Του Νικόλα Ζαννέττου
Όχι στη δημοσιονομική χαλάρωση λέει ο Πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου σε συνέντευξη του στο AlphaNews.live. O Δημήτρης Γεωργιάδης σκιαγράφησε τις εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις για την κυπριακή οικονομία το 2019, κρούοντας παράλληλα τον κώδωνα του κινδύνου και υπογραμμίζοντας ότι μια αρνητική εξέλιξη στην ευρωζώνη, θα επηρεάσει την Κύπρο. Σε σχέση με το σχέδιο ΕΣΤΙΑ και τους οφειλέτες που δεν είναι σε θέση να πληρώσουν ούτε τα 2/3 των δόσεων τους σήμερα, αναφέρθηκε στην αρχή ότι ο κάθε πολίτης θα πρέπει να είναι υπεύθυνος των πράξεων του. Δεν κρύβει παράλληλα την ανησυχία του για διάφορα φαινόμενα που παρατηρεί σε σχέση με την πορεία των συζητήσεων για εφαρμογή του Γενικού Σχεδίου Υγείας.
Ποιες είναι οι κυριότερες προκλήσεις για την κυπριακή οικονομία το 2019;
Θα διαχώριζα τις προκλήσεις σε δύο κατηγορίες, στις εσωτερικές και στις εξωτερικές. Οι εσωτερικές έχουν να κάνουν με την άμεση αναγκαιότητα να καταστεί η οικονομία πιο ευέλικτη και ανταγωνιστική μέσω μεταρρυθμίσεων, τον κίνδυνο δημοσιονομικής χαλάρωσης και ειδικότερα την αύξηση των δαπανών θεωρώντας ότι η σημαντική αύξηση στα κρατικά έσοδα των τελευταίων χρόνων θα είναι μόνιμη, η εξάρτηση της οικονομίας σε τομείς – πολιτικές που θα είναι προσωρινές και η προώθηση με λανθασμένο τρόπο σημαντικών αλλαγών όπως το ΓΕΣΥ και τη συνένωση των δήμων/ κοινοτήτων. Ο πιο άμεσος κίνδυνος, έστω και αν έχει περιοριστεί, αφορά στο ψηλό δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό όπως και στο ψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι εξωτερικές προκλήσεις είναι εξίσου σημαντικές εφόσον η Κύπρος είναι μια μικρή και ανοικτή οικονομία. Οι τομείς που έχουν οδηγήσει στην επίτευξη ψηλών ρυθμών ανάπτυξης έχουν να κάνουν άμεσα ή έμμεσα με την εξωτερική ζήτηση: τον τουρισμό, τις πωλήσεις ακινήτων κυρίως μέσω του σχεδίου παραχώρησης της κυπριακής υπηκοότητας με κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση σε αλλοδαπούς επιχειρηματίες/ επενδυτές και τις λογιστικές/ χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Επίσης την ίδια ώρα που οι κεντρικές τράπεζες αρχίζουν να περιορίζουν τη νομισματική χαλάρωση και η αύξηση στο κόστος δανεισμού είναι πλέον ορατή, σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης παραμένουν οι προκλήσεις στο τραπεζικό σύστημα. Αυτό σημαίνει πως μια αρνητική εξέλιξη για παράδειγμα στην Ιταλία μπορεί εύκολα να διαχυθεί και να επηρεάσει αρνητικά όλα τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, πολύ περισσότερο τα κράτη με ψηλό δανεισμό όπως η Κύπρος. Επίσης ο κίνδυνος για ένα παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, ο οποίος θα έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στην παγκόσμια ζήτηση παραμένει.
Όπως μας έχει διδάξει η οικονομική ιστορία οι μεγάλες κρίσεις προκαλούνται ή δεν αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά κυρίως διότι δεν αξιολογούνται ορθά οι κίνδυνοι. Πολλές φορές οι κυβερνήσεις δεν λαμβάνουν έγκαιρα μέτρα ο κάθε κίνδυνος αξιολογείται μεμονωμένα – ως εάν η πραγματοποίηση του ενός αποκλείει τους άλλους. Όμως στην πράξη η πραγματοποίηση ενός κινδύνου προκαλεί άλλους ή συνοδεύεται με άλλους με το συνδυασμένο κτύπημα να είναι πολύ ισχυρότερο. Για παράδειγμα μια σημαντική αύξηση των επιτοκίων θα περιορίσει την παγκόσμια ζήτηση. Αυτό θα επηρεάσει το τουριστικό ρεύμα προς την Κύπρο, τη ζήτηση από ξένους για ακίνητα και ταυτόχρονα θα αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με το τελευταίο να δυσχεραίνει την προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όλα αυτά θα περιορίσουν την εσωτερική κατανάλωση και τη δυνατότητα πραγματοποίησης επενδύσεων. Οπόταν η ορθή αξιολόγηση θα πρέπει να απαντά στο ερώτημα «τι θα γίνει αν όλα συμβούν ταυτόχρονα». Αν δεν απαντηθεί και αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά τότε σε περίπτωση πραγματοποίησης του σεναρίου αυτού η μόνη διέξοδος θα είναι και πάλι η προσφυγή σε εξωτερική στήριξη και η λήψη δραστικών μέτρων, κάτι το οποίο κανένας δεν επιθυμεί. Γι΄ αυτό είναι ορθότερο να δοθεί άμεσα περισσότερη έμφαση στη μείωση του χρέους και στη δημιουργία αποθεματικών, όπως και στη προώθηση των μεταρρυθμίσεων που θα καταστίσουν την οικονομία πιο ευέλικτη.
Σύντομα τίθεται σε εφαρμογή το Σχέδιο Εστία. Πώς αξιολογείτε την τελική του μορφή και όσα βρίσκονται αυτή την ώρα υπό συζήτηση για να προστεθούν ώστε να συμπεριληφθούν σε αυτό και ομάδες του πληθυσμού που δεν μπορούν να δίνουν ούτε τα 2/3 της δόσης τους;
Η θέση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου όπως εκφράστηκε από το περασμένο καλοκαίρι ήταν ότι θα πρέπει να τεθούν πιο αυστηρά κριτήρια ώστε να περιοριστεί το δημοσιονομικό κόστος, να καταστεί το σχέδιο πιο αποτελεσματικό και να αποφευχθεί η δημιουργία ηθικού κινδύνου και προηγούμενου για νέες απαιτήσεις. Έχουν γίνει κάποιες βελτιώσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Προσωπικά θα έθετα ακόμη πιο αυστηρά κριτήρια, περιορισμούς στο όφελος αναλόγως της κάθε περίπτωσης, όπως και διαδικασίες ελέγχου. Από την άλλη όμως αντιλαμβάνομαι τη σημασία του να μην καθοριστούν διαδικασίες και κριτήρια που θα καταστήσουν το όλο εγχείρημα γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό. Όλα και όλοι θα κριθούμε εκ τους αποτελέσματος.
Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης σας, πιστεύω πως πρακτικά θα ήταν αδύνατο να ετοιμαστεί ένας τέλειος σχεδιασμός που θα κάλυπτε όλες τις περιπτώσεις προστασίας ευάλωτων ομάδων. Επίσης, είναι λανθασμένο να γίνονται οι αξιολογήσεις τέτοιων πολιτικών μεμονωμένα. Για παράδειγμα ομάδες που δεν μπορούν να πληρώσουν την οποιαδήποτε δόση πιθανότατα θα δέχονται στήριξη μέσω άλλων πολιτικών όπως για παράδειγμα από το ταμείο ανεργίας ή μέσω του σχεδίου Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Επίσης θα μπορούσαν για άλλες ομάδες / περιπτώσεις να γίνουν άλλα σχέδια.
Επίσης δεν πρέπει να αγνοούμε τη σημασία ο κάθε πολίτης να είναι υπεύθυνος για τις δικές του πράξεις. Να καταβάλλει το κόστος των δικών του αποφάσεων. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου όλοι αναζητούμε περισσότερη ελευθερία. Αυτό συνεπάγεται ανάληψη μεγαλύτερου βαθμού προσωπικής ευθύνης. Έτσι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρούμε πως ο φορολογούμενος είναι υποχρεωμένος να σώσει όλες τις πρώτες κατοικίες ή επαγγελματικές στέγες. Ο φορολογούμενος παρέχει στήριξη για δύο λόγος (α) για να μην βρεθεί μια οικογένεια στους δρόμους και (β) γιατί θα επωφεληθεί ο ίδιος από τη διατήρηση της σταθερότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα δύο θα πρέπει να επιτευχθούν με το ελάχιστο δυνατό κόστος για τον φορολογούμενο. Με αυτά τα δεδομένα θα έπρεπε να είχε σχεδιαστεί το ΕΣΤΙΑ και σε αυτή τη βάση έχει γίνει η παρέμβαση μας.
Μεγάλη συζήτηση γίνεται και σε σχέση με την εφαρμογή του ΓεΣΥ. Δημοσιονομικά αξιολογώντας το θεωρείτε ότι είναι προς την ορθή κατεύθυνση;
Από τη στιγμή που ακόμη γίνεται συζήτηση για σημαντικά θέματα όπως για παράδειγμα για τις αμοιβές επαγγελματιών και ιδρυμάτων θεωρώ πως είναι νωρίς να μιλήσει κάποιος για οριστικά συμπεράσματα. Όμως μας ανησυχούν διάφορα φαινόμενα.
Συνεχώς οργανωμένα σύνολα διεκδικούν και σε κάποιο βαθμό κερδίζουν νέες απαιτήσεις και τονίζω πως δεν σχολιάζω αν είναι λογικές ή παράλογες – δεν είναι ρόλος μας. Είχε όμως γίνει ένας αρχικός σχεδιασμός και καθορίστηκαν οι αναγκαίες συνεισφορές που θα καθιστούσαν το σύστημα βιώσιμο. Εύλογα λοιπόν ανησυχεί κάποιος όταν στη συνέχεια λαμβάνονται αποφάσεις που αυξάνουν τις δαπάνες με τα έσοδα να παραμένουν τα ίδια. Επίσης κάτι που πιστεύω ανησυχεί όλους είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των αυτονομημένων νοσοκομείων. Πέραν της επίπτωσης στην υγεία των πολιτών εγείρεται ένα μεγάλο ερώτημα, «τι γίνεται αν ένα νοσηλευτήριο, κυρίως του δημόσιου τομέα, παραμείνει μη βιώσιμο;». Κανένας πολιτικός σε οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο δεν πρόκειται να κλείσει τέτοιο ίδρυμα. Άρα αναπόφευκτα κάποιος θα πρέπει να καλύψει το κενό.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια είχαμε συναντήσεις με τους Υπουργούς Οικονομικών και Υγείας. Φαίνεται να υπάρχει η αντίληψη ότι θα πρέπει να καθοριστούν ασφαλιστικές δικλίδες ώστε να περιορίζεται η δυνατότητα πραγματοποίησης διαχρονικών ελλειμμάτων. Οι περιορισμοί που βρίσκονται στο τραπέζι ότι, μετά από ένα «Χ» χρονικό διάστημα θα τερματιστεί η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των αυτονομημένων νοσοκομείων από το κράτος και ότι δεν θα υπάρχει υπέρβαση των ετήσιων προϋπολογιζόμενων ποσών είναι σημαντικοί αλλά όχι ικανοποιητικοί. Τι θα γίνει αν εξαντληθεί ο προϋπολογισμός του έτους στα μέσα του έτους; Η ποιότητα είναι συνυφασμένη με την οικονομική ευχέρεια και το να αγνοεί κάποιος το οικονομικός κόστος με συνθήματα όπως «μα θα βάλουμε το κόστος πάνω από την υγεία του ασθενή» μόνο σε λανθασμένες αποφάσεις θα οδηγήσει. Αποφάσεις με αρνητικές επιπτώσεις και στην ποιότητα των υπηρεσιών και στα δημόσια οικονομικά.
Έπεται και η μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ποιος θα είναι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος από τη μεταφορά εξουσιών, υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος στους νέους σχηματισμούς;
Όπως και στην περίπτωση του ΓΕΣΥ το πώς θα λειτουργήσει η κοινωνία είναι θέμα πολιτικής απόφασης. Ως Δημοσιονομικό Συμβούλιο μας απασχολεί η δημοσιονομική επίπτωση και ειδικότερα ο κίνδυνος πραγματοποίησης διαχρονικών και μη διατηρήσιμων ελλειμμάτων. Επίσης τόσο σε εθνικό όσο και σ’ Ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν κανόνες για το δημόσιο έλλειμμα και χρέος. Αυτοί αφορούν το σύνολο της κυβέρνησης το οποίο συμπεριλαμβάνει και τις τοπικές αρχές και αυτοί οι κανόνες πρέπει να γίνονται σεβαστοί. Σε περίπτωση που προχωρήσει η μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να συμπεριληφθούν πρόνοιες που θα λαμβάνουν υπόψη τους τα πιο πάνω. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ακόμη και ομοσπονδιών στην ΕΕ όπου τέτοια ζητήματα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Για παράδειγμα καθορίζονται δημοσιονομικοί κανόνες – συνήθως αυστηρότεροι από τους εθνικούς – που αποτρέπουν τη δημιουργία μόνιμών ελλειμμάτων και συσσώρευσης χρέους σε επίπεδο τοπικών αρχών.
Καταλήγοντας θέλω να τονίσω ότι για όλα τα πιο πάνω ο ορθός σχεδιασμός και καθορισμός στόχων είναι σημαντικός αλλά όχι αρκετός. Όπως έχουμε διδαχθεί από την κρίση που έχει κτυπήσει πριν μια δεκαετία περίπου την ΕΕ, εξίσου σημαντικός είναι ο καθορισμός αποτελεσματικών προληπτικών και διορθωτικών μηχανισμών. Ο προληπτικός μηχανισμός αποσκοπεί στην έγκαιρη διάγνωση κινδύνων και στην επιβολή μέτρων πρόληψης τους. Ο διορθωτικός μηχανισμός ενεργείται στις περιπτώσεις αποτυχίας των προληπτικού μηχανισμού και επιβάλλει μέτρα. Σε πρώτο στάδιο δίνεται η ευχέρεια στην οντότητα, στη συγκεκριμένη περίπτωση στην τοπική αυτοδιοίκηση να λάβει μέτρα. Αν αυτά δεν είναι ικανοποιητικά τότε επιπρόσθετα θα επιβάλλονται από την Κεντρική Κυβέρνηση η οποία με την σειρά της ελέγχεται από μέσω του Ευρωπαϊκού Θεσμικού πλαισίου.