Από την άμυνα το Μαξίμου πέρασε στη θεσμική αντεπίθεση για την υπόθεση των υποκλοπών και πλέον ετοιμάζεται για αντιπαράθεση σε επίπεδο κορυφής στη Βουλή, πιθανότατα τη μεθεπόμενη εβδομάδα, σίγουρα πάντως μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου, που θα έχει ψηφιστεί η νομοθετική πρωτοβουλία για την ΕΥΠ και τα κακόβουλα λογισμικά τύπου Predator. Το νομοσχέδιο δεν οδήγησε πάντως σε… καταλλαγή, αντίθετα τροφοδότησε την πολιτική σύγκρουση με αιχμή συγκεκριμένες διατάξεις του.
Οσο το Μαξίμου επιμένει σε γραμμή «στην τοξικότητα απαντάμε με πρωτοβουλίες», όπως τη χάραξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στον ΣΥΡΙΖΑ συντηρούν τους σκληρούς τόνους, καταγγέλλοντας προσπάθειες συγκάλυψης «με ομερτά μέχρι τις εκλογές και όρους μαφίας» και στο ΠΑΣΟΚ, αν και κρατούν προς το παρόν χαμηλότερα τα ντεσιμπέλ της κριτικής, εστιάζουν σε συγκεκριμένες διατάξεις.
Πάντως η αβεβαιότητα για τυχόν νέους κύκλους αναταράξεων μέσα από δημοσιεύματα φαίνεται ότι κρατά «κουμπωμένα» τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη (λίγοι είναι εκείνοι που βγαίνουν δημοσίως, άλλωστε), όσο κι αν από τα «κεντρικά» μιλούν για «συνεκτική νομοθετική απάντηση» σε στρεβλώσεις και «διαχρονικές παθογένειες».
Τα 4 αγκάθια
Φαίνεται ότι (κυρίως) τέσσερις είναι οι διατάξεις του νομοσχεδίου που πυροδοτούν την αντιπαράθεση. Πρώτον, η υπογραφή του Προέδρου της Βουλής (πριν από εκείνες των δύο εισαγγελέων) για μια νόμιμη επισύνδεση σε πολιτικό πρόσωπο. Δεύτερον, ο χρόνος καταστροφής του υλικού που προσδιορίζεται στους έξι μήνες για το υλικό παρακολούθησης και στα 10 χρόνια για τον φάκελο τεκμηρίωσης της επισύνδεσης. Τρίτον, όσα προσδιορίζει ο νόμος για το τι συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια. Και τέταρτον, η παρέλευση τριετίας για την υπό προϋποθέσεις ενημέρωση του παρακολουθουμένου. Για το τελευταίο, οι κυβερνητικοί επιμένουν ότι η τριετία «είναι ένα εύλογο χρονικό διάστημα, πρακτική που έχουν υιοθετήσει και άλλες χώρες» ώστε να μη διακινδυνεύεται «οποιαδήποτε παρενέργεια» από τη δημοσιοποίηση της παρακολούθησης κάποιου για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Σε ό,τι αφορά τα κακόβουλα λογισμικά, για τα οποία η κυβέρνηση επιμένει ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ από δημόσια αρχή, αυστηροποιείται το ποινικό πλαίσιο για την εμπορία μεταξύ ιδιωτών, τη χρήση και την κατοχή τους ενώ ο κατάλογος των «απαγορευμένων λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης» θα επικαιροποιείται με απόφαση του διοικητή της ΕΥΠ και με ανακοίνωση στην ιστοσελίδα της υπηρεσίας θα υπάρχει ενημέρωση για τα μέτρα προστασίας και τον τρόπο δράσης τέτοιων σκοτεινών εργαλείων. Πάντως το Δημόσιο θα μπορεί να προμηθεύεται κατασκοπευτικά λογισμικά «υπό προϋποθέσεις», οι οποίες θα καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα των συναρμόδιων υπουργών, έπειτα από επεξεργασία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ακόμα και οι πρώτες αντιδράσεις των κομμάτων στη νομοθετική πρωτοβουλία της προεδρίας της κυβέρνησης, την περασμένη Τρίτη, είναι ενδεικτικές για τη συνέχεια. Η Κουμουνδουρού έχει βάλει στο κάδρο προσωπικά τον Πρωθυπουργό σχολιάζοντας μετά τη δημοσίευση του νομοσχεδίου ότι «επιβεβαιώνει με πανηγυρικό τρόπο την ενοχή του». Και η Χαριλάου Τρικούπη, που αρχικά εκτίμησε ότι η κυβέρνηση «θέλει να αποφύγει την ευρωπαϊκή καταδίκη», προτίθεται να αυξήσει πλέον την πίεση με κριτική διάταξη – διάταξη και πιθανώς με αντιπροτάσεις.