100 χρόνια πριν. 20 Απριλίου, 1922, βράδυ Ανάστασης γεννιέται πρόωρα ο Τάσος Λειβαδίτης…που έμελλε να σφραγίσει τη γενιά του και να γραφτεί στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Μεταπολεμικής Ελλάδας.
Advertisement“Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω πως δεν θα πεθάνω ποτέ και θα πεθαίνω κάθε μέρα.”
Ερωτικός, επικός και βαθιά επαναστατικός. Ο ποιητής της ουτοπίας, ο υμνητής της ζωής. Ο ποιητής του έρωτα και της επανάστασης.
Αριστερός, κυνηγημένος και πάντα υπερασπιστής της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο λόγος του πολιτικός, καταγγελτικός. Σημασία έχει ο άνθρωπός…
Το 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Αθήνας αλλά δεν θα την τελειώσει ποτέ, καθώς αφιερώνεται στην Αντίσταση από τις τάξεις ΕΠΟΝ.
Το 1946 παντρεύεται τη Μαρία Στούπα, η οποία του στάθηκε στήριγμα και φύλακας – άγγελος σε όλη του τη ζωή. Για εκείνην θα γράψει και την εμβληματική του ωδή στον έρωτά τους.
Από το 1948-1952 θα γνωρίσει διώξεις και εξορίες στο Μούδρο, την Μακρόνησο τον Άι Στράτη. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, το ’52, «Μάχη στην άκρη της νύχτας» απεικονίζει την πικρή εμπειρία του στρατοπέδου.
Το 1953 δημοσιεύει το “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”, για το οποίο του απονέμεται το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. Το περιεχόμενο έχει έντονο ιδεολογικό χαρακτήρα, υμνεί την ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Το βιβλίο κατάσχεται, ο ποιητής φυλακίζεται και σέρνεται σε μια δίκη που μετατρέπει το εδώλιο σε βήμα και διατυπώνει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του.
Ο πύρινος λόγος του Τάσου Λειβαδίτη θα αγγίξει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά…θα τον αθωώσουν πανηγυρικά. Δεν κατάφεραν να τον σωπάσουν. Μέχρι και το τέλος της ζωής του στέκεται στο πλευρό των αδύναμων.
Ο ερωτικός ποιητής, θα γράψει στίχους ειδικά για μελοποίηση και θα συνεργαστεί με τους μεγάλους της εποχής του. Και θα αφήσει έτσι πίσω του και μερικά πολυτραγουδημένα διαμάντια του ελληνικού πενταγράμμου.
Όπως είχε προβλέψει στους στίχους του τραγουδιού, έτσι έγινε. “Αχ, να `ταν η ζωή μας. Σαββατόβραδο κι ο Χάρος να `ρχονταν μια Κυριακή το βράδυ.” Βιάστηκε όμως κι ήρθε Κυριακή πρωί, 30 Οκτωβρίου 1988, 5 η ώρα το πρωί, η ώρα των εκτελεσμένων συντρόφων του. Στον τάφο του είναι χαραγμένοι οι παρήγοροι στίχοι του: «Πρόλογος στην αιωνιότητα: Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος./Και η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ».