Κυριακή με πρωτοβρόχικι η δική μου μοίρα το ’χει.Κυριακή και τι να κάνω,μια σε βρίσκω, μια σε χάνω.
Είχε γράψει ο μεγάλος Μάνος Ελευθερίου και έτυχε και έφυγε από τη ζωή ξημερώματα Κυριακής…
Ο σπουδαίος Έλληνας στιχουργός είχε γράψει πλειάδα στίχων, από τους πιο ωραίους στίχους που σιγοτραγουδούν μεγάλοι και μικροί γύρω από ένα τραπέζι, παρέα με ένα κρασί, με λύπη ή και χαρά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος Μάνος Ελευθερίου
—-
Πώς το φέραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή
—-
Των ανθρώπων το αγκάθιμε’ αγκυλώνει πιο βαθιά
κι είναι οι πίκρες και τα λάθη,φίδι στην ξερολιθιά.
—-
Όλα μου λένε πως έχεις κιόλας φύγεικι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής.
Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι,σε λάθος στάση θα κατεβείς.
—-
Όλοι χωρούν σ’ αυτή τη γητο `παν σπουδαίοι και σοφοίγια τη γενιά μας
δεν ξέραν όμως τα καρφιάπόσο πικρά είναι και βαθειάμες την καρδιά μας
—-
Σε βρήκα πάλι ξαφνικάνα πίνεις ούζο στου Λευτέρηνύχτα δε θα `ρθει σ’ άλλα μέρηνα `χεις δικά σου μυστικά
να `χεις δικά σου μυστικάκαι να θυμάσαι ποιος τα ξέρεινύχτα δε θα `ρθει σ’ άλλα μέρη
—-
Μα φεύγουν σαν τα σύννεφακαι ξαφνικά τα χρόνια,
ένα πρωί μου φαίνονταισαν αδειανά βαγόνια.
—-
Ο χάρος βγήκε, βγήκε παγανιάκαι θέρισε μια γειτονιά
Κι έγινε μαύρος ουρανόςκαι ανεμοζάλη και καπνός
—-
Παραπονεμένα λόγιαέχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ’ άδικο το ζούμεμέσα από την κούνια μας
—-
Αν είναι κόσμος όμορφοςείναι και κόσμος ψεύτης
που μοιάζει σκοτεινό γυαλίκαι σαν παλιός καθρέφτης
—
Τι ζήλεψες τι τα ‘θελες τα ένδοξα ΠαρίσιαΈτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές
Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσιαΚαι παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές
—-
Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλοςΚαι για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός
άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλοςκι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετός