Πενήντα τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον βομβαρδισμό της ακταιωρού “Φαέθων” στον Όρμο του Ξερού.
Οι ακταιωροί “Φαέθων” και “Αρίων” δόθηκαν ως δωρεά από τον Αναστάσιο Λεβέντη στην Κύπρο, για να μπορούν να προασπίσουν τα βόρεια παράλια της Κύπρου από τις τουρκικές πράξεις ή τις παράνομες αποβάσεις. Τα πλοία έφτασαν στην Κύπρο χωρίς σημαία και λίγο αργότερα ύψωσαν τη σημαία της Κύπρου. Οι δύο ακταιωροί αποτελούσαν τη μοναδική ναυτική δύναμη της Κύπρου, ωστόσο λόγω της παλαιότητας της κατασκευής τους είχαν αρκετές ζημιές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αφιέρωμα: H συγκλονιστική μαρτυρία του καπετάνιου της ακταιωρού Φαέθων
Η ακταιωρός “Φαέθων” βομβαρδίστηκε στις 8 Αυγούστου 1964 κατά τη διάρκεια εχθροπραξιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Τουρκικά αεροπλάνα βομβάρδισαν από αέρος την ακταιωρό, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους επτά επιβαίνοντες της και δεκάδες να τραυματιστούν.
Η Αποστολή
Οι Τουρκοκύπριοι είχαν τοποθετήσει ένα φυλάκιο στο ύψωμα “Λωρόβουνος” και δημιουργώντας ένα προγεφύρωμα, είχαν αποκόψει την ελεύθερη επικοινωνία. Στη συνέχεια άρχισαν να επεκτείνουν το προγεφύρωμα με σκοπό να δημιουργήσουν ένα καντόνιο που θα λειτουργούσε σαν χώρος αποβίβασης ή απόβασης Τούρκων στρατιωτικών.
Σουηδικές δυνάμεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών προέτρεψαν τους Τουρκοκύπριους να μετακινήσουν το ύψωμα που δημιούργησαν, ωστόσο αρνήθηκαν και τότε ο Διοικητής της Εθνικής Φρουράς κλήθηκε να στείλει στρατεύματα στην περιοχή, προκειμένου να αποτρέψουν τους Τουρκοκύπριους για περαιτέρω ενέργειες.
Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στις εχθροπραξίες που σημειώθηκαν στις 7 Αυγούστου 1964 στην περιοχή Μανσούρας – Κοκκίνων. Τα περιπολικά “Φαέθων” και “Αρίων” έλαβαν μέρος στις εχθροπραξίες και τους δόθηκε η εντολή να βομβαρδίσουν από τη θάλασσα τις οχυρωμένες θέσεις των Τουρκοκυπρίων.
Η μάχη
Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα. Το περιπολικό “Αρίων” συνέχισε να βομβαρδίζει τα οχυρώματα των Τουρκοκυπρίων στον κόλπο της Χρυσοχούς, ενώ το περιπολικό “Φαέθων” παρέμεινε στην περιοχή Μανσούρας – Κοκκίνων, καθώς υπέστη βλάβη σε μία κύρια μηχανή.
Την ίδια μέρα, στις 8 Αυγούστου 1964, Τουρκικές αεροπορικές δυνάμεις έκαναν την εμφάνισή τους σε όλη την περιοχή της Τηλλυρίας. Το περιπολικό “Φαέθων” σαλπάρει και κινούμενο με ταχύτητα 7-8 κόμβων, ελίσσεται κοντά και ενδιάμεσα Αμερικάνικων εμπορικών πλοίων που βρίσκονταν στην περιοχή για να φορτώσουν μεταλλεύματα αμυνόμενο των Τουρκικών F100 με τον προβληματικό οπλισμό του.
Τα Τουρκικά αεροπλάνα άρχισαν τους βομβαρδισμούς από αέρος γεγονός που εξελίχθηκε σε μάχη. Ο τότε κυβερνήτης Δημήτρης Μητσάτσος ανέφερε ότι “έκανε ελιγμούς ανάμεσα σε αμερικανικά πλοία φορτηγά που ήταν εκεί για να φορτώσουν μετάλλευμα, με την σκέψη ότι οι Τούρκοι δεν θα έκαναν επίθεση εάν έβλεπαν τις αμερικανικές σημαίες”. Όμως σύμφωνα με τον ίδιο οι επιθέσεις “‘ήταν αγριότατες”.
Ο κ. Μητσάτσος αναφέρει επίσης ότι κατάφεραν να ρίξουν ένα τούρκικο αεροπλάνο και να χτυπήσουν ακόμη ένα, αλλά φαινόταν ότι οι τουρκικές δυνάμεις ήταν πιο ισχυρές.
“Άρχισαν να σκοτώνονται άνθρωποι. Στην προσπάθειά μου να σώσω το υπόλοιπο πλήρωμα, σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να το κάτσω πάνω στην άμμο. Εκεί υπήρχε μια προβλήτα, όπου πουλούσαν το μετάλλευμα στα καράβια που περίμεναν να φορτώσουν. Την ώρα που έδινα τη διαταγή να στρίψουμε, το καράβι δεν έστριβε. Κοίταξα στην τιμονιέρα και είδα ότι ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί. Πήρα το πηδάλιο και μετά ήρθε δίπλα μου ο Ύπαρχος, ο νοσοκόμος και κάποιοι άλλοι. Ένα αεροπλάνο, που ερχόταν πολύ κοντά με το νερό και δεν το είδε κανείς, έριξε μία ριπή στη γέφυρα και σκοτώθηκαν ο Ύπαρχος, ο νοσοκόμος και ένας Κύπριος που ήταν μαζί μας, τραυματίστηκε κάποιος άλλος και πέρασαν οι σφαίρες μέσα από το χέρι μου. Οπότε, στην έξαψη και με ένα χέρι, το έριξα στην παραλία και διέταξα εγκατάλειψη πλοίου. Οι άνθρωποι πήδηξαν στο νερό για να κολυμπήσουν κάτω από την προβλήτα, αλλά τα αεροπλάνα συνέχισαν τις επιθέσεις και στους ναυαγούς στη θάλασσα. Τελικά βγήκαμε έξω. Είπα στο πλήρωμα να βρουν αυτοκίνητο να μας πάνε σε νοσοκομείο. Πήγαμε. Οι Τούρκοι έκαψαν το καράβι με βόμβες ναπάλμ, όπως και πολλούς ανθρώπους στις παραλίες εκεί στο καραβοστάσι “Ξερός”.
Ο πυροσβέστης Ανδρέας Κοκκινίδης περιγράφει τα όσα είδε όταν πλησίασε την ακταιωρό:
“Φωτιές και πυκνοί μαύροι καπνοί έβγαιναν από το σκάφος που παρουσίαζε μία τραγική εικόνα από τους βομβαρδισμούς. Είχε καταντήσει μία άμορφη μάζα από σίδερα. Πρόσεξα πως κάποια μέλη κείτονταν νεκρά. Μερικά από αυτά ήταν καμένα και παραμορφωμένα από τις εκρήξεις και της βόμβες Ναπάλμ. Τραυματίες δεν βρήκαμε, αλλά έμαθα πως μεταφέρθηκαν όλοι στο νοσοκομείο της Πεντάγυιας”.
Στο νοσοκομείο, γενικός χειρούργος ήταν ο Δρ. Δημητριάδης Ανδρέας, ο οποίος χειρούργησε και τους 13 τραυματίες της ακταιωρού.
“Ο πρώτος που χειρούργησα ήταν ο Πλοίαρχος Μητσάτσος. Ήταν ο βαρύτερα τραυματισμένος. Οι μύες του ήταν πολτοποιημένοι, το οστό κομματιασμένο, το χέρι κάτασπρο χωρίς σφυγμό. Το δίλημμά μου ήταν μεγάλο. Έπρεπε ή να ακρωτηριάσω τον βραχίονα ή να αποκαταστήσω το πολτοποιημένο περιβάλλον. Προτίμησα το δεύτερο. Ενώ χειρουργούσα τον δεύτερο τραυματία, ένας δυνατός κρότος τράνταξε ολόκληρο το χειρουργείο. Ένα τουρκικό αεροπλάνο που πετούσε πολύ κοντά στο νοσοκομείο, είχε καταρριφθεί από τα αντιαεροποροικά πυρά της Εθνικής Φρουράς. Στον πόλεμο δεν υπάρχει ασφαλές καταφύγιο πουθενά. […] Εκείνη τη βουβή νύχτα τα τουρκικά πλοία πηγαινοέρχονταν κοντά στην ακτή. Δέκα χρόνια αργότερα, η περιοχή καταλήφθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα”.
Στη μάχη έχασαν τη ζωή τους συνολικά επτά άνθρωποι:
- Σημαιοφόρος Παναγιώτης Χρυσούλλης εξ Αθηνών
- Υποκελευστής Σπυρίδων Αγάθος εκ Σαλαμίνος
- Υποκελευστής Νικόλαος Πανάγος εκ Πειραιώς
- Ναύτης Παναγιώτης Θεοδωράτος εκ Κεφαλληνίας
- Ναύτης Νικόλαος Νιάφας εκ Λαμίας
- Ναύτης Νικόλαος Καπαλούκας εκ Σκοπέλου
- Εθελοντής Άντης Φιλήτας εκ Μόρφου
Εκταφή των οστών 53 χρόνια μετά
Πενήντα τρία χρόνια μετά την ταφή των επτά παλληκαριών, κατά τη διάρκεια εκταφής στο κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης, διαπιστώθηκε ότι είχε γίνει ένα ένα τρομερό λάθος κατά την ταυτοποίηση των οστών των πεσόντων από την Ελλάδα. Τα οστά που είχαν επαναπατριστεί στην Ελλάδα, δεν ήταν τελικά των Ελλήνων πεσόντων, αφού το DNA των συγγενών τους, ταυτοποιήθηκε με άλλα οστά που βρέθηκαν στο κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης.
Σε συνέντευξη Τύπου, ο Επίτροπος Προεδρίας για ανθρωπιστικά θέματα Φώτης Φωτίου ανέφερε:
“Λανθασμένα οστά έχουν δοθεί στους συγγενείς εδώ και χρόνια και αντιλαμβάνεστε ότι το δράμα των συγγενών συνεχίζεται εδώ και 53 χρόνια γιατί η υπόθεση αυτή δεν αφορά θέματα που έχουν να κάνουν με το 1974 αλλά το 1964”.
Τα σωστά οστά των Ελλήνων πεσόντων επαναπατρίστηκαν τελικά τον Ιανουάριο του 2018, 53 ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό τους.