Ως μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις από ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής να άρει το εμπάργκο πώλησης όπλων που επέβαλε το 1987 στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Οι λόγοι για τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν σε αυτό το βήμα σχετίζονται με τα εξής:
– Οι κυβερνήσεις της Κύπρου και των ΗΠΑ από το 2018 εξέφρασαν επισήμως την πρόθεση τους να κάνουν σημαντικά ανοίγματα υπογράφοντας τη δήλωση προθέσεων. Η συνέπεια των προθέσεων δοκιμάστηκε σε διαφορετικές περιπτώσεις και οι διμερείς σχέσεις αναβαθμίστηκαν όσο ποτέ στο παρελθόν.
– Ο ελλιμενισμός ρωσικών πολεμικών πλοίων τη στιγμή που η ΕΕ και οι ΗΠΑ εφάρμοζαν κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας για μια σειρά από λόγους τα τελευταία χρόνια, ήταν προβληματικός και εύλογα οι Αμερικανοί έθεσαν ως προαπαιτούμενο μέσω του East-Med Act τον τερματισμό αυτών των υπηρεσιών.
– Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος υπήρξε διαχρονικός λεκές για την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Αμερικανοί απαίτησαν την αυστηροποίηση των ελέγχων από τις κυπριακές τράπεζες κατά τρόπο που να τερματιστούν οι περίεργες συναλλαγές Ρώσων ολιγαρχών. Για πολλά χρόνια κάποιοι στο εσωτερικό επωφελούνταν από αυτές τις πρακτικές, όμως η εικόνα της χώρας και η υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, υπέφεραν. Έγιναν πολλά βήματα ώστε το κυπριακό τραπεζικό σύστημα να ανακτήσει την αξιοπιστία του και στον απόηχο του σκανδάλου των χρυσών διαβατηρίων αποδεικνύεται πως υπάρχει ακόμα δουλειά για να γίνει.
– Σε μια εξελικτική διαδρομή, οι Αμερικανοί από την πλευρά τους προχώρησαν στη δημιουργία του κέντρου εκπαίδευσης Cyclops στη Λάρνακα, ενώ τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνταν σειρά στρατιωτικών διμερών και πολυμερών στρατιωτικών ασκήσεων.
– Τον Σεπτέμβριο του 2020 οι Αμερικανοί έκαναν άλλο ένα βήμα με την μερική άρση του εμπάργκο, εξέλιξη που προμήνυε πως η πλήρης άρση ήταν θέμα χρόνου.
– Η Κύπρος επιτέλους παίρνει θέση και τοποθετεί τον εαυτό της στον φυσικό της χώρο, τη Δύση. Αυτό σε μια εποχή που η συμπεριφορά της Ρωσίας δεν αφήνει περιθώρια σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ να πατούν σε δύο βάρκες έναντι της πρωτοφανούς για την εποχή επιθετικότητας. Όσοι το πράττουν, έχουν αργά ή γρήγορα συνέπειες και λαμβάνουν προειδοποιητικά μηνύματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Τουρκία.
“Και τώρα γίναμε υπερδύναμη;”
Στη Λευκωσία μερικοί έσπευσαν να θέσουν σειρά ερωτημάτων αν και κατά πόσο η εξέλιξη αυτή εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά πόσο εφαρμόζοντας τις προϋποθέσεις η Δημοκρατία εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα και ειρωνικά κατά πόσο τώρα θα γίνουμε ΝΑΤΟϊκή υπερδύναμη.
Η Ουάσιγκτον με αυτή της την απόφαση εξυπηρετεί ξεκάθαρα τα αμερικανικά συμφέροντα, με τα οποία όσο ένα μικρό κράτος όπως η Κύπρος ευθυγραμμίζεται, μπορεί να αυξήσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του στη διπλωματική σκακιέρα.
Μια χώρα που χαρακτηριζόταν μέχρι και «δούρειος ίππος» του Πούτιν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καλώς προσπαθεί να αποκαταστήσει το όνομα της. Για να τα καταφέρει, προφανώς πρέπει να πάρει θέση, να έχει άποψη ούτως ώστε με τη σειρά της να διεκδικήσει από καλύτερη θέση εκείνο που ορίζει ως δικό της εθνικό συμφέρον.
Στο σημερινό περιβάλλον όπως διαμορφώνεται, δεν θα πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η Κύπρος μόνο αν παραμείνει αξιόπιστη στο δυτικό στρατόπεδο μπορεί να πετύχει πράγματα. Οι εποχές της ουδετερότητας, έχουν παρέλθει.
Ο εξοπλισμός της Εθνικής Φρουράς είναι γερασμένος και χρειάζεται ανανέωση. Η ρωσική αγορά είναι πλέον σχεδόν μη προσβάσιμη λόγω των κυρώσεων που ισχύουν. Στη βάση των δικών της δυνατοτήτων, η Κύπρος αποκτά πλέον πρόσβαση σε μια τεράστια αμυντική βιομηχανία που περιλαμβάνει τις αγορές και άλλων χωρών που χρησιμοποιούν αμερικανική τεχνολογία. Μπορεί ακόμη και να προμηθευτεί δωρεάν εξοπλισμούς από το εξοπλιστικό πλεόνασμα των ΗΠΑ.
Για όλους αυτούς τους λόγους που συνοψίζονται στην «κανονικοποίηση» των σχέσεων της Κύπρου με την πιο ισχυρή χώρα του κόσμου, η απόφαση αυτή ανοίγει νέες προοπτικές για την Κύπρο, οι οποίες θα πρέπει να μελετηθούν με προσοχή και να τύχουν τέτοιας διαχείρισης που να υποβοηθήσουν μακροπρόθεσμα τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και κυρίως τις προσπάθειες για επίλυση του εθνικού προβλήματος.
Χωρίς ιδεολογικοπολιτικές αγκυλώσεις, χωρίς υπερβολές και φανατισμούς.