Η Κύπρος δεν μπορεί να παραμείνει η μόνη μοιρασμένη χώρα σε μια ενοποιημένη Ευρώπη, τόνισε η Υπουργός Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, Αθηνά Μιχαηλίδου προσθέτοντας ότι σαράντα εννιά σχεδόν χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, τις συνέπειες της οποίας ακόμα βιώνουμε, έφτασε η ώρα για μια δίκαιη επίλυση του εθνικού μας προβλήματος.
Σε ομιλία της στη Δοξολογία για την 1η Απριλίου 1955-1959, το Σάββατο στον Καθεδρικό Ναό Αποστόλου Βαρνάβα, στη Λευκωσία, είπε ότι «όπως ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τονίσει, αποτελεί προτεραιότητα για την Κυβέρνηση η επικράτηση της δικαιοσύνης στον τόπο μας και η επανένωση της πατρίδας μας, μέσα από την εξεύρεση μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης».
«Μιας λύσης που θα έχει τις βάσεις στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και θα απαλλάσσει την πατρίδα μας από τα κατοχικά στρατεύματα, τα επεμβατικά δικαιώματα και τις εξαρτήσεις από τρίτες χώρες. Που θα ενώνει τους νόμιμους κατοίκους της, επιτρέποντας τους να συμβιώσουν μέσα σε συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας» σημείωσε.
Προς την κατεύθυνση αυτή, είπε «επιδιώκουμε την περαιτέρω εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προσπάθεια δημιουργίας των απαραίτητων προϋποθέσεων για την έναρξη του διαλόγου. Δεδομένης της ετοιμότητας της δικής μας πλευράς να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ευελπιστούμε ότι σύντομα η Τουρκία και οι συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριοι θα επιδείξουν την ίδια καλή θέληση, προκειμένου να οδηγηθούμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα».
Αναφερόμενη στον αγώνα της ΕΟΚΑ είπε ότι αυτός ο ξεχωριστός αγώνας, θεμελιωμένος σε αρχές, αξίες και ιδανικά, αποτέλεσε τη συνισταμένη όλων των προηγούμενων εξεγέρσεων του λαού μας και την πιο αποφασιστική του πράξη, για την κατάκτηση της πολυπόθητης ελευθερίας του.
«Με τη φλόγα της εθνικής συνείδησης και της απελευθέρωσης να σιγοκαίει ακόμη και κάτω από τις σκληρότερες συνθήκες δουλείας, ο λαός της Κύπρου εξάντλησε κάθε ειρηνική προσπάθεια για ικανοποίηση των ιστορικών του αξιώσεων» είπε η Υπουργός και πρόσθεσε ότι και όταν οι προσπάθειες αυτές προσέκρουσαν επανειλημμένα στην πεισματική βρετανική αδιαλλαξία, αποφάσισε τη δυναμική ένοπλη εξέγερσή του, αμφισβητώντας την όποια μορφή τυραννίας και καταπίεσης.
Αναφερόμενη στην συνεισφορά της Εκκλησίας της Κύπρου στον αγώνα της ΕΟΚΑ είπε ότι αυτή ήταν εξίσου καθοριστική, «αφού, εκτός από την πολύτιμη οικονομική ενίσχυση του Αγώνα, με μπροστάρηδες εμπνευσμένους ιερωμένους, πέτυχε να κρατήσει ανυπότακτο το φρόνημα του λαού. Η Αρχιεπισκοπή, οι Μητροπόλεις και οι Μονές, μετατράπηκαν σε καταφύγια των αγωνιστών, συνδράμοντας τα μέγιστα στην επιτυχία του έπους της ΕΟΚΑ».
«Ενός έπους, ο αντίκτυπος του οποίου, συμπυκνώνοντας την κοινή βούληση του κυπριακού ελληνισμού για την κατάκτηση της ελευθερίας του, έσπασε τα στενά όρια του ελληνικού χώρου. Ο Μαχαιράς, ο Αχυρώνας, τα Φυλακισμένα Μνήματα, ο Μάτσης, ο Παλληκαρίδης, ο Δράκος, ο Παρίδης, στο σύνολό τους οι αγωνιστές της ελευθερίας, έγιναν σύμβολα, στέλνοντας το μήνυμα της ανυπότακτης αντίστασης για τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειας και αποτελώντας πηγή έμπνευσης για όλους τους αγωνιζόμενους λαούς», σημείωσε.
Συνεχίζοντας η Υπουργός ανέφερε ότι ο Αγώνας της ΕΟΚΑ, η λαμπρότερη περίοδος της ιστορίας της πατρίδας μας, «τερμάτισε την αποικιοκρατία και έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου κράτους. Ενός κράτους που αποτελεί τη βαριά κληρονομιά και το ισχυρότερο όπλο για την επιβίωσή μας. Και για αυτό σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, έχουμε χρέος να το θωρακίσουμε και να το προστατεύσουμε, επιδεικνύοντας ενότητα και ομοψυχία».
«Έχοντας το βλέμμα στραμμένο στις στρατιές των ηρώων που συγκροτούν και συγκρατούν, ως ισχυροί δεσμοί, την αλυσίδα της ιστορίας μας ανά τους αιώνες, θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για το χρέος που έχουμε να διασφαλίσουμε τη συνέχεια του κυπριακού ελληνισμού σε μια ελεύθερη και επανενωμένη πατρίδα. Αυτή θα είναι και η δικαίωση της θυσίας των ηρώων του Απελευθερωτικού Αγώνα του 1955-59 αλλά και όλων όσοι συμμετείχαν στους αγώνες που διαχρονικά έδωσε ο λαός μας», τόνισε καταλήγοντας η Υπουργός.