2/2018. Στις εν λόγω συνεδριάσεις, εγκρίθηκαν περίπου 137 πολιτογραφήσεις επενδυτών, οι οποίες προωθούνταν από συνδεδεμένο με αυτόν δικηγορικό γραφείο και είχε δικαίωμα ψήφου. Επιπλέον, ο πρώην Υπουργός Άμυνας και νυν βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, κ. Αγγελίδης, από τις 1.3.18 μέχρι τις 26.6.20 συμμετείχε στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, στις οποίες εγκρίθηκαν 3 πολιτογραφήσεις επενδυτών, που προωθήθηκαν από δικηγορικό γραφείο στο οποίο εργάζεται συνδεδεμένο με αυτόν πρόσωπο, αναφέρεται. Σημειώνεται ότι οι πιο πάνω πρώην Υπουργοί, συμμετείχαν στις συνεδριάσεις των Υπουργικών Συμβουλίων, στη διάρκεια των οποίων εγκρίθηκαν πολιτογραφήσεις επενδυτών που προωθούνταν από τα συνδεδεμένα με αυτούς δικηγορικά γραφεία και είχαν δικαίωμα ψήφου. Περαιτέρω, συμμετείχαν στις συζητήσεις που πραγματοποιούνταν με σκοπό την αλλαγή των Κριτηρίων του Προγράμματος. «Στη βάση των ανωτέρω, εκτιμάται ότι οι πρώην Υπουργοί όφειλαν, όχι μόνο να ενεργούν με απόλυτη αμεροληψία, αλλά και να φαίνονται ότι ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η απουσία σχετικής αναφοράς, ότι, δηλαδή, δικηγορικό γραφείο συνδεδεμένο με αυτούς προωθούσε αιτήσεις πολιτογραφήσεων σε οποιαδήποτε συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου που συμμετείχαν ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη Χάρτα που υπέγραψαν ότι θα τηρούσαν», αναφέρεται. Προστίθεται ότι κατά παρόμοιο τρόπο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συμμετείχε στις συνεδρίες του Υπουργικού Συμβουλίου, στις οποίες το εγκρίθηκαν περίπου 50 πολιτογραφήσεις επενδυτών που προωθούσε το δικηγορικό γραφείο στο οποίο ποσοστό 50% ανήκει σε συγγενικά του πρόσωπα 1ου βαθμού. Επίσης, άλλα πρόσωπα, τα οποία ήταν συνδεδεμένα με τον ίδιο, συμμετείχαν στο πρόγραμμα μέσω της παροχής άλλων υπηρεσιών. «Κατά την άποψή μας, το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει δικαίωμα ψήφου, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να ενεργεί με απόλυτη αμεροληψία και να φαίνεται ότι ενεργεί κατ’ αυτό τον τρόπο», σημειώνεται. Προστίθεται ότι με τη δικαιολογία, ότι τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν λάμβαναν σχετική πληροφόρηση, ουδέποτε εφάρμοσαν τη Χάρτα και παραμένει το γεγονός ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εφάρμοζε την αρχή της αμερόληπτης κρίσης.
Αξιωματούχοι υπό διερεύνησηΌσον αφορά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τα 2 αεροπορικά ταξίδια με το ιδιωτικό αεροσκάφος επενδυτή που έλαβε κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση τόσο ο ίδιος όσο και μέλη της οικογένειάς του, αναφέρεται ότι ορισμένες από αυτές τις πολιτογραφήσεις έγιναν καθ’ υπέρβαση των προνοιών του νόμου, αφού ο νόμος κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν παρείχε δυνατότητα πολιτογράφησης μελών των οικογενειών των αλλοδαπών επενδυτών. Ωστόσο, αναφέρεται ότι δεν τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής οποιαδήποτε στοιχεία που να συνδέουν τις πολιτογραφήσεις με το δωρεάν ταξίδι του Προέδρου που πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια μετά. Σημειώνεται επίσης ότι η πολιτογράφηση του εν λόγω επενδυτή θα εξεταστεί εκ νέου από την Επιτροπή. Όσον αφορά τον τέως Πρόεδρο της Βουλής η Επιτροπή αναφέρει ότι φαίνεται να εμπλέκεται σε αιτήσεις επενδυτών και θα πρέπει να ερευνηθεί πιθανή για σκοπούς έγκρισης των αιτήσεων δύο επενδυτών το 2018 και 2019 και κατά πόσο προκύπτει θέμα κατάχρησης εξουσίας. Αναφορικά με την Εκκλησία της Κύπρου και τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, αναφέρεται ότι ποσά που έλαβε και κατέθεσε στα ταμεία της Αρχιεπισκοπής και λογαριασμό ιδρύματος που ίδρυσε σε σχέση με πολιτογράφησης, ενδεχομένως να αποτελούν προϊόν νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, θα πρέπει, ενδεχομένως, να κινηθεί διαδικασία ανάκτησής τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες (ΜΟΚΑΣ), δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007. Η Επιτροπή σημειώνει τους αριθμούς των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων για κάθε Προεδρία. Συγκεκριμένα κατά την Προεδρία Παπαδόπουλου έγιναν 5 πολιτογραφήσεις, κατά την Προεδρία Χριστόφια 228 πολιτογραφήσεις και κατά τις Προεδρίες Αναστασιάδη – 6.546 πολιτογραφήσεις
Συγκεκριμένα από το σύνολο των 6.779 φυσικών προσώπων που έχουν πολιτογραφηθεί, ποσοστό 51.81% (μέλη οικογένειας του επενδυτή) ήταν εκτός νομικού πλαισίου και, επομένως, είχαν πολιτογραφηθεί παράνομα. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κατά συρροή αδυναμία των τριών Κυβερνήσεων, που διαχειρίστηκαν το ΚΕΠ, να προχωρήσουν στην εφαρμογή της απόφασης 65.824 του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 11/7/2007 ότι: «Τα πιο πάνω κριτήρια/όροι θα ισχύουν μέχρι την οριστική διαμόρφωση σχετικού τροποποιητικού ή σχεδίου κανονισμών…,» συνέβαλε τα μέγιστα και κατά τρόπο καθοριστικό στη δημιουργία αριθμού εκτός νόμου πολιτογραφήσεων και /ή σειρά αυθαιρεσιών και ή άλλων παρανομιών εξαιτίας του γεγονότος ότι από τις 11 Ιουλίου 2007 μέχρι τον Αύγουστο του 2020 το Επενδυτικό Πρόγραμμα λειτουργούσε χωρίς επαρκές νομικό πλαίσιο και καθόλου Κανονιστικό πλαίσιο παρά τη ρητή πρόνοια στην πιο πάνω Απόφαση για θέσπιση Κανονισμών. «Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τις προαναφερθείσες περιόδους, επί ενός τόσο σημαντικού θέματος για τη χώρα, αλλά και για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβανομένου υπόψη ότι η Κυπριακή ιθαγένεια είναι και Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια, δεν φαίνεται να ασκούσε οποιονδήποτε ουσιαστικό έλεγχο σχετικά με το κατά πόσο το σύστημα λειτουργούσε σύννομα λαμβανομένου υπόψη τόσο του Εθνικού όσο και του Ενωσιακού δικαίου», όπως αναφέρεται. Προστίθεται ότι παρά το γεγονός ότι υπήρχε από το 2013, δεν τηρείτο Κώδικας Δεοντολογίας και, επομένως, τόσο τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου όσο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος προήδρευε του Υπουργικού Συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου, δεν πληροφορούνταν, και δεν δήλωναν οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον τους στις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις ούτε και αυτοεξαιρούνταν, ως όφειλαν. Πέραν των προαναφερθέντων, αναφέρεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε ορθή νομική καθοδήγηση, σε ό,τι αφορά τις σχετικές πτυχές του Ενωσιακού Δικαίου και τις υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης και της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ενδεχόμενη παράβαση υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ενδεχόμενες ευθύνες του Υπουργείου Εσωτερικών Όπως αναφέρεται, το Υπουργείο Εσωτερικών, ήταν το καθ’ ύλη αρμόδιο Υπουργείο, από το 2007 μέχρι 17/8/2020 για την λειτουργία και εφαρμογή του Κυπριακού Επενδυτικού προγράμματος. Oι εκάστοτε Γενικοί Διευθυντές του Υπουργείου Εσωτερικών, προστίθεται, ως διοικητικά υπεύθυνοι για την εσωτερική οργάνωση και εποπτεία του Υπουργείου, ενδεχομένως να φέρουν ευθύνη για την έλλειψη δημιουργίας και τήρησης αξιόπιστου αρχείου πολιτογραφήσεων. Αναφέρεται ακόμα ότι κάποιοι Υπουργοί Εσωτερικών, ως τελικοί υπεύθυνοι για την προετοιμασία των Προτάσεων που προωθούνταν για έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο, ενδεχομένως να ευθύνονται για την προώθηση προτάσεων χωρίς να ικανοποιούνται τα καθορισμένα κριτήρια ή/και χωρίς να έχουν υποβληθεί τα νενομισμένα έγγραφα. Περαιτέρω, ενδεχομένως να ευθύνονται για την προώθηση Προτάσεων προς το Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς να ενσωματώνονται σε αυτές όλες οι σχετικές πληροφορίες που αφορούσαν τις αιτήσεις, παραλείποντας σε πολλές περιπτώσεις να αναφέρουν ουσιώδεις πληροφορίες ή αρνητικές πληροφορίες για τον επενδυτή που ενδεχομένως να διαφοροποιούσαν την έκβαση της αίτησης. Επίσης το Υπουργείο Εσωτερικών, δεν φαίνεται να ενεργούσε σε όλες τις περιπτώσεις με τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των όρων και των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου. Από τα στοιχεία ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, προκύπτει ότι, αρχής γενομένης από τον Απρίλιο του 2014, η ΕΕ επικοινώνησε επανειλημμένα με το Υπουργείο Εσωτερικών και υπέβαλε ξεκάθαρες εισηγήσεις προκειμένου νατροποποιηθεί το ΚΕΠ ώστε να πολιτογραφούνται μόνο αλλοδαποί που διατηρούν γνήσιους δεσμούς με τη χώρα, κάτι που φαίνεται να αγνόησε η Κυβέρνηση. Ενδεχόμενες ευθύνες του Υπουργείου Οικονομικών Όπως αναφέρεται, με την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο εκάστοτε Υπουργός Οικονομικών είχε τη διακριτική ευχέρεια αναφορικά με όλα τα κατά καιρούς σχέδια και για όλα τα θέματα, να αγνοήσει ή να παρεκκλίνει από κάποια από τα κριτήρια που το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο έθετε, σε κάποιες περιπτώσεις, έδινε το πράσινο φως για αριθμό πολιτογραφήσεων που δεν πληρούσαν τα κριτήρια των σχεδίων, λόγω της μεγάλης επένδυσης στην οικονομία του κράτους. Παρά το γεγονός ότι ο ρόλος του Υπουργείου Οικονομικών ήταν ο έλεγχος του οικονομικού κριτηρίου και επομένως αφορούσε τα κεφάλαια που ήρθαν στην Κύπρο και τον τρόπο που επενδύθηκαν, φαίνεται, όπως αναφέρεται, ότι ουδέποτε συνέδεσε τους ελέγχους αυτούς με τον έλεγχο της πηγής των κεφαλαίων που δηλώνονταν. Ευθύνη ενδεχομένως βαραίνει το Υπουργείο Οικονομικών και για το γεγονός ότι οι έλεγχοι κατά πόσον οι όροι που τέθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά την πολιτογράφηση επενδυτών τηρήθηκαν, δεν άρχισαν παρά μόνο το 2019, 12 χρόνια μετά την έναρξη του προγράμματος. Άλλα θέματα που εντοπίστηκαν και αφορούσαν την εξέταση του οικονομικού κριτηρίου, άρα θα έπρεπε να είχαν εντοπιστεί από το Υπουργείο Οικονομικών ήταν η αξία των ακινήτων που αποτελούσαν αντικείμενο της επένδυσης. Σε αρκετές περιπτώσεις οι επενδυτές κατέβαλαν πέραν του 200% της εκτιμημένης αξίας των ακινήτων που αγόρασαν, ή αποτελούν re-sales ακινήτων που χρησιμοποιήθηκαν ήδη για άλλες πολιτογραφήσεις.
Το Υπουργείο Οικονομικών δεν φαίνεται να ζήτησε στοιχεία που να δικαιολογούν την πιο πάνω απόκλιση στις τιμές. Ενδεχόμενες ευθύνες της Βουλή των Αντιπροσώπων Όπως αναφέρεται η Βουλή των Αντιπροσώπων προς την οποία, σύμφωνα με το Νόμο, κοινοποιείτο εκ των προτέρων κάθε αίτηση για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση, από το 2007 μέχρι 17/8/2020 δεν φαίνεται να άσκησε, σε οποιανδήποτε περίπτωση, οποιονδήποτε έλεγχο αναφορικά με τέτοια αίτηση, τηρουμένης βέβαια της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Επιπρόσθετα, η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν φαίνεται να έλαβε οποιαδήποτε μέτρα, μέχρι το 2020 σε σχέση με τη λειτουργία του ΚΕΠ, χωρίς Κανονισμούς, παρά την πρόνοια του εξουσιοδοτικού νόμου για θέσπιση τέτοιων Κανονισμών και το Συνταγματικό της δικαίωμα να νομοθετεί επί παντός θέματος. Ενδεχόμενες ευθύνες των Παρόχων Υπηρεσιών Όπως αναφέρεται, από την εξέταση των φακέλων των επενδυτών διαφάνηκε ότι ορισμένοι Πάροχοι Υπηρεσιών (λογιστές, δικηγόροι, τράπεζες κ.α.), που ήταν συνδεδεμένοι και με πολιτικά πρόσωπα, κάποιες φορές χρησιμοποιούσαν τη σχέση αυτή, προκειμένου να πιέσουν και να επηρεάσουν τα Υπουργεία Εσωτερικών/Οικονομικών, ακόμη και το Προεδρικό, είτε ως προς την επίσπευση εξέτασης των αιτήσεων τους είτε ως προς την έγκριση αιτήσεων πολιτογράφησης παρεκκλίνοντας από τα εν ισχύι κριτήρια. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις οι πάροχοι φαίνεται ότι είτε δεν διενεργούσαν τους απαραίτητους ελέγχους σε σχέση με τις πρόνοιες του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου είτε απέκρυπταν σημαντικές πληροφορίες για το ποιόν του επενδυτή. Η πρακτική αυτή, αναφέρεται, είχε ως αποτέλεσμα την υποβολή αιτήσεων πολιτογράφησης ατόμων αμφιβόλου χαρακτήρα, ενίοτε δυσφημίζοντας τη χώρα μας διεθνώς. Ακόμα, κάποιοι επαγγελματίες, στην προσπάθεια τους να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των πελατών τους, ενδεχομένως να διέπραξαν και ποινικά ή διοικητικά αδικήματα, τα οποία πρέπει να διερευνηθούν από τις διωκτικές αρχές. Εξέταση Αποστέρησης της Κυπριακής Υπηκοότητας. Όσον αφορά πιθανή έναρξη της διαδικασίας εξέτασης αποστέρησης της κυπριακής υπηκοότητας, από τους 195 Φακέλους επενδυτών (417 πολιτογραφήσεις υψηλού κινδύνου επενδυτών, συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειάς τους) που απόκτησαν την Κυπριακή Υπηκοότητα, η Ερευνητική Επιτροπή εισηγείται όπως για 44 επενδυτές εξεταστεί το ενδεχόμενο αποστέρησης, με βάση το άρθρο 113 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου. Επίσης, εισηγείται για άλλους 22 επενδυτές να εξεταστεί το ενδεχόμενο αποστέρησης της πολιτογράφησης τους στο πλαίσιο άσκησης εγγενούς εξουσίας ή/και για λόγους προάσπισης των συμφερόντων της Δημοκρατίας ή/και του δημοσίου συμφέροντος, καθώς και τη συνεχή παρακολούθηση τους από το Υπουργείο Εσωτερικών. Επίσης η θέση της Ερευνητικής Επιτροπής είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να εξετάσει κατά πόσον υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη ποινικής έρευνας και να παραπέμψει το θέμα στις διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας.