Το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε, μετά από προσφυγές, την απόφαση για επιβολή αποκοπών στους μισθούς τριών πρώην δικαστών και ενός νυν δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως «χρέος αναλογικής σύνταξης» στη βάση του περί Προϋπολογισμού του έτους 2013 Νόμου (Ν.59(ΙΙ)/2012)
Οι προσφυγές, οι οποίες εκδικάστηκαν χωριστά, καταχωρήθηκαν συγκεκριμένα από τον πρώην πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Δημήτρη Χατζηχαμπή και τους πρώην δικαστές του Ανωτάτου Γεώργιο Ερωτοκρίτου και Ανδρέα Πασχαλίδη, καθώς επίσης από τον νυν Δικαστή Κώστα Παμπαλλή. Οι προσφυγές στρέφονταν κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Γενικού Λογιστή και του Υπουργού Οικονομικών.
Οι αποφάσεις ήταν ομόφωνες και στηρίχθηκαν στην, επίσης, ακυρωτική απόφασή που εξέδωσε τον περασμένο Δεκέμβριο η Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου σε άλλη προσφυγή της πρώην δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου Έφης Παπαδοπούλου.
Η εν λόγω προσφυγή είχε επιλεγεί ως πιλοτική διότι αφορούσε τα ίδια γεγονότα και προβάλλονταν οι ίδιοι λόγοι ακύρωσης με τις παρούσες προσφυγές.
Το Διοικητικό Δικαστήριο στις αποφάσεις του υιοθέτησε και επανέλαβε για τους σκοπούς των υπό εξέταση προσφυγών, το σκεπτικό και την κατάληξη της απόφασης στην προσφυγή της δικαστού Έφης Παπαδοπούλου, η οποία, να σημειωθεί, δεν έχει εφεσιβληθεί από τη Δημοκρατία.
Διαβάστε Επίσης: Αντισυνταγματικές οι αποκοπές σε πρώην δικαστές λέει το Διοικητικό Δικαστήριο
Όπως αναφέρεται στην απόφαση της Ολομέλειας, η εν λόγω Δικαστής εδικαιούτο, σύμφωνα με τις ισχύουσες πριν την θέσπιση του Ν.59(ΙΙ)/2012 νομοθετικές πρόνοιες, μετά τη συμπλήρωση του 63ου έτους της ηλικίας της και μέχρι την αφυπηρέτηση της από τη θέση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να λαμβάνει προσθετικά τόσο τον προβλεπόμενο (σε ύψος) μισθό για τη προαναφερόμενη θέση της, όσο και σύνταξη των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, χωρίς οποιουσδήποτε περιορισμούς ή μειώσεις, αποκοπές ή συμψηφισμό των πιο πάνω.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 11 του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2013 (Ν.59(ΙΙ)/2012) «ο μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία των αξιωματούχων της Δημοκρατίας και των κρατικών υπαλλήλων οποιασδήποτε βαθμίδας, οι οποίοι συμπληρώνουν την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών και οι οποίοι είναι δικαιούχοι αναλογικής σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μειώνεται κατά το ύψος της αναλογικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε υπηρεσία μέχρι τετρακόσιους (400) μήνες στην κρατική υπηρεσία, ανάλογα με την υπηρεσία έκαστου αξιωματούχου ή υπαλλήλου».
Όπως αναφέρεται, παρά το ότι στον Ν.59(ΙΙ)/2012, δεν ερμηνεύεται η έννοια της λέξης “αξιωματούχος” εντούτοις το Γενικό Λογιστήριο ερμήνευσε ότι, η εν λόγω έννοια συμπεριλαμβάνει και Δικαστή (του Ανωτάτου Δικαστηρίου) και ως εκ τούτου «θα έπρεπε να αποκόπτεται από την αντιμισθία της αιτήτριας το αναλογικό μέρος της σύνταξης γήρατος του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων από 1/1/2013 μέχρι την ημέρα αφυπηρέτησης της».
Η Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου είχε διαπιστώσει στην απόφαση της τον περασμένο Δεκέμβρη ότι η ερμηνεία του Γενικού Λογιστηρίου ότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 11 του Ν.59(ΙΙ)/2012 εφαρμόζεται (και μάλιστα αναδρομικά) και στην περίπτωση της αιτήτριας ως Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίνεται αντισυνταγματική ως παραβιάζουσα τις πρόνοιες των Άρθρων 158.3 και 153.12 του Συντάγματος, καθότι συνιστά ανεπίτρεπτη δυσμενή μεταβολή της αντιμισθίας της αιτήτριας.
Συγκεκριμένα το άρθρο 153.12 προβλέπει ότι «η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού του Aνωτάτου Δικαστηρίου δεν δύναται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι` αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού».
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «το θέμα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θέμα ίσης μεταχείρισης. Είναι η επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη να εξαιρέσει τη Δικαστική Υπηρεσία από οποιαδήποτε μέτρα μείωσης της αντιμισθίας των Δικαστών, για ευνόητους λόγους. Η συνταγματική πρόνοια εκφράζει την απαραίτητη προϋπόθεση της ευρύτερης αρχής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, άρρηκτα συνδεδεμένης με την ύπαρξη και λειτουργία της Δικαστικής Εξουσίας σε κράτος δικαίου».
“Kύριος σκοπός της προστασίας αυτής, πέραν από του να προσελκύει αξιόλογους νομικούς στη δικαστική έδρα, ‘είναι να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία πνεύματος που είναι αναγκαία για να διασφαλίζει τη λεπτή εξισορρόπηση μεταξύ ατομικών δικαιωμάτων και κρατικών εξουσιών, που ισοδυναμεί με πολιτική ελευθερία”
Σημειώνεται επίσης ότι ([…]άμεση μείωση των απολαβών των δικαστών με νομοθεσία, που έχει ως αποτέλεσμα αποκοπή μέρους του μισθού τους, απαγορεύεται. Επιτρέπεται μόνο η μείωση τέτοιων απολαβών μέσω φορολογικού νομοθετήματος, που επηρεάζει την αντιμισθία εμμέσως, η δε φορολογία αυτή, θα πρέπει να είναι τέτοια, που να εφαρμόζεται σε όλους τους φορολογούμενους χωρίς διάκριση (non discriminatory)».
Επισημαίνεται ότι «οι επίδικες νομοθεσίες δεν συνιστούν φορολογικούς νόμους, αλλά ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι είναι γενικής εφαρμογής και, ως εκ τούτου, συνιστούν ανεπίτρεπτη δυσμενή μεταβολή της αντιμισθίας των δικαστών, κατ` αντίθεση με τις πρόνοιες του Άρθρου 158.3 του Συντάγματος».
Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγουν οι αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στις προσφυγές των δικαστών, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη ως εκδοθείσα κατ` αντισυνταγματική ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 11 του Ν.59(ΙΙ)/2012.