Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο κάλεσε σήμερα τόσο την εκτελεστική όσο και τη νομοθετική εξουσία να τηρήσουν «σκληρή στάση» στο θέμα των κυρώσεων, υπογραμμίζοντας πως το θέμα αυτό «έχει μετατραπεί και σε μακροπρόθεσμο ρίσκο, το οποίο απειλεί την ανάπτυξη» της οικονομίας.
Σε σημερινή του ανακοίνωση, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει ότι λόγω και των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της οικονομίας, η Κύπρος χρειάζεται ξένες επενδύσεις, περιλαμβανομένων και των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, προς «χρηματοδότηση» των εμπορικών ελλειμμάτων, ενώ στην απουσία των επενδύσεων αυτών «μοναδική οδός καθίσταται η αύξηση του χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου, με προεκτάσεις που είναι εξίσου μακρόβιες όσο και αρνητικές».
«Η αρνητική εικόνα που δημιούργησε η Κύπρος έχει εκτενέστατες προεκτάσεις, καθώς αποτελεί αντικίνητρο και ισοδυναμεί με κόστος για όλους τους ενδιαφερόμενους ξένους επενδυτές που δυνητικά ενδιαφέρονται για δραστηριοποίηση στον τόπο μας», σημειώνει το Συμβούλιο.
Υπογραμμίζει ακόμη ότι «δημιουργείται δυσμενής επιλογή και αυξημένος ηθικός κίνδυνος, καθώς η κακή φήμη της Κύπρου λειτουργεί ανασταλτικά στην πρόθεση επενδύσεων από καλής φήμης επενδυτές, ενώ λειτουργεί ελκυστικά έναντι επενδυτών που δεν διαθέτουν ικανοποιητική φήμη ή και προθέσεις».
«Η δυσμενής επιλογή στα θέματα Συμμόρφωσης, έχει μετατραπεί και σε μακροπρόθεσμο ρίσκο το οποίο απειλεί την ανάπτυξη. Είναι πλέον ζήτημα οικονομικής βιωσιμότητας για τον τόπο, πέρα από την κάλυψη της διεθνούς επενδυτικής θέσης της οικονομίας μας», τονίζει.
Επιπλέον, το Συμβούλιο αναδεικνύει επίσης ότι ενδεχόμενη χαλαρότητα στα θέματα Συμμόρφωσης λειτουργεί επίσης σε βάρος του ορθού ανταγωνισμού, καθώς επιχειρήσεις και οργανισμοί που επιλέγουν την πλήρη συμμόρφωση βρίσκονται σε δυσμενή ανταγωνιστική θέση έναντι εκείνων που παρακάμπτουν τα απαιτούμενα ή τα υιοθετούν με χαλαρότητα.
«Ως εκ τούτου, καλούμε τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, καθώς και τα εποπτικά σώματα να τηρήσουν σκληρή θέση έναντι τέτοιων φαινομένων και να υιοθετήσουν την πολιτική ‘compliance-plus’, όπως έχουν πράξει ορισμένοι ιδιωτικοί οργανισμοί, με στόχο την επιθετική αποκατάσταση, όχι μόνο του άδικου ανταγωνισμού αλλά και της ικανότητας της Κύπρου να προσελκύσει υψηλής ποιότητας επενδυτές τους οποίους έχει απόλυτη ανάγκη».
Αναγνωρίζει μεν πως η διαδικασία ενίσχυσης των επιδόσεων Συμμόρφωσης δεν θα είναι οικονομικά ανώδυνη και αναμένεται πως θα υπάρξει αρνητικός αντίκτυπος στην οικονομία, για να τονίσει πως «είναι ωστόσο απαραίτητη».
Η αντιστροφή του ηθικού κινδύνου και της δυσμενούς επιλογής στις ξένες επενδύσεις, από μόνη της αποτελεί σημαντική επένδυση για το μέλλον της οικονομίας, καταλήγει.