Την απόρριψη έφεσης από την πλευρά του πρώην Επιτρόπου Εθελοντισμού Γιαννάκη Γιαννάκη κατά πρωτόδικης απόφασης για απόρριψη αιτήματος απαλλαγής από κατηγορίες αποφάσισε ομόφωνα στις 23 Οκτωβρίου το Ανώτατο Δικαστήριο ενεργώντας υπό τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του.
Σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης, στις 19.07.2024, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (κατώτερο Δικαστήριο) απέρριψε αίτηση του Εφεσείοντα για απαλλαγή του από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει στην Ποινική Υπόθεση Αρ.10081/2022, ως επίσης, για διακοπή και/ή απόρριψη της εν λόγω ποινικής υπόθεσης, αίτημα, που, όπως αναφέρεται, εδραζόταν σε ισχυριζόμενη κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του ιδίου, ως κατηγορούμενου και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, ως αποτέλεσμα δημόσιων δηλώσεων Δημόσιων Αρχών ή και αξιωματούχων του κράτους.
Εν συνεχεία, αναφέρεται πως ακολούθησε αίτηση του Εφεσείοντα (Πολιτική Αίτηση Αρ.151/2024) για χορήγηση άδειας προς καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προς ακύρωση της ως άνω απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, η οποία, στις 09.09.2024 απορρίφθηκε από Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, εφόσον έκρινε ότι οι λόγοι που ο Εφεσείων πρόβαλε, δεν καταδείκνυαν επαρκή λόγο για την χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Προστίθεται ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν φαίνεται να υπερέβη τη δικαιοδοσία του, ή να ενήργησε υπό πλάνη ή να αποστέρησε το δικαίωμα του Αιτητή να ακουστεί επί της αίτησης του, ούτως ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προνομιακής του δικαιοδοσίας, ενώ περαιτέρω, παραπέμποντας σε σχετική με το ζήτημα νομολογία, υπέδειξε ότι από τη στιγμή που ζητήματα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων και δίκαιης δίκης, μπορούν να εγερθούν και να αποτιμηθούν στο πλαίσιο του συνόλου της κυρίως δίκης και υπό το πρίσμα του συνόλου της μαρτυρίας, η διαδικασία που ο Εφεσείων επέλεξε για την προσβολή της ενδιάμεσης απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, είναι ακατάλληλη.
Περαιτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το κατώτερο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 19.7.2024, δεν απέκλεισε τη συζήτηση των ζητημάτων που η πλευρά του Εφεσείοντα επιχείρησε να προωθήσει μέσω της αίτησης, ημερομηνίας 14.11.2023, ούτε στέρησε από την πλευρά του Εφεσείοντα μια τέτοια προοπτική, αλλά αντιθέτως, ρυθμίζοντας ουσιαστικά την ενώπιον του διαδικασία, παραπέμποντας ταυτόχρονα, επί τούτου, σε καλά εδραιωμένη νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, υπέδειξε πως τα ως άνω ζητήματα παρέχεται η δυνατότητα να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης και δικαστικής κρίσης, στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης.
«Με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, δεν βλέπουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που προβαίνει σε διαδικασίες του είδους, θα μπορούσε ουσιαστικά να αντικαταστήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για το ζήτημα, υποκαθιστώντας την», αναφέρεται.
«Σημειώνουμε, φορτικά ίσως, ότι η προνομιακή διαδικασία τύπου Certiorari, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων», προστίθεται.
Σύμφωνα με το Ανώτατο στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν φαίνεται να συντρέχει οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αιτούμενη παρέμβαση του Εφετείου, καθώς η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και η συνακόλουθη κρίση του επί του αιτήματος για χορήγηση σχετικής άδειας, δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ως άνω περιπτώσεις.
«Συνακόλουθα, στη βάση όλων όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί, καθίσταται σαφές ότι, στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν δικαιολογείται η αιτούμενη παρέμβαση μας, προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται», καταλήγει το Ανώτατο Δικαστήριο.