Νόμιμα αποφάνθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ήταν τα Διατάγματα που ο Υπουργός Υγείας εξέδιδε με βάση τον περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμο (καθορισμός μέτρων για παρεμπόδιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού COVID-19) και νομίμως ο Υπουργός Υγείας, κατ’ εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου, εξέδιδε τα Διατάγματα αυτά.
Όπως αναφέρει η Νομική Υπηρεσία σε ανακοίνωση της, η πολύ σημαντική αυτή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία υπήρξε ομόφωνη και εκδόθηκε στις 4 Μαρτίου 2024, αποτελεί απότοκο της εξέτασης έφεσης πολίτη σε σχέση με τη συνταγματικότητα και τη νομιμότητα του Διατάγματος (Αρ. 12) του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, το οποίο συνοπτικά, μεταξύ άλλων, προέβλεπε την απαγόρευση μαζικών και άλλων εκδηλώσεων, και την υποχρεωτική χρήση προστατευτικής μάσκας προσώπου για όλα τα πρόσωπα ηλικίας 12 ετών και άνω.
Η έφεση στρεφόταν εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε σχέση με τις κατηγορίες που ο πολίτης αντιμετώπιζε, ήτοι για μη χρήση προστατευτικής μάσκας και για τη συμμετοχή του σε εκδήλωση διαμαρτυρίας το 2021, κατά παράβαση Διατάγματος του Υπουργού Υγείας. Για τις δύο αυτές κατηγορίες ο πολίτης κρίθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο ως ένοχος και του επιβλήθηκε συνολική χρηματική ποινή προστίμου 450 ευρώ και για τα δύο αδικήματα.
Το ουσιαστικό ερώτημα, σημειώνεται, που το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει, με δεδομένο ότι υπήρξε παρέμβαση στα δικαιώματα του πολίτη για ελευθερία της έκφρασης και ελευθερία για ειρηνική συνάθροιση, ήταν κατά πόσον η παρέμβαση αυτή ήταν συνταγματικά νόμιμη, επιδίωκε θεμιτό σκοπό και ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία ως επιτρεπόμενος περιορισμός με βάση άρθρα του Συντάγματος της Δημοκρατίας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και κατά πόσον θα μπορούσε να επιτευχθεί το ίδιο ή ανάλογο αποτέλεσμα με λιγότερο αυστηρά μέτρα.
Από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα Διατάγματα που εκδόθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορονοϊού, σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις των κρατών για προστασία της ζωής και της υγείας, επέτρεπαν τον περιορισμό των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, τηρουμένης πάντα της αρχής της αναλογικότητας.
Η ανακοίνωση συνεχίζει, λέγοντας πως όπως αναφέρει το Δικαστήριο, η δυνατότητα περιορισμού των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι ελευθέρως και της ελευθερίας της έκφρασης «παρά την αδιαμφισβήτητη αξία και την ισχυρή προστασία τους, τα ίδια τα Άρθρα που κατοχυρώνουν τα ατομικά αυτά δικαιώματα, ταυτόχρονα τα σχετικοποιούν, δίδοντας τη δυνατότητα, ως άνω, να τίθενται σε περιορισμούς. Οι περιορισμοί όμως πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο και να αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία ιδιαίτερα σημαντικών αγαθών, μεταξύ των οποίων, η δημόσια υγεία».
Παρότι, σημειώνεται, ο περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπήρξε νόμιμος τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, το Ανώτατο Δικαστήριο αθώωσε τον πολίτη στην κατηγορία της συμμετοχής σε εκδήλωση διαμαρτυρίας, διότι, σύμφωνα με την απόφαση, η απαίτηση της αναλογικότητας ενέχει την υποχρέωση τα μέτρα να εφαρμόζονται κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι σειρά μέτρων επέτρεπαν, υπό όρους, δραστηριότητες προσώπων σε κλειστούς χώρους, όπως συνάθροιση πιστών σε χώρους θρησκευτικής λατρείας και λειτουργία, μεταξύ άλλων, γυμναστηρίων, κινηματογραφικών αιθουσών, κομμωτηρίων και κέντρων δερματοστιξίας, καταδείκνυε έλλειψη συνέπειας στην εφαρμογή των μέτρων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε την καταδίκη από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τη μη χρήσης της υποχρεωτικής προστατευτικής μάσκας, καθότι η μη χρήση της ήταν ανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού. Το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε στον πολίτη πρόστιμο 300 ευρώ για την κατηγορία της μη χρήσης προστατευτικής μάσκας, αφού προηγουμένως ακύρωσε τη συνολική ποινή των 450 ευρώ που είχε επιβληθεί και για τις δύο κατηγορίες από το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Επισημαίνεται ότι τα Διατάγματα αποτελούν αυτοτελείς πράξεις, η παραβίαση των οποίων συνιστά ποινικό αδίκημα.
Παράλληλα, όλα τα Διατάγματα εκδόθηκαν κατ’ επίκληση της αδήριτης ανάγκης για αντιμετώπιση της πανδημίας.
Παρότι, αναφέρεται, η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, το Σύνταγμα δεν εμποδίζει την εκχώρηση νομοθετικής εξουσίας από την Βουλή σε άλλα όργανα της Δημοκρατίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Βουλή, μέσω των τροποποιήσεων του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, εξουσιοδότησε το Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη άμεσων μέτρων για προστασία των πολιτών της Δημοκρατίας.
Τα Διατάγματα που εκδόθηκαν με βάση τον περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμο κρίθηκαν από το Δικαστήριο ότι αποτελούν πράξη εκτελεστικής φύσεως [σ.σ. «καταδεικνύουν τον κατ’ εξοχήν εκτελεστικό χαρακτήρα των μέτρων και δεν χωρούσαν ‘εις βάθος εσωτερικές συζητήσεις, ιδίως με τη συμμετοχή της Βουλής’»] και ως εκ τούτου, νόμιμα το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε την εξουσία έκδοσης τους στον Υπουργό Υγείας, σημειώνει η Νομική Υπηρεσία.
Στην ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας σημειώνεται επίσης η αναφορά του Δικαστηρίου ότι «όλα αυτά τα στοιχεία που δακτυλοδείχνουν την εκτελεστική φύση των μέτρων που λαμβάνονταν, απέκτησαν τώρα με την πανδημία μια νέα, πρωτόγνωρη διάσταση. Η κατάσταση θα έπρεπε να παρακολουθείται καθημερινά, με υψηλό επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης και με βάση την τρέχουσα επιστημονική γνώση. Τα μέτρα θα έπρεπε να λαμβάνονται κατά τρόπον άμεσο και δυναμικό, όπως δυναμικά απειλούσε την ανθρωπότητα η πανδημία. Καταλήγουμε ότι επρόκειτο για περίπτωση άσκησης εκτελεστικής εξουσίας, κατ’ εξουσιοδότηση της Βουλής των Αντιπροσώπων, προς υλοποίηση των σκοπών του νόμου και της άμεσης, εν προκειμένω, ανάγκης του λαού».
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκε ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ Βασίλης Μπίσας.