Την έρευνα υπογράφει το Πανεπιστήμιο του Γουόρικ στη Βρετανία. Ο διευθύνων καθηγητής Ντίτερ Γουόκλ του Τμήματος Ψυχολογίας, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας, συνέταξε τον πρώτο παγκόσμιο χάρτη του κλάματος τους πρώτους τρεις μήνες ζωής των βρεφών.
Κατά μέσον όρο λοιπόν φάνηκε ότι τα μωρά κλαίνε περίπου δύο ώρες την ημέρα τις πρώτες δύο εβδομάδες της ζωής τους. Ο χρόνος αυτός αυξάνεται σε δύο ώρες και 15 λεπτά στις έξι εβδομάδες και εν συνεχεία μειώνεται στη μία ώρα και 10 λεπτά μέχρι τη δωδέκατη εβδομάδα.
Τα πιο πάνω αποτελούν τον μέσο όρο. Διότι υπάρχουν περιπτώσεις μωρών που κλαίνε μόνο 30 λεπτά μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο και άλλα που κλαίνε ως και πέντε ώρες! Οι διαφορές αυτές στον χρόνο κλάματος οφείλονται σε πλείστους λόγους: από τον τρόπο διατροφής (ο θηλασμός προλαμβάνει τους κολικούς) ως τις τεχνικές κατευνασμού των γονιών. Και από την κοινωνική ανισότητα ως τη βρεφική φροντίδα.
Η έρευνα του Πανεπιστημίου του Γουόρικ λοιπόν έδειξε ότι τα υψηλότερα ποσοστά κλάματος (δηλαδή περισσότερες από τρεις ώρες, για τουλάχιστον τρεις ημέρες, μέσα στις πρώτες τρεις εβδομάδες) τα έχουν οι χώρες:
- Καναδάς (34,1% των βρεφών στις πρώτες 3-4 εβδομάδες)
- Βρετανία (28% των βρεφών στις πρώτες 1-2 εβδομάδες)
- Ιταλία (20,9% των βρεφών στις πρώτες 8-9 εβδομάδες)
Ο δείκτης κλάματος που ορίζει το «πολύ κλάμα» ως αυτό που πραγματοποιείται «περισσότερες από τρεις ώρες, για τουλάχιστον τρεις ημέρες, μέσα στις πρώτες τρεις εβδομάδες» δείχνει ότι το βρέφος που κλαίει τόσο υποφέρει από κολικούς. Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται στην παιδιατρική από τη δεκαετία του 1950.