Το 60% πλησίασε ο ετήσιος ρυθμός του πληθωρισμού τον περασμένο μήνα στην Τουρκία, θέτοντας περαιτέρω πίεση στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας να αυξήσει τα επιτόκιά της, με τον κίνδυνο να προκαλέσει την οργή του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της Τουρκίας κατέδειξαν ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή ανήλθε στο 58,9% τον Αύγουστο, σε σύγκριση με 47,8% τον προηγούμενο μήνα.
Τα στοιχεία αυτά θα εξετάσουν τα όρια του περιθωρίου επιλογών της νέας οικονομικής ομάδας του κ. Ερντογάν, που θεωρείται φιλική προς τις αγορές.
Σε ηλεκτρονικό του μήνυμα, ο οικονομολόγος Τίμοθι Ας χαρακτήρισε τη νέα μέτρηση του πληθωρισμού ως «αρκετά απαίσια νούμερα», προσθέτοντας ότι αυτό θα ενισχύσει την πίεση προς την ΚΤΚ να αυξήσει περαιτέρω το επιτόκιο, που τώρα βρίσκεται στο 25%.
Ο Τούρκος Πρόεδρος είναι γνωστός για την αντιπάθειά του στην αύξηση των επιτοκίων, λόγω της ανορθόδοξης πεποίθησης ότι ωθούν ανοδικά, αντί να μειώνουν τον πληθωρισμό.
Ο Υπουργός Οικονοικών Μεχμέτ Σιμσέκ και η νέα Διοικητής της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν έχουν ξεκινήσει να αποδομούν τις προηγούμενες πολιτικές του Ερτογάν σε μια προσπάθεια να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη των αγορών. Ήδη η Ερκάν προκάλεσε έκπληξη αυξάνοντας τα επιτόκια από 8,5% σε 17,5% σε διάστημα δύο μηνών, ενώ τα διπλασίασε σε 25% αυτό το μήνα.
Η ισοτιμία της λίρας αυξήθηκε κατά 8% έναντι του δολαρίου, ενώ μείωση παρουσίασε και το κόστος των ασφαλίστρων κινδύνου έναντι του τουρκικού χρέους.
Αν και ο κ. Ερντογάν δήλωσε πλήρη στήριξη στην πορεία από το νέου οικονομικό επιτελείο, αναλυτές θεωρούν ότι υπάρχουν όρια στην υπομονή του Τούρκου Προέδρου.
Τουρκικά ΜΜΕ ανέφεραν ότι ο κ. Ερντογάν αποδέχθηκε την τελευταία αύξηση των επιτοκίων με την πεποίθηση ότι αυτά θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα για ένα χρονικό διάστημα.
Ωστόσο αναλυτές προειδοποιούν ότι τα επιτόκια βρίσκονται ακόμη πολύ χαμηλά για να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.
«Οι κίνδυνοι θα παραμείνουν υψηλοί όσο στην εξουσία βρίσκεται ο κ. Ερντογάν», ανέφερε σε σημείωμά του ο οικονομολόγος Λίαμ Πιτς της Capital Economics.