Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στα 60 του χρόνια από ανακοπή καρδιάς, ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Αντισυμβατικός, δεν έμπαινε εύκολα σε καλούπια, δεν συμβιβαζόταν, έλεγε και έκανε πάντα αυτό που πίστευε και κανείς δεν μπορούσε να τον φιμώσει. Αυτό ήταν άλλωστε που τον έκανε αγαπητό στην πλατιά λαϊκή μάζα.Κοφτερές ήταν και οι ατάκες του. Ένας άνθρωπος με ανησυχίες, που βοήθησε πολλούς την περίοδο της δόξας του και της παντοκρατορίας του, που έκανε πάντα πράξη αυτό που είχε στο μυαλό του. Ο λόγος του ήταν το ίδιο δυνατός με τα όσα έκανε με τη μπάλα στα πόδια, αποδεικνύοντας πως ήταν μια μορφή πολύπλευρη, όχι περιχαρακωμένη στα στενά ποδοσφαιρικά όρια.
Διάσημες ατάκες του Ντιεγκίτο:Για την φτώχεια την οποία βίωσε και ο ίδιος, είχε πει: «Η φτώχεια είναι κακή και δύσκολη, το ήξερα καλά. Θέλεις πολλά πράγματα και το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να τα ονειρεύεσαι. Θα ήταν ωραίο, αν υπήρχε περισσότερη δικαιοσύνη. Αν εκείνοι που έχουν πολλά, είχαν λίγο λιγότερα και όσοι έχουν λίγα, είχαν λίγα περισσότερα».
Για το περιβόητο γκολ με το χέρι κόντρα στην Αγγία: «Το γκολ μπήκε λίγο με το κεφάλι του Ντιέγκο και λίγο με το χέρι του Θεού».
Για το Νο10 που έγινε συνώνυμο με τον Ντιεγκίτο: «Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει και ανεξάρτητα από το ποιος είναι υπεύθυνος, το νούμερο 10 θα είναι πάντα δικό μου».
Για τα πιστεύω του, είχε πει: «Είμαι προνομιούχος, αλλά μόνο επειδή ήταν το θέλημα του Θεού. Ο Θεός με έκανε να παίζω καλά. Μου έδωσε την ικανότητα στη γέννηση. Γι’ αυτό κάνω το σημάδι του Σταυρού κάθε φορά που μπαίνω στο γήπεδο. Αν δεν το έκανα, θα τον πρόδιδα».
Για τα λάθη του και το ποδόσφαιρο: «Το ποδόσφαιρο είναι το πιο όμορφο και υγιές άθλημα στον κόσμο. Το ποδόσφαιρο δεν πρέπει να πληρώσει για τα λάθη μου. Δεν φταίει η μπάλα».
Για την αποτυχία του σε ντόπινγκ κοντρόλ στο Μουντιάλ του 1994: «Έκοψαν τα πόδια μου και δεν με άφησαν να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Δεν χρησιμοποιούσα ναρκωτικά, δεν ξέρω τι συνέβη, ορκίζομαι ότι δεν ήμουν ντοπέ, αλλά βλέπω ότι δεν νοιάζονται».
Για την ψυχιατρική κλινική που βρέθηκε: «Η τρέλα είναι τρομακτική. Στην κλινική ένιωσα σαν τον Τζακ Νίκολσον στο “One Flew Over the Cuckoo’s Nest”. Στην κλινική υπάρχει ένας άντρας που πιστεύει ότι είναι ο Ροβινσώνας Κρούσος και κανείς δεν πιστεύει ότι είμαι ο Μαραντόνα».
Για τις ΗΠΑ και τους πολιτικούς της: «Μισώ οτιδήποτε προέρχεται από τις ΗΠΑ. Το μισώ με όλη μου την καρδιά».
Για την απαγόρευση εισόδου στην Ιαπωνία: «Η Ιαπωνία δεν μου επιτρέπει την είσοδο στη χώρα επειδή κάποτε έπαιρνα ναρκωτικά. Την επιτρέπουν όμως στους Αμερικάνους που τους έριξαν δύο ατομικές βόμβες».
Για την επίσκεψή του στο Βατικανό τη δεκαετία του ’80: «Είχα τσακωθεί με τον Πάπα όταν έπαιζα στη Νάπολι, ναι. Τσακώθηκα επειδή είχα επισκεφθεί το Βατικανό και είδα τα ταβάνια από χρυσό και μετά άκουσα τον Πάπα να μου λέει ότι η εκκλησία ανησυχεί για τα φτωχά παιδιά. Ε, τότε πουλήστε τα χρυσά ταβάνια π… γιοι».
Πριν τον ημιτελικό του Μουντιάλ 1990, Ιταλία – Αργεντινή, στο γήπεδο της Νάπολι: «Οι Ιταλοί αδιαφορούν για εσάς 364 ημέρες τον χρόνο και σας ζητάνε τώρα να τους υποστηρίξετε. Εγώ, όμως, παλεύω για εσάς 365 μέρες τον χρόνο».
Για τα ναρκωτικά: «Στην αρχή τα ναρκωτικά σου δημιουργούν ευφορία. Είναι σαν να κερδίζεις ένα πρωτάθλημα, έτσι νομίζεις:. Ποιος νοιάζεται για το αύριο, αφού κέρδισα το πρωτάθλημα σήμερα;».
Έχοντας περάσει πάνω από μια εβδομάδα στη μονάδα εντατικής θεραπείας το 2004 δήλωσε: «Κρεμόμουν από ένα νήμα. Άρχισα να μπαίνω στη σήραγγα του θανάτου και οι οπαδοί της Μπόκα με τράβηξαν πίσω και πίσω τους ήρθαν οι οπαδοί των Ρίβερ, Σαν Λορέντσο, Ρασίνγκ, Ουρακάν και Ιντεπεντιέντε».
Για τις κόρες του και τους άνδρες γύρω τους: «Αν οι φίλοι των κοριτσιών μου τις κάνουν να κλαίνε δύο ή τρεις φορές, θα έχουν ένα ατύχημα».
Για εκείνους που δεν εμπιστεύτηκε, είχε τονίσει το εξής: «Είναι πιο ψεύτικοι από ένα ανοιχτό μπλε δολάριο».
Για τον Πελέ και το ποιος ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών: «Ο Πελέ λέει ότι όταν έπαιζε μπάλα ήταν απεσταλμένος του Θεού, αλλά δεν θυμάμαι να έστειλα κανέναν».
Για τον Πελέ είχε πει ακόμα: «Αν ο Πελέ είναι ο Μπετόβεν, είμαι ο Ρον Γουντ, ο Κιθ Ρίτσαρντς και ο Μπόνο του ποδοσφαίρου, όλα μαζί σε ένα. Επειδή ήμουν η παθιασμένη πλευρά του ποδοσφαίρου».