18 Αυγούστου 1974. Τα ΗΕ παρεμβαίνουν μεταξύ των δύο πλευρών που έχουν άτυπα δημιουργήσει τις δικές τους γραμμές. Γίνονται οι πρώτες παραδόσεις Ε/κ αιχμαλώτων. Το δράμα όμως των λιγοστών κατοίκων μέσα στο Βαρωσι δεν έχει ακόμα τελειώσει.
Φάνος Χριστοφόρου
Ο κληρωτός στρατιώτης του 201 ΤΠ, Φάνος Χριστοφόρου που ήταν στην γραμμή Δερυνειας – Αμμοχώστου θυμάται ότι μετά την άφιξη της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, ίσως στις 18 Αυγούστου ή τις 17, ήρθε ο Σουηδός διοικητής του αποσπάσματος και είπε στον Λοχαγό Κάτσιο ότι οι Τούρκοι είχαν πιάσει αιχμαλώτους και ήθελαν να τους παραδώσουν. Ο Κάτσιος έστειλε τον Χριστοφόρου να τους παραλάβει.
Μ’ ένα παλιό λαντ ρόβερ και χωρίς οπλισμό μετέβη στο τουρκικό φυλάκιο, εκεί που βρίσκεται και σήμερα. «Θυμάμαι ότι την πρώτη που παρέλαβα ήταν μια νεαρή κοπέλα, η οποία είχε τραυματισθεί στο αριστερό στήθος. Την ψάχνω ακόμα. Μετά μας έδωσαν γέρους και γυναίκες. Παιδιά δεν μας έδωσαν». Εικάζει ότι πρέπει να ήταν συλληφθέντες μέσα από την Αμμόχωστο και όχι από τις συλλήψεις που είχαν γίνει στα περβόλια της Πέρτσιενας.
Ερωτηθείς για το ποια ήταν η πιο σημαντική στιγμή στη μνήμη του απ’ όλο αυτό που έζησε, ο Φάνος Χριστοφόρου είπε ότι πέραν από τότε που νόμιζαν ότι ήρθαν τα ελληνικά αεροπλάνα και ζητωκραύγαζαν, αλλά ήταν τα τουρκικά, δεν τον συγκίνησε κάτι. «Ξέρεις γιατί; Είχα αποκτηνωθεί. Από την πρώτη στιγμή είπα ‘Φάνο πες ότι είναι παιχνίδι, να προσέχεις πάρα πολύ μην φας καμιά αδέσποτη, θα εκτελείς ό,τι έχεις εκπαιδευτεί και ό,τι σου λένε οι ανώτεροι σου για να γλυτώσεις’. Το είδα σαν παιχνίδι, σαν μαγκιά, δεν μου έμειναν αυτά».
“Οι δυο νεαροί Τ/κ είχαν αγκαλιαστεί και έκλαιγαν και ο πιο μεγάλος έσκυψε και μου φιλούσε τ’ άρβυλα για να τους σώσω”
Η σκηνή όμως που δεν μπορεί να ξεχάσει, όπως είπε, είναι εκείνη με τους τρεις Τ/κ αιχμάλωτους στο θύλακα του Σακάρια. Ήταν δύο νεαροί και ένας πιο μεγάλος σε ηλικία άνδρας. Όταν εμφανίστηκε μπροστά τους ο Έλληνας ανθυπασπιστής Β… και ήθελε να τους πάρει αυτός, οι τρεις Τ/κ κατάλαβαν πως θα τους σκότωνε. Ο Χριστοφόρου εμπόδιζε με το σώμα του τον ανθυπασπιστή λέγοντας ότι έχει διαταγή να τους παραδώσει στον διοικητή του. Οι δυο νεαροί Τ/κ είχαν αγκαλιαστεί και έκλαιγαν και ο πιο μεγάλος έσκυψε και του φιλούσε τ’ άρβυλα για να τους σώσει λέγοντας ότι γνωρίζει τον αδερφό ενός Κύπριου αξιωματικού. «Ο απόλυτος εξευτελισμός του ανθρώπου Δεν πρόκειται αυτό να το ξεχάσω. Γι’ αυτό δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα πιαστώ αιχμάλωτος και οι άλλοι από πάνω μου θα τσακώνονται ποιος θα με σκοτώσει».
Ο Φάνος Χριστοφόρου αισθάνεται επίσης έντονα όταν ακούει ότι αν έμεναν κάποιες μονάδες ή τάγματα θα σωζόταν η πόλη. «Δεν υπήρχε ούτε ένα στο δισεκατομμύριο ν’ αντιμετωπίσουμε τους Τούρκους. Δεν είχαμε κατ’ ουσία οπλισμό για να τους αντιμετωπίσουμε. Παρ’ ότι είμαι ο πιο προδομένος, με άφησε ο διοικητής μου για να υποχωρήσει αυτός, παρ’ όλα αυτά αναγνωρίζω ότι η διαταγή της υποχώρησης ήταν σωστή. Θα σφάγιαζαν τουλάχιστον 400 δικά μας παιδιά σαν τ’ αρνιά. Δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσουμε».
Μ’ ένα μαρτίνι τί να ρίξει, απορεί. Θεωρεί πως όποιος πολέμησε στο Βαρώσι, κράτησε όπλο και είδε τους Τούρκους ξέρει ποιες ήταν οι δυνατότητες. «Τι να κάνεις με μολότοφ; Να ρίξεις μολότοφ στο άρμα; Τα αεροπλάνα πετούσαν και μυδριοβολούσαν πιο γρήγορα από τα αντιεροπορικά Μπράουνι και κάτι υδρόψυκτα που είχαμε εμείς. Εμείς δεν ξέραμε καν τι είναι πύραυλος».
Ο Φάνος Χριστοφόρου απολύθηκε έναν χρόνο μετά, το καλοκαίρι του 1975. Πήγε για σπουδές στην Ελλάδα, όπου και ζει έκτοτε.
Μιχάλης Μιχαήλ
Την Κυριακή, 18 Αυγούστου η οικογένεια Μιχαήλ εξακολουθεί να βρίσκεται στο σπίτι της, στην περιοχή Αγίας Ζώνης στο Βαρώσι. Ο πατέρας, Σίμος με τον γιο του, Μιχάλη έκαναν βόλτα για να δουν την κατάσταση στο Βαρώσι. Είχαν δει και νεκρούς.
Την Δευτέρα, 19 Αυγούστου 1974, ο πατέρας Σίμος αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγουν και είπε στη σύζυγό του να μαζέψει τα ρούχα τους και ό,τι άλλο μπορούσαν να πάρουν με το αυτοκίνητο. Θα έφευγαν από ένα χωματόδρομο που ήξερε ο πατέρας του, μέσω των περβολιών της Πέρτσιενας. Ξεκίνησαν το απόγευμα να φύγουν σιγά σιγά.
Όταν πλησίασαν στα περβόλια της Πέρτσιενας, πετάχτηκαν 3-4 ένοπλοι Τούρκοι στρατιώτες. Τους κατέβασαν από το αυτοκίνητο και έχοντας τα όπλα προταγμένα πάνω τους ερεύνησαν πρώτα τον πατέρα του, μετά την μητέρα του και ύστερα το αυτοκίνητο. Όχι τα παιδιά. Μιλούσαν μεταξύ τους τούρκικα οι στρατιώτες και μετά από λίγο «έστρεψαν τα όπλα πάνω μας και όπλισαν. Εκείνη τη στιγμή όμως ακούσαμε μια φωνή από το βάθος των περβολιών που κάτι είπε στα τούρκικα. Ήρθε ένας Τούρκος αξιωματικός με ένα αστέρι κι άρχισε να τους χαστουκίζει και να τους μιλά στα τούρκικα. Ο πατέρας μου ψιθύρισε της μητέρας μου – γνώριζε λίγα τουρκικά – ότι ήταν να μας παίξουν και θύμωνέν τους γιατί ήμασταν μικροί εμείς».
Ο Τούρκος αξιωματικός με σπαστά ελληνικά γύρισε προς τον πατέρα του και του είπε να μην φοβούνται. «Του είπε ‘θα σε πάρουμε να δώσεις κατάθεση και να μας πεις πού θέλεις να πάει η οικογένειά σου, προς την Δερύνεια ή σπίτι σας και να σε φέρουμε και σένα και να φύγετε μαζί;’». Ο πατέρας του με την μητέρα του αποφάσισαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους στο Βαρώσι και να τον περιμένουν εκεί μέχρι να δώσει κατάθεση στους Τούρκους. Ο Μιχάλης Μιχαήλ θυμάται ότι ο πατέρας του δεν φορούσε στρατιωτικά και ούτε είχε κάνει στρατό γιατί είχε γεννηθεί το 1937 και στρατό με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας έκαναν όσοι είχαν γεννηθεί το 1940 και μετά. “Αυτοί που τους σταμάτησαν στην Πέρτσιενα και συνέλαβαν τον πατέρα του δεν ήταν άτακτοι, ήταν Τούρκοι ένστολοι, με στρατιωτικά”.
Το αυτοκίνητο της οικογένειας στην επιστροφή προς το σπίτι τους στην οδό Εδέσσης, το οδηγούσε ένας από τους Τούρκους στρατιώτες και ο πατέρας του ήταν σε στρατιωτικό τζιπ. Όταν έφτασαν στο σπίτι, η οικογένεια κατέβηκε και ο Τούρκος αξιωματικός για ακόμη μια φορά διαβεβαίωσε την μητέρα του Μιχάλη ότι θα έπαιρναν τον άντρα της για κατάθεση και θα τον έφεραν πίσω. Οι Τούρκοι πήραν όμως και το αυτοκίνητο της οικογένειας με τις βαλίτσες φορτωμένο. Στην έρευνα που είχε προηγηθεί οι Τούρκοι εντόπισαν τα χρυσαφικά που είχαν.
Ο πατέρας του με τα χέρια δεμένα κατέβηκε κι αυτός από το τζιπ. Όλη η οικογένεια στάθηκε μαζί για τελευταία φορά στην βεράντα του σπιτιού και ο Σίμος γύρισε προς την σύζυγό του Γιωργούλλα λέγοντάς της: «Πρόσεχε τα μωρά μας». Ήταν η τελευταία του κουβέντα. Χαιρέτησε και τα παιδιά του. «Ένιωσα κάτι εκείνη την ώρα. Σαν να ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Εκείνες οι στιγμές στιγματίζουν σε και μένουν σου. Δεν φεύγουν». Ένιωσε ότι θα μπορούσαν να του κάνουν κακό του πατέρα του οι Τούρκοι και εκ των υστέρων θεωρεί πως είναι τυχεροί που δεν τον σκότωσαν μπροστά τους.
Κάποια στιγμή μετά που πήραν τον πατέρα του από το σπίτι άκουσαν ριπές. Άκουγαν όμως σποραδικά ριπές και δεν ήξεραν από πού ήταν.
Την επόμενη ημέρα, 20 Αυγούστου, Τρίτη κάποιος Άγγλος που δούλευε στις Βάσεις κι διέμενε στην γειτονιά, όταν είδε τα παιδιά να παίζουν με τα ποδήλατα μπροστά από το σπίτι, πήγε στην μητέρα του και την ρώτησε τί κάνουν εκεί. Αυτή του απάντησε ότι περίμενε τον άντρα της που τον πήραν οι Τούρκοι για κατάθεση την προηγούμενη ημέρα και τότε αυτός της εξήγησε ότι κινδυνεύουν να τους σκοτώσουν οι Τούρκοι και πρέπει να φύγουν. Τους είπε ότι θα ειδοποιούσε ο ίδιος τα ΗΕ και τον Ερυθρό Σταυρό για να τους καταγράψουν και να τους πάρουν από εκεί.
«Την ίδια ημέρα ή την επομένη, δεν θυμάμαι ακριβώς, ήρθαν τα ΗΕ μας κατέγραψαν και μας έδωσαν και φαΐ. Η μάνα μου τους είπε ότι δεν θέλουμε φαΐ αλλά να της φέρουν πίσω τον άντρα της και να φύγουμε».
Την επόμενη ή την άλλη ημέρα, ο Μιχάλης Μιχαήλ θυμάται ότι ήταν 2-3 μέρες μετά την σύλληψη του πατέρα του, πήγε στο σπίτι τους όχημα των ΗΕ και τους είπαν ότι έπρεπε να προσποιηθούν ότι είναι τραυματίες. Τους σκέπασαν μέσα στο όχημα για να πουν στους Τούρκους αν τους σταματούσαν ότι είναι τραυματίες. Όπως και έγινε. Πήραν μαζί τους μόνο μια τσάντα που είχε το κλειδί του σπιτιού, τα πιστοποιητικά γέννησης των παιδιών, ταυτότητες και λίγα ρούχα.
Η οικογένεια Μιχαήλ έμεινε τουλάχιστον 5 μέρες στο Βαρώσι. Ο Μιχάλης Μιχαήλ θυμάται ότι την νύχτα της σύλληψης του πατέρα του (19/8) ή το επόμενο βράδυ, 3 μεσήλικες γυναίκες πήγαν στο σπίτι τους και φώναζαν βοήθεια και αν υπάρχει κάποιος, καθώς άκουγαν τις λεηλασίες και τις πόρτες των σπιτιών που έσπασαν, τις ριπές των όπλων. Η μητέρα του τις κάλεσε και τις έβαλε στα βοηθητικά δωμάτια όπου έμεναν ο παππούς και η γιαγιά, οι γονείς της μητέρας του. Ο παππούς, Χαράλαμπος και η γιαγιά, Χριστίνα είχαν μείνει στο σπίτι από την αρχή της Β φάσης κι έφυγαν κι αυτοί με τη βοήθεια των ΗΕ, λίγες μέρες μετά από την κόρη και τα εγγόνια τους. Ο παππούς και η γιαγιά τους είπαν πολύ αργότερα ότι τη νύχτα αμέσως μετά που τα ΗΕ φυγάδευσαν την μητέρα και τα παιδιά, πήγαν Τούρκοι στρατιώτες στο σπίτι και τους αναζητούσαν. Δεν πείραξαν όμως τον παππού και την γιαγιά, που επίσης είχαν καταγραφεί από τα ΗΕ.
Απ’ ό,τι η μητέρα του τού είπε αργότερα, εκείνες τις ημέρες που έμειναν στο Βαρώσι, ο Μιχάλης έπαιζε με το ποδήλατό του. «Ξέραμε ότι είχε πόλεμο, αλλά παίζαμε με τα παιχνίδια μας».
Ακούσανε κάποιες μαρτυρίες πως δήθεν ο πατέρας του έζησε και θεάθηκε να δουλεύει στο λιμάνι της Αμμοχώστου και μετά τη σύλληψή του, όμως δεν ήταν αξιόπιστες. «Ο πατέρας μου είναι στον κατάλογο των 1819 αγνοουμένων. Είναι μια καθαρή περίπτωση αγνοούμενου, η σύλληψή του, ενός άοπλου πολίτη, έγινε μπροστά μας, μπροστά στα μάτια μας. Δεν ήταν άτακτος στρατός. Τη δική μας περίπτωση ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία. Κατέλαβαν την πόλη και συγκροτημένες ομάδες στρατιωτών ερευνούσαν την περιοχή για τυχόν στρατιώτες. Έδωκαν πάνω σε πολίτες και το συνέλαβαν και από τότε αγνοείται».
Ο Μιχάλης Μιχαήλ διερωτάται: «Δεν είχαν υποχρέωση οι Τούρκοι να σεβαστούν διεθνείς συμβάσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα και έναν άμαχο τον οποίο βρήκαν με την οικογένειά του; Προσπάθησα να το καταγγείλω. Είμαι αυτόπτης μάρτυρας. Αλλά δυστυχώς για να το κάνω πρέπει να βρεθεί ο πατέρας μου ή τα οστά του. Πώς να γίνει αυτό; Ήταν μόνος του, τον επιάσαν μόνο του. Δεν ξέρουμε πού μπορεί να τον σκότωσαν. Δεν ήταν σε μάχες στρατιώτης και μπορεί να είναι σε κάποιο ομαδικό τάφο».
Η οικογένεια Μιχαήλ διαμένει στη Λεμεσό. Ο Μιχάλης Μιχαήλ έχει δύο γιους και μιλά σε αυτούς για τον παππού τους αλλά «και για την τραγωδία που περάσαμε σαν Κύπρος, την προδοσία και το τίμημα που στο τέλος πλήρωσε ο αθώος κόσμος που δεν φταίει σε τίποτε».. Η μητέρα του μένει με την αδερφή του στο Ζακάκι. «Η αλήθεια είναι ότι μετά το 1974 δεν ενδιαφέρθηκε κανείς αν ζούμε ή πεθάναμε, ούτε και πώς περνούσαμε. Η μητέρα μου ταλαιπωρήθηκε, βασανίστηκε να μεγαλώσει δυο παιδιά μόνη της». Εξιστορεί την ζωή με πατέρα αγνοούμενο. Ωρίμασε, μεγάλωσε απότομα, δεν έζησε παιδική ηλικία. «Ήμουν 11 χρονών και νόμιζα ότι ήμουν 18 – 20. Έπρεπε να φύγει η παιδκότητα, να στηρίξουμε την οικογένειά μας. Εργαζόμουν από πολύ μικρός».
«Θέλουμε οπωσδήποτε να βρούμε τον άνθρωπό μας, τον γονιό μας γιατί νιώθουμε ακόμα έντονα την πικρία και την αδικία. Νιώθουμε ότι θυσιάστηκε αδίκως». Και η μητέρα του ακόμη περιμένει τα οστά του συζύγου της, με τον οποίο έζησε μόνο 14 χρόνια. Εδώ και λίγα χρόνια κάθε 14 Αυγούστου κάνει ένα μικρό μνημόσυνο. Κι αναμένει….”
Πεσόντες και αγνοούμενοι
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΕΑ, στα περβόλια της Πέρτσιενας έγιναν περίπου 500 συλλήψεις. Εκτός από τα στοιχεία της ΔΕΑ για τους δολοφονηθέντες εκεί, υπάρχει και ο κατάλογος των «πεσόντων που τάφηκαν σε γνωστούς κι άγνωστους χώρους στις κατεχόμενες περιοχές».
Σε αυτόν περιλαμβάνονται δεκάδες υποθέσεις που αφορούν κατοίκους της Αμμοχώστου. Ο ακριβής αριθμός των δολοφονηθέντων δεν μπορεί να υπολογισθεί. Τάφους εντός της Αμμοχώστου είχαν κάνει και τα ΗΕ για να θάψουν Ε/κ αλλά και Τ/κ που δεν είχαν ταφεί.
Εκτελέσεις στα περβόλια της Πέρτσιενας έγιναν, σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΑ, και στις 21 Αυγούστου 1974.