Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας – Αμμοχώστου επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα ετών σε άνδρα ηλικίας 34 ετών, ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή σε επτά κατηγορίες, που αφορούν παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, δηλαδή 5 κιλών και 950,3 γραμμαρίων κάνναβης, παράνομη κατοχή κάνναβης με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, πλαστοπροσωπία, πλαστογραφία εγγράφου, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, επίθεση με σκοπό τη ματαίωση νόμιμης σύλληψης και κράτησης και άρνηση παραχώρηση δειγμάτων γραφής. Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης στις 11 Ιουλίου 2020 λήφθηκε πληροφορία για άφιξη ναρκωτικών σε δέμα από την Ελλάδα, με παραλήπτη συγκεκριμένο άτομο στη Λάρνακα. Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από Λειτουργό του Τελωνείου, στην παρουσία μέλους της ΥΚΑΝ, διαπιστώθηκε ότι το πακέτο περιείχε κάνναβης βάρους περίπου 6 κιλών. Ακολούθησε διαδικασία ελεγχόμενης παράδοσης, στα πλαίσια της οποίας ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε για να παραλάβει το πακέτο, υπογράφοντας όμως στον υπάλληλο του γραφείου, με άλλο όνομα. Μόλις ο κατηγορούμενος παράλαβε το πακέτο, ο υπάλληλος ανέφερε ότι είναι αστυνομικός και ότι ήταν υπό σύλληψη. Τότε ο κατηγορούμενος έσπρωξε τον αστυνομικό με τα δύο του χέρια και τον κτύπησε με τα χέρια του στο σώμα, ωστόσο στην προσπάθεια του να διαφύγει με το αυτοκίνητο του, ακινητοποιήθηκε από μέλη της ΥΚΑΝ. Σε γραπτή ανάκριση του στα γραφεία της ΥΚΑΝ, ο κατηγορούμενος ανέφερε πως έλαβε νομική συμβουλή να μην αναφέρει οτιδήποτε για την υπόθεση ενώ αρνήθηκε να δώσει δείγμα γραφής για σκοπούς σύγκρισης. Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο αναφέρει ότι «η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων αναδεικνύεται εναργώς από τις ανώτατες προβλεπόμενες ποινές» σημειώνοντας ταυτόχρονα πως τα αδικήματα που αφορούν ναρκωτικά «κατατάσσονται ως σοβαρά δοσμένων και των ευρύτερων κοινωνικών και άλλων συνεπόμενων που επιφέρουν στον κοινωνικό ιστό. Αυτή η σοβαρότητα, με την πολύ μεγάλη, δυστυχώς, συχνότητα διάπραξης τους, σε συνδυασμό και με την κοινωνική απαξία που τα χαρακτηρίζει, καλούν στην επιβολή αποτρεπτικών ποινών».
Για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων την άμεση ομολογία και παραδοχή του κατηγορουμένου προς την Αστυνομία και την συνεργασία του με τις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές, την άμεση παραδοχή του στο Δικαστήριο, τις οικογενειακές και προσωπικές του περιστάσεις, τις επιπτώσεις της καταδίκης και ποινής του κατηγορουμένου στον ίδιον και στην οικογένεια του, το χαμηλό του μορφωτικό επίπεδο, την ηλικία του, την έμπρακτη μεταμέλεια και απολογία του και την εξάρτηση του από τα ναρκωτικά. Στην απόφαση του το Δικαστήριο αναφέρει πως «δεν παραβλέπουμε ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν ο ιθύνων νους πίσω από τα αδικήματα που τέλεσε και πως εκτελούσε χρέη μεταφορέα των ναρκωτικών τα οποία δεν ανήκαν σε αυτόν αλλά σε τρίτους» που του πρόσφεραν το χρηματικό ποσό των 200 ευρώ για να μεταφέρει την κάνναβη. Αφού αναφέρεται πως «ο κατηγορούμενος εκτέλεσε τον δικό του σημαντικό, μολονότι περιορισμένο, ρόλο στη διασπορά, ή στην προσπάθεια διασποράς, των ναρκωτικών στην κοινωνία, έναντι πληρωμής», σημειώνεται ότι ο 34χρονος «έπρεπε να είχε προβληματιστεί ευθύς εξ αρχής, ζυγιάζοντας προσεκτικότερα τα δυνητικά παρεπόμενα των πράξεων του». Προστίθεται ακόμα ότι αυτή η συμπεριφορά του κατηγορουμένου, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι διέπραξε και στο παρελθόν αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά «αποτελεί κατάδειξη πως είναι άτομο με κάποια επιρρέπεια προς το συγκεκριμένο έγκλημα, δηλαδή της κατοχής ή και της προμήθειας ναρκωτικών, κάτι που περιορίζει κάπως τα περιθώρια για επιείκεια». Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 10 ετών στην κατηγορία της παράνομης κατοχής κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, ενός έτους στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας και της επίθεσης με σκοπό τη ματαίωση νόμιμης σύλληψης και κράτησης, ενάμιση έτους στην κατηγορίες της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και 3 μηνών στην κατηγορία της άρνησης παραχώρησης δειγμάτων γραφής.