Συνεχίζονται οι «επιθέσεις» φιλίας προς την Ελλάδα στις οποίες μας συνήθισε η Τουρκία το τελευταίο διάστημα. Αυτή τη φορά ο εκπρόσωπος της τουρκικής Προεδρίας Ιμπραχίμ Καλίν, σε συνέντευξη του στο πρακτορείο Anadolu, αναφέρθηκε σε βελτιωμένο κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες και επισήμανε πως η Άγκυρα δεν βλέπει την Ελλάδα σαν απειλή. Μίλησε για τη σημαντικότητα διατήρησης αυτού του σημαντικού μομέντουμ.
Ικανοποιητική δυναμική στις σχέσεις»
Ο Καλίν έκανε λόγο για μια «δυναμική που επιτύχαμε τους τελευταίους μήνες» στις σχέσεις των δύο χωρών, την οποία χαρακτηρίζει «ικανοποιητική και ευεργετική».
«Υπήρξε μερική χαλάρωση και πριν από το σεισμό, ξέρετε. Είχαμε στήσει έναν μηχανισμό. Δηλαδή, υπάρχουν διαδικασίες με τις οποίες ασχολούνται και άμεσα εφαρμόζουν αρμόδιες αρχές και τα υπουργεία μας» είπε σχετικά.
Συνέχισε ακόμη, λέγοντας ότι «υπάρχουν θέματα», μιλώντας στον πληθυντικό και αναφέροντας έναν κατάλογο: «Η ασφάλεια των συνόρων, ο εναέριος χώρος, θέματα θαλάσσιας υφαλοκρηπίδας, το Λιμενικό, οι διπλωματικές σχέσεις».
«Έχουμε πολλά θέματα φυσικά με την Ελλάδα. Και στο πλαίσιο της εντολής που λάβαμε από τον πρόεδρό μας, έχω συνομιλητή εκεί, αρμόδιους συναδέλφους μας, με τους οποίους υλοποιήσαμε και συνεχίζουμε αυτή τη διαδικασία. Η μείωση της έντασης και η ύπαρξη κλίματος ηρεμίας είχε ήδη ξεκινήσει πριν από τον σεισμό. Πέρασε σε νέα διάσταση με το σεισμό. Ήρθε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών. Χθες ήρθε ο Έλληνας υπουργός Άμυνας. Η ελληνική πλευρά εργάστηκε πολύ σκληρά σε αυτή τη διαδικασία. Έκανε μια ειλικρινή προσπάθεια. Έστειλε ομάδες έρευνας και διάσωσης. Έστειλε βοήθεια. Οι γιατροί έστειλαν ομάδες. Αυτό είναι εξαιρετικά ικανοποιητικό. Σε αυτό το σημείο, τους είμαστε και ευγνώμονες. Θα ήθελα να το επαναλάβω αυτό».
Η Άγκυρα, λέει ο Καλίν, θέλει να διατηρήσει «αυτόν τον άνεμο, το μομέντουμ. Τι μπορούμε να κάνουμε; Πώς μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματά μας σε διμερές επίπεδο μιλώντας μεταξύ μας; Αυτό είναι το βασικό μας αίτημα. Η Τουρκία και η Ελλάδα να λύσουν τα προβλήματά τους μιλώντας απευθείας μεταξύ τους. Οι δύο χώρες μπορούν να λύσουν τα προβλήματα με απευθείας διάλογο, χωρίς τρίτους μεσάζοντες».
«Nα πω πολύ ξεκάθαρα το εξής: Εάν προσπαθήσουμε να τα λύσουμε μέσω του Παρισιού, των Βρυξελλών, της Ουάσιγκτον, αυτό θα μας οδηγήσει σε αδιέξοδο. Είμαστε δύο γείτονες. Είμαστε δύο χώρες που μοιραζόμαστε το Αιγαίο και είμαστε εδώ εκατοντάδες χρόνια. Και θα συνεχίσουμε να είμαστε εδώ. Ας κάνουμε λοιπόν αυτές τις συναντήσεις και συζητήσεις απευθείας. Όχι μέσω άλλων. Γιατί όταν συμβαίνει αυτό, υπεισέρχονται άλλα πράγματα» συμπλήρωσε..
Και σημείωσε: «Πρέπει να μπορούμε να βρίσκουμε λύσεις μόνοι μας. Το έχουμε κάνει στο παρελθόν, μπορούμε να το κάνουμε και σήμερα. Ο πρόεδρός μας έχει θέληση σε αυτό το θέμα. Θέληση έχει και ο κ. Μητσοτάκης. Το βλέπω αυτό».
«Δεν βλέπουμε την Ελλάδα σαν απειλή»
Στη συνέχεια ο στενός συνεργάτης του Ταγίπ Ερντογάν είπε ότι «η Τουρκία δεν βλέπει την Ελλάδα ως απειλή, αλλά όταν εκδηλώνεται κάτι τέτοιο ενάντια στην τουρκική κυριαρχία, τότε είναι υποχρεωμένη η Τουρκία να απαντήσει». Αυτή τη στιγμή κυριαρχεί ένας αέρας ηρεμίας, ο οποίος είναι ικανός ακόμη και να αποτρέψει μια κρίση ή ένταση αύριο, λέει.
Αναφέρθηκε ακόμη στις επικείμενες εκλογές.
«Τώρα, και οι δύο χώρες πηγαίνουν σε εκλογές. Εμείς στις 14 Μαΐου, η Ελλάδα στις 21 Μαΐου. Ας περάσουμε με ασφάλεια αυτή τη διαδικασία. Αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, φυσικά θα συνεχίσουμε να είμαστε σε στενή επαφή. Δεν είχαμε ποτέ στην ατζέντα μας να ξεκινήσουμε μια σύγκρουση, μια ένταση ή μια διαμάχη με την Ελλάδα. Δεν μπήκαμε ποτέ σε τέτοια διαδικασία. Δεν το βρίσκουμε και απαραίτητο. Ούτε βλέπουμε την Ελλάδα ως απειλή. Αλλά όταν υπάρχει απειλή για την κυριαρχία μας, τη ζωή μας, την πολιτική μας ενότητα, φυσικά, το πιο φυσικό μας δικαίωμα είναι να απαντήσουμε σε αυτήν. Είναι καθήκον μας να λάβουμε και τις απαραίτητες προφυλάξεις».
«Αλλά αυτός ο αέρας ηρεμίας είναι ευχάριστος. Να ενισχύσουμε και να εμβαθύνουμε αυτή τη θετική ατζέντα. Να την μεταφέρουμε και σε άλλα πεδία – στον τουρισμό, στις διμερείς εμπορικές σχέσεις, στις ανθρώπινες σχέσεις μας. Αυτό (που συμβαίνει τώρα) να το ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο ώστε να έχουμε αρκετό πολιτικό κεφάλαιο για να το χρησιμοποιήσουμε θετικά όταν αύριο θα υπάρξει ξανά μια κρίση ή ένταση».