Τη διαβεβαίωση ότι το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα δεν πρόκειται να επανέλθει ούτε στην προηγούμενη του μορφή, αλλά ούτε και να προσομοιάζει με αυτό, έδωσε απόψε ο Υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Πετρίδης.
Δεν μπορεί να εφαρμοστεί ξανά ένα Σχέδιο το οποίο είναι συνδεδεμένο με κύρια χαρακτηριστικά του προηγούμενου: την συστηματική χορήγηση ιθαγενειών έναντι προκαθορισμένου επίπεδου επένδυσης, χωρίς να απαιτείται δεσμός μεταξύ της χώρας και του επενδυτή, υπό τη μορφή μόνιμης διαμονής, σημείωσε.
Ο κ. Πετρίδης μιλούσε κατά τη διάρκεια διαδικτυακής διάλεξης στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Κύπρου με τίτλο «Ένας χρόνος στο τιμόνι του Υπουργείου Οικονομικών – Όταν η αναπτυξιακή δυναμική μιας οικονομίας, διαδέχεται μια απρόσμενη, τεραστίων διαστάσεων υγειονομική κρίση – Οι προκλήσεις και η νέα γενιά».
Δύσκολη η οικονομική κατάσταση της Κύπρου
«Η κρίση της πανδημίας Covid19 είναι όντως πρωτόγνωρη. Μια συμμετρική κρίση τεραστίων διαστάσεων που παρά το ότι δεν οφείλεται στις παθογένειες της οικονομίας, οδήγησε στον απότομο και συνολικό τερματισμό των εργασιών της», είπε.
Η συνολική διακοπή μάλιστα της λειτουργίας της – της ζήτησης αλλά και της προσφοράς – , πρόσθεσε, «επιβλήθηκε δια νόμου, και όχι ως αποτέλεσμα των συνθηκών της ίδιας της αγοράς».
Μια διακοπή, ανέφερε ο κ. Πετρίδης, «που συνεχίζεται σε μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα και με διάφορες αλλαγές αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι τον εμβολιασμό μεγάλου μέρους του πληθυσμού».
Σύμφωνα με τον ίδιο «η έκβαση αυτής της οικονομικής κρίσης, καθορίζεται από παραμέτρους των θεμάτων υγείας και όχι από οικονομικά δεδομένα, κάτι που της προσδίδει μεγαλύτερη αβεβαιότητα».
«Σε αυτά τα δεδομένα πρέπει να προσαρμόζεται με ευελιξία και προσαρμοστικότητα και η οικονομική διαχείριση», σημείωσε.
Ο Υπουργός Οικονομικών συνέχισε λέγοντας ότι «η πανδημία φυσικά δεν έχει τελειώσει, και η κατάσταση στην οικονομία είναι δύσκολη».
Διαβεβαίωσε ότι «εκμεταλλευόμαστε όλα τα ευρωπαϊκά εργαλεία αντιμετώπισης της κρίσης, στον καλύτερο δυνατό βαθμό». Δυστυχώς όμως, είπε, η ΕΕ δεν είναι μια δημοσιονομική Ένωση και δεν υπάρχουν καθαρές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις ή «δωρεάν λεφτά» όπως είναι η αντίληψη κάποιων».
«Τα Ευρωπαϊκά κονδύλια τα αποπληρώνουμε είτε υπό τη μορφή συνεισφορών (όπως το Ταμείο Ανάκαμψης) είτε σε αποπληρωμές δανείων (όπως το SURE)», διευκρίνισε.
Όσον αφορά την απορροφητικότητα από το Ταμείο Ανάκαμψης, είπε, «θα εξαρτηθεί και στην πολιτική διάθεση ψήφισης και εφαρμογής των δομικών μεταρρυθμίσεων που θα το συνοδεύουν ως προϋποθέσεις για την εκταμίευση». Σε αντίθετη περίπτωση, πρόσθεσε, «απλά θα συνεισφέρουμε χωρίς να αντλήσουμε τα απαραίτητα κονδύλια».
Ο Κωνσταντίνος Πετρίδης ανέφερε ότι «από αυτή την αβέβαιη κρίση δεν θα βγούμε αλώβητοι».
Είπε επίσης ότι τα μέτρα στήριξης της οικονομίας «συνεχίζονται και αναθεωρούνται ταυτόχρονα με την αναθεώρηση της επιδημιολογικής εικόνας».
Η απουσία όμως των μέτρων, πρόσθεσε, «θα συνεπαγόταν με μια πολύ πιο βαθιά και πιο μακρά ύφεση από αυτή που βιώνουμε η οποία θα κυμαινόταν κοντά στο 10% με τεράστιες συνέπειες στην αγορά εργασίας και θα δημιουργούσε μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία».
Σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΧ) στον τραπεζικό τομέα, είπε, «παρά την πολύ σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, με συνολική μείωση των ΜΕΧ κατά 23 δισεκατ. ευρώ σε απόλυτους αριθμούς ή σε ποσοστό κατά 75,5%, η προσπάθεια θα πρέπει να συνεχιστεί».Σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη, «παρά το γεγονός ότι η θέση ρευστότητας των τραπεζών αλλά και η κεφαλαιουχική τους επάρκεια παραμένει ισχυρή, δεν αποκλείεται επίσης να παρατηρηθούν εκ νέου πιέσεις στο τραπεζικό μας σύστημα λόγω της πανδημίας».
Ως εκ τούτου, επισήμανε, «είναι τεράστιας σημασίας η διαφύλαξη ενός σταθερού νομικού πλαισίου μείωσης των ΜΕΧ παράλληλα με την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού πλαισίου αφερεγγυότητας. Οποιεσδήποτε σκέψεις γίνονται προς αναστολή ή αποδυνάμωση αυτού του πλαισίου, περισσότερο ζημιά θα δημιουργήσουν παρά ουσιαστικό όφελος».
Τα προβληματικά χαρακτηριστικά του ΚΕΠ το καθιστούσαν ευάλωτο σε καταχρήσεις
Αναφερόμενος στο οικονομικό μοντέλο της Κύπρου, είπε ότι η Κυβέρνηση «από την αρχή έχει κάνει σοβαρές προσπάθειες αναθεώρησης του οικονομικού μοντέλου της Κύπρου, κάποιες έχουν αποδώσει, αλλού χρειάζεται πολύ περισσότερη προσπάθεια».
Η ταύτιση όμως της οικονομίας, ανέφερε, «απόλυτα με την αγορά ακινήτων ή τον κατασκευαστικό τομέα είναι λάθος».
Είναι ακόμη πιο λάθος, πρόσθεσε, «ότι βασίζεται στο Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα (ΚΕΠ), του οποίου τη συνεισφορά ουδέποτε υποτίμησα, ειδικά σε σχέση με την αμέσως μετά το 2013 περίοδο και στην συνεισφορά του στη μείωση των ΜΕΧ αλλά και της δημιουργίας χιλιάδων θέσεων εργασίας. Αλλά και ουδέποτε υπερτίμησα».
«Ομολογώ μάλιστα ότι η επικέντρωση του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος στον τομέα των ακινήτων είχε επίσης αρχίσει να δημιουργεί και ανισορροπίες εις βάρος της εγχώριας ζήτησης», είπε.
Ο Υπουργός Οικονομικών συνέχισε λέγοντας ότι ο ίδιος θεωρεί όμως «ότι δίνουμε λάθος εικόνα, και αδικούμε τις δυνάμεις της ίδιας μας της οικονομίας, αλλά και το πλέγμα σημαντικών κυβερνητικών πολιτικών, όταν υπάρχουν ισχυρισμοί ότι η οικονομία της Κύπρου βασίζεται σε αυτό το πρόγραμμα».
«Όσον αφορά το ΚΕΠ επιτρέψτε μου να είμαι σαφής. Δεν πρόκειται να επανέλθει ούτε στην προηγούμενη του μορφή, αλλά ούτε και να προσομοιάζει με αυτό», διαβεβαίωσε.
Και αυτό, είπε ο κ. Πετρίδης, «δεν είναι κάτι ασαφές που επιδέχεται των όποιων ερμηνειών. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί ξανά ένα Σχέδιο το οποίο είναι συνδεδεμένο με κύρια χαρακτηριστικά του προηγούμενου Σχεδίου: την συστηματική χορήγηση ιθαγενειών έναντι προκαθορισμένου επίπεδου επένδυσης, χωρίς να απαιτείται δεσμός μεταξύ της χώρας και του επενδυτή, υπό τη μορφή μόνιμης διαμονής».
Σύμφωνα με τον ίδιο «τα εγγενή προβληματικά χαρακτηριστικά δηλαδή του Σχεδίου τα οποία το καθιστούσαν ευάλωτο σε καταχρήσεις αλλά και ενδεχομένως ελκυστικό σε αμφιβόλου αξιοπιστίας άτομα και όχι θεσμικούς επενδυτές».
«Είναι ακριβώς για αυτά τα χαρακτηριστικά, που η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέκρινε την Κύπρο, και όχι για σημαντικές για την οικονομία εξατομικευμένες ή θεσμικές επενδύσεις μεγάλης προστιθέμενης αξίας», είπε. Για αυτές τις επενδύσεις, πρόσθεσε, «η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2019 αναφέρει ότι γίνονται στις πλείστες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακόμη και έναντι πολιτογραφήσεων, χωρίς να είχε προκύψει για αυτήν κανένα θέμα».