Τη σύσταση και λειτουργία της Ακαδημίας της, ανακοίνωσε επίσημα την Τρίτη η Νομική Υπηρεσία (ΝΥ), με ένα εναρκτήριο συνέδριο με θέμα «Το Δημόσιο Συμφέρον στην Κυπριακή Έννομη Τάξη».
Μέσα από τις ομιλίες τους, οι Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, έστειλαν το μήνυμα ότι δεν είναι δυνατό να συζητούνται δημόσια παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη και που δυνατόν η δημοσιοποίησή τους να επιφέρει ζημιά στη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, στα δικαιώματα άλλων προσώπων ή στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον, αλλά και ότι η ΝΥ δεν θα παραμείνει απαθής όταν η ακεραιότητα και η ανεξαρτησία της δέχονται «ανήθικες επιθέσεις».
Στην έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία, παρέστη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, ο οποίος και προλόγισε το συνέδριο, στην παρουσία Υπουργών και Υφυπουργών, Επιτρόπων, Βουλευτών, Γενικών Διευθυντών Υπουργείων, Δικαστών, του Αρχηγού της Αστυνομίας και εκπροσώπων πολιτικών κομμάτων, του επιχειρηματικού κόσμου, των κυπριακών πανεπιστημίων, νομικών και λειτουργών της ΝΥ.
Η Δρ Δέσποινα Κυπριανού, Υπεύθυνη της Ακαδημίας της Νομικής Υπηρεσίας, ανέφερε στην εξαγγελία της Ίδρυσης της Ακαδημίας ότι η σημερινή εκδήλωση «αποτελεί ορόσημο» για τη ΝΥ, αφού ανακοινώνεται και επίσημα η σύσταση και λειτουργία της Ακαδημίας. «Ένα μεγαλόπνοο και καινοτόμο έργο που φιλοδοξεί αφενός να συμβάλει ουσιαστικά στην ποιοτική βελτίωση της υπηρεσίας μας και να προσφέρει επιπρόσθετη αξία στο έργο που ήδη παράγεται, και αφετέρου να αποτελέσει ένα περαιτέρω βήμα στην πορεία εκσυγχρονισμού όλων των πυλώνων της δικαιοσύνης στον τόπο μας», είπε.
Ανέφερε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποφάσισαν στο τέλος του περασμένου έτους, τη σύσταση της Ακαδημίας της ΝΥ, ως ξεχωριστού Τομέα της Υπηρεσίας, αφουγκραζόμενοι το διαχρονικό αίτημα για διαρκή και συστηματική εκπαίδευση των λειτουργών της, την ανάγκη εκπαίδευσης, ιδιαίτερα αναφορικά με συγκεκριμένα εξειδικευμένα θέματα, αλλά και της διάχυσης της γνώσης από πλευράς ΝΥ προς τα έξω, προς ανταπόκριση σε αιτήματα άλλων λειτουργών του δημοσίου, και κοινωνικών εταίρων για θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της υπηρεσίας και του ρόλου που αυτή επιτελεί.
Παρουσιάζοντας τους στόχους, πυλώνες και πλάνο δράσης της Ακαδημίας, είπε ότι η λειτουργία της Ακαδημίας αποσκοπεί στην ανάπτυξη και προώθηση προγραμμάτων βασικής εκπαίδευσης νεοεισερχομένων λειτουργών, στη διά βίου εκπαίδευση των λειτουργών σε εξειδικευμένα νομικά και άλλα ζητήματα, στην ανάπτυξη και ενίσχυση της δέουσας επαγγελματικής κουλτούρας και την εμπέδωση κανόνων δεοντολογίας, και στην επιμόρφωση λειτουργών του Δημοσίου και άλλων φορέων σε θέματα αρμοδιότητας της Νομικής Υπηρεσίας.
Οι εκπαιδευτές της Ακαδημίας θα προέρχονται από την ίδια τη ΝΥ, όπως Ανώτεροι Λειτουργοί με εμπειρία ή/και εξειδικευμένες γνώσεις, από ακαδημαϊκά ιδρύματα της Κύπρου και του εξωτερικού και από ευρωπαϊκές υπηρεσίες ή οργανισμούς, είπε.
Στην ομιλία του, με τίτλο, «Το δημόσιο συμφέρον στην κυπριακή έννομη τάξη», ο Γενικός Εισαγγελέας (ΓΕ), Γιώργος Σαββίδης, ανέφερε ότι, αναγνωρίζοντας τη σημασία της διά βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης των νομικών λειτουργών, τόσο επί νομικών όσο και άλλων ζητημάτων, η σύσταση ενός θεσμοθετημένου σώματος εντός της ΝΥ που θα αναλάμβανε αυτό το έργο ήταν ανάμεσα στις προτεραιότητες του ιδίου αλλά και του Βοηθού ΓΕ που καθόρισαν με την ανάληψη των καθηκόντων τους.
«Η νεοσύστατη Ακαδημία, μαζί με σειρά άλλων μεταρρυθμίσεων, αποτυπώνουν το όραμά μας, που σταδιακά παίρνει σάρκα και οστά, και που δεν είναι άλλο από τον εκσυγχρονισμό και τη συνεχή αναβάθμιση του κύρους και της αξιοπιστίας του θεσμού που εγώ και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υπηρετούμε, προς όφελος της αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης και της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, υπό το φως της αρχής της νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου», είπε.
Έκανε επίσης έναν απολογισμό, από τον Ιούλιο 2020, που ανέλαβε ο ίδιος και ο Βοηθός ΓΕ, τα ηνία της ΝΥ. Σημείωσε ότι αναδιάρθρωσαν τη δομή της ΝΥ, τροχοδρόμησαν τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Υπηρεσίας, αντλώντας ποσό ύψους €1.500.000 περίπου από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Κύπρου για την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης υποθέσεων φακέλων και εγγράφων. Ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ενίσχυσαν τη στελέχωση των νομικών λειτουργών με τη συνεχή πλήρωση όλων των βαθμίδων κενών θέσεων, σχεδίασαν την ανέγερση νέων κτιριακών εγκαταστάσεων και προώθησαν το νομοσχέδιο για την αυτονόμηση της ΝΥ, το οποίο εξετάζεται τώρα στη Βουλή.
Ο κ. Σαββίδης είπε, μεταξύ άλλων, ότι όσον αφορά στο ποινικό δίκαιο, το Σύνταγμα στο Άρθρο 113 δίδει στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας «την εξουσία κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα.» Σημείωσε ακόμη, ότι είναι επίσης «παγίως νομολογημένο» ότι η εξουσία του ΓΕ για άσκηση, συνέχιση ή διακοπή/αναστολή ποινικής δίωξης δεν ελέγχεται ούτε από τη δικαστική, ούτε από την εκτελεστική, αλλά ούτε και από τη νομοθετική εξουσία. Ανέφερε ότι στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην Προσφυγή 4/2021 Γενικός Εισαγγελέας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, «επιβεβαιώθηκε όλη η προηγούμενη περί τούτου νομολογία και τονίστηκε ο βαρυσήμαντος ρόλος του θεσμού στο κυπριακό δικαιικό σύστημα».
Παρά ταύτα, πρόσθεσε, «όπως διαπιστώνεται» και σε πρόσφατες Εκθέσεις Συμμόρφωσης με τις Συστάσεις της Επιτροπής GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι λόγοι για τους οποίους μία ποινική δίωξη δεν προωθείται από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, καταγράφονται πλέον στον φάκελο της υπόθεσης ή σε περίπτωση αναστολής ποινικής δίωξης αναφέρονται στο Δικαστήριο, «γεγονός που ικανοποιεί πλήρως τη σχετική περί τούτου σύσταση της εν λόγω Επιτροπής». «Αυτό βεβαίως δεν ισοδυναμεί, ούτε και πρέπει να ερμηνευθεί ότι ισοδυναμεί με τη δημοσιοποίηση των λόγων που οδήγησαν στην απόφαση», ανέφερε.
Ο κ. Σαββίδης είπε ακόμη ότι «δεν είναι δυνατό να συζητούνται δημόσια παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη και που δυνατόν η δημοσιοποίησή τους να επιφέρει ζημιά στη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, στα δικαιώματα άλλων προσώπων ή στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Γενικός Εισαγγελέας, ανέφερε ότι το δημόσιο συμφέρον δεν είναι πανάκεια και η επίκλησή του «πρέπει να είναι άμεση, σαφής και διάφανη», ενώ κατά την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να εφαρμόζεται και η αρχή της αναλογικότητας, με επαρκή και σαφή αιτιολογία στην στάθμιση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου συμφέροντος.
Σημείωσε ακόμη ότι η έννοια του δημοσίου συμφέροντος καθίσταται κεντρική στην αποπεράτωση του κυβερνητικού έργου και ότι ο ρόλος του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας καθίσταται τοιουτοτρόπως κομβικός στη διαχείριση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος. «Μέσα από τον συμβουλευτικό του ρόλο, δύναται στα πλαίσια κύρια της εκτύλιξης των υποθέσεων Διοικητικού Δικαίου να ανακόψει υποθέσεις που στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος προκαλούν αθέμιτο περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων», πρόσθεσε.
Κλείνοντας, και με εμφανή συγκίνηση, ο κ. Σαββίδης, απευθυνόμενος στους λειτουργούς της ΝΥ, τους ευχαρίστησε για τον επαγγελματισμό, την εργατικότητα, την ευσυνειδησία τους καθώς και το ότι συμμερίζονται το όραμα για μια πιο ποιοτική και αποτελεσματική ΝΥ.
Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, Σάββας Αγγελίδης, στην ομιλία του, με θέμα, «Δημόσιο συμφέρον και άσκηση ποινικών διώξεων» αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στη «νέα τάξη πραγμάτων» όσον αφορά στην κριτική, ανώνυμη και μη, σημειώνοντας ότι, η κοινωνία δεν αντιλαμβάνεται τα συμφέροντα ή κίνητρα που κρύβονται πίσω από αυτούς τους ανώνυμους ή επώνυμους λογαριασμούς μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) «και δημιουργεί μία πίεση που σκοπό έχει στο τέλος της ημέρας να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς».
«Αποκορύφωμα αυτού είναι η εργαλειοποίηση αρχών που κατά τα άλλα θα έπρεπε να συμβάλουν στη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και όχι να λαϊκίζουν στη βάση λανθασμένων ή κακόπιστων ή αλλότριων κινήτρων», είπε, προσθέτοντας ότι, δικό τους μέλημα ως δημόσιοι κατήγοροι, «είναι πάντοτε να διατηρούμε το ισοζύγιο που πρέπει να υπάρχει».
Ο κ. Αγγελίδης σημείωσε, ότι, πολύ συχνά το δημόσιο συμφέρον συγχέεται με το τρέχον λαϊκό αίσθημα, σημειώνοντας ότι η έννοια του δημοσίου συμφέροντος στις ποινικές διώξεις «σαφώς» και εμπερικλείει και πτυχές που αφορούν τη δημόσια γνώμη και άποψη, αλλά περιλαμβάνει πολύ περισσότερες και σύνθετες πτυχές, οι οποίες δεν είναι όλες δεκτικές στη δημόσια έκθεση και συζήτηση. «Αντίθετα αρκετές φορές η δημόσια συζήτηση τους μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη και ενδεχομένως καταστροφική για την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης. Ενόψει, συνεπώς, του διλήμματος λαϊκό αίσθημα ή δημόσιο συμφέρον, όταν τα δύο δεν μπορούν να συγκεραστούν, ύψιστο καθήκον και υποχρέωση μας και συνάμα συνταγματική επιταγή, είναι να εξυπηρετείται το δεύτερο, «ακόμα και όταν εξεγείρεται το πρώτο, ακόμη και όταν αυτό εξυπακούει έκθεση σε κίνδυνο, άδικη κριτική και πολλές φορές δημιουργία καχυποψίας και μεμψιμοιριών», ανέφερε.
Πρόσθεσε ότι αυτά διατυπώνονται σήμερα με διάφορες μορφές, σημειώνοντας ότι, διαχρονικά ήταν η κριτική μέσω αρθρογραφίας σε εφημερίδες, επώνυμα και με κάποια τεκμηρίωση, ακολούθησε η κριτική και πάλι επώνυμα από διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης «και εν τέλει εξελίσσεται μέσω ανώνυμων λογαριασμών σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης». «Εκεί αντιλαμβάνεσαι πλέον ότι η κριτική έχει μετατραπεί σε διάδοση ψευδών ειδήσεων, ανυπόστατα γεγονότα και ισχυρισμούς και ανήθικους χαρακτηρισμούς και συμπεράσματα», είπε.
Ο κ. Αγγελίδης ανέφερε ότι, έχοντας υπόψη μία ολοκληρωμένη εικόνα για κάθε υπόθεση, αυτές οι αναρτήσεις που βλέπουν σε καθημερινή βάση πλέον, «δεν είναι το αποτέλεσμα της μη δημοσιοποίησης λόγων μίας απόφασής μας, που βασίζεται στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος σε μία υπόθεση», αλλά, πίσω από την κάθε μία κρύβεται το μικρό συμφέρον αυτού που επηρεάζεται και/ή αλλότρια κίνητρα «που μόνο ζημιά επιδιώκουν να προκαλέσουν στην κοινωνία μας». «Αυτή η νέα τάξη πραγμάτων θα πρέπει να μας προβληματίσει όλους ως κοινωνία», είπε.
Κλείνοντας, τόνισε ότι χαιρετίζουν την όποια καλόπιστη κριτική, και όποια διαφωνία σε αποφάσεις τους, αλλά δεν θα παραμείνουν απαθείς και απλοί θεατές «όταν η ακεραιότητά μας και η ανεξαρτησία μας δέχεται ανήθικες επιθέσεις, οι οποίες μοναδικό σκοπό έχουν να χαθεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα και δύναται να εκληφθούν ως μέτρα απειλής και εκφοβισμού στο να πράξουμε το καθήκον μας».
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος Δικαιοσύνης, Ντιντιέ Ρέιντερς, στο δικό του, οπτικογραφημένο μήνυμα, χαιρέτισε την απόφαση για σύσταση της Ακαδημίας, σημειώνοντας ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδίδει μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση νομικών. Σημείωσε ότι τέτοιου είδους εκπαίδευση είναι απαραίτητη, για να εξοπλίσει τους νομικούς με τις κατάλληλες δεξιότητες και γνώσεις, και για να είναι ενημερωμένοι όσον αφορά το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο και να βοηθήσει στο να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις όσον αφορά την ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης. Χαιρέτισε επίσης τις εργασίες του συνέδριου, σημειώνοντας ότι το κράτος δικαίου είναι το θεμέλιο των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και η βασική αξία της ΕΕ.
Ακολούθησαν ομιλίες από τον Καθηγητή Βασίλειο Σκουρή, τον Καθηγητή Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, και συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με συντονιστή τον Δικηγόρο Χριστόφορο Χριστοφή και συμμετέχοντες την Πρόεδρο του Τμήματος Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, Άννα Μαρκουλλή, και τους Δικηγόρους Πόλυ Πολυβίου και Ηλία Στεφάνου.