Δεκαπενταύγουστος του 1974 στην λαβωμένη Αμμόχωστο… Εκείνη τη μέρα κανένας δεν γιόρταζε…
Οι εκκλησίες στις εννιά ενορίες της Αμμοχώστου δεν πλημμύρισαν από κόσμο, οι Αμμοχωστιανοί δεν μπόρεσαν να γιορτάσουν την Κοίμηση της Θεοτόκου, τα παιδιά δεν κατάφεραν να παίξουν στις χρυσές αμμουδιές της Αμμοχώστου.
Ήταν 15 Αυγούστου του 1974, ήταν η μέρα που οι μνήμες των Αμμοχωστιανών θάφτηκαν πίσω από τα μαύρα σύννεφα των βαμβαρδισμών.
Τα τουρκικά χερσαία στρατεύματα έμπαιναν στην πόλη στις 5:30 το απόγευμα, για να ενωθούν με τα στρατεύματα του Τουρκοκυπριακού θύλακα της πόλης.
Στην έξοδο της πόλης, προς την πλευρά της Δερύνειας, χιλιάδες πολίτες περπατούν για χιλιόμετρα πριν τους βοηθήσει κάποιος να απομακρυνθούν. Ο καθένας έπαιρνε μαζί του ό,τι μπορούσε, λίγα ρούχα, λίγο φαγητό και έφευγε από το Βαρώσι.
«Προτιμούμε να πεθάνουμε, παρά να ζήσουμε κάτω από τουρκική κυριαρχία», δήλωνε πρόσφυγας σε βρετανική τηλεόραση.
Όλοι έψαχναν για ένα ασφαλές μέρος μέχρι να καταλαγιάσει το κακό. Και μετά να επιστρέψουν, όπως έλεγαν, μόνο αν θα μπορούσαν να ζήσουν ελεύθεροι. Στην Αμμόχωστο, οι Τουρκοκύπριοι έδιναν κλάδο ελαίας στον τουρκικό στρατό.
Πενήντα χρόνια μετά, κανένας νόμιμος κάτοικος δεν επέστρεψε, παρά τις διπλωματικές και πολιτικές υποσχέσεις που λάμβαναν από εκείνη κιόλας τη μέρα, την ώρα που ο Τουρκικός Αττίλας σφράγιζε την πόλη.
Το Βαρώσι μπήκε στην αναπνευστήρα εκείνο τον Δεκαπενταύγουστου, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε ένα διπλωματικό όπλο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Πενήντα χρόνια μετά, τα Βαρώσια μετατρέπονται σε μια τουριστική ατραξιόν…