Η απόφαση του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ’ Αδεία αναφορικά με την αποφυλάκιση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου είναι εμπιστευτικής φύσεως και δεν υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, δήλωσε σήμερα ενώπιον της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Σώτος Σταυρινίδης.
Η Επιτροπή Νομικών κάλεσε σήμερα το Συμβούλιο Αποφυλάκισης για να δώσει εξηγήσεις τόσο για το σκεπτικό της συγκεκριμένης απόφασης όσο και για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για εξέταση της αίτησης αποφυλάκισης του κ. Ερωτοκρίτου, μετά από σχετική εγγραφή του θέματος στην Επιτροπή από τα κόμματα ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ.
Οι βουλευτές των δυο Κομμάτων, Άριστος Δαμιανού και Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, έκαναν λόγο για άρνηση του Συμβουλίου να τους επιδώσει την απόφαση και ζήτησαν τη διακοπή της συνεδρίας για την από κοινού διαβούλευση ως προς τον περαιτέρω χειρισμού του θέματος. Τα δύο Κόμματα ζήτησαν, επίσης, την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας που αφορά στο δικαίωμα της Βουλής να ζητά στοιχεία και πληροφορίες στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού ελέγχου, σημειώνοντας ότι η παραβίαση της νομοθεσίας «φέρει συνέπειες».
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ζήτησε όπως τους παραχωρηθεί κάποιος χρόνος προκειμένου να ζητήσουν γνωμάτευση, από ιδιώτη δικηγόρο, ως προς το κατά πόσον το Συμβούλιο και οι αποφάσεις του υπόκεινται ή όχι σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του κ. Δαμιανού, ο οποίος ανέφερε ότι το Συμβούλιο θα πρέπει να αποταθεί στον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα. Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ, σε δηλώσεις μετά το πέρας της συνεδρίας, είπε ότι δημιουργούνται σοβαρά ερωτήματα για τις συνθήκες και την ταχύτητα με την οποία εξετάστηκε η συγκεκριμένη αίτηση αποφυλάκισης, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση που κατείχε ο κ. Ερωτοκρίτου και τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Ο κ. Δαμιανού ανέφερε ότι ο ΓΓ του ΑΚΕΛ απέστειλε δύο επιστολές προς το Συμβούλιο, ζητώντας όπως του αποσταλεί η απόφαση του Συμβουλίου αναφορικά με την αποφυλάκιση του κ. Ρίκκου Ερωτοκρίτου.
Σύμφωνα με την απαντητική επιστολή του Συμβουλίου ημερομηνίας 8/9/2018, η οποία κατατέθηκε στη σημερινή συνεδρία της Επιτροπής Νομικών, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Σώτος Σταυρινίδης ενημερώνει τον ΓΓ του ΑΚΕΛ ότι το αίτημα του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό παραθέτοντας δύο λόγους.
Ο κ. Σταυρινίδης αναφέρει συγκεκριμένα ότι η απόφαση του Συμβουλίου είναι εμπιστευτικής φύσεως σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Φυλακών Νόμου, «οι οποίες καθορίζουν περιοριστικά τα πρόσωπα στα οποία αυτή επιδίδεται ή κοινοποιείται μετά την επίδοση της στον κρατούμενο οπότε παύει να είναι εμπιστευτική και τα πρόσωπα αυτά είναι η Διευθύντρια Φυλακών και ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως…».
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου επικαλείται, επίσης, στην επιστολή του απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 31/3/2017 στην υπόθεση «Παναγιώτης Αγαπίου Παναγή , άλλως Καυκαρής ν. Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ’ Αδεία», η οποία αναφέρει ότι «σύμφωνα με την τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου οι αποφάσεις του Συμβουλίου Αποφυλάκισης εμπίπτουν στο πεδίο και στη σφαίρα της δικαστικής εξουσίας γιατί αφορούν στον τρόπο έκτισης της ποινής που επιβλήθηκε από ποινικό Δικαστήριο και σύμφωνα με την ακολουθητέα μέχρι σήμερα πρακτική οι αποφάσεις δίνονται ή κοινοποιούνται μόνο στα συμμετέχοντα πρόσωπα της διαδικασίας».Στην επιστολή του, ο κ. Σταυρινίδης απαντά στον ΓΓ του ΑΚΕΛ ότι εν όψει των πιο πάνω το Συμβούλιο «βρίσκει ότι εμποδίζεται εκ του Νόμου ώστε να μην επιτρέπεται να σας κοινοποιήσει την απόφαση του αναφορικά με την αποφυλάκιση του κρατούμενου Ρίκκου Ερωτοκρίτου».
Σε απαντητική του επιστολή ημερομηνίας 12/9/2018, ο ΓΓ του ΑΚΕΛ αναφέρει ότι «όπως αντιλαμβάνομαι στη νομοθεσία που επικαλείστε αναφέρεται ότι η απόφαση παύει να είναι εμπιστευτική μετά την επίδοση της και δίνεται στη Διευθύντρια των Φυλακών και στον αρμόδιο Υπουργό. Σε αυτή δεν αναφέρονται εξαντλητικά οι δύο τελευταίοι ως οι μόνοι που έχουν δικαίωμα να ενημερωθούν για την απόφαση», σημειώνει ο κ. Κυπριανού.
«Σε κάθε περίπτωση, όπως είμαι βέβαιος αντιλαμβάνεστε, πρόκειται για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος με τεράστιες προεκτάσεις και για το οποίο τα σώματα που έλαβαν αποφάσεις θα πρέπει να λογοδοτήσουν γι’ αυτές», προσθέτει.
Ο κ. Κυπριανού καταλήγει στην επιστολή του ότι «το Συμβούλιο Αποφυλάκισης έχει τεράστιες εξουσίες στον τομέα του, που ενδεχομένως να υπερβαίνουν και αυτές του Προέδρου στον αντίστοιχο τομέα. Κρίνω λοιπόν ότι ο καλοπροαίρετος έλεγχος και η διαφάνεια εξασφαλίζουν ότι δεν θα υπάρχει κατάχρηση αυτών των εξουσιών».
Μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής Νομικών, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου είπε ότι ερμήνευσαν το νόμο «στενά», σημειώνοντάς ότι αν ο σοφός νομοθέτης, κατά την έκφραση του, ήθελε η απόφαση να μπορεί να επιδοθεί και σε άλλους, πέραν της Διευθύντριας των Φυλακών και του Υπουργού Δικαιοσύνης, θα το συμπεριλάμβανε στη νομοθεσία. Είπε, επίσης ότι το Συμβούλιο ως «οιωνεί δικαστική εξουσία, δεν υπάγεται σε κανένα έλεγχο».
Σε ό,τι αφορά στο δικαίωμα της Βουλής για άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου, ο κ. Σταυρινίδης ζήτησε όπως τους παραχωρηθεί κάποιος χρόνος για να ζητήσουν γνωμάτευση. «Βεβαίως δεν θα είναι από τον Γενικό Εισαγγελέα, αλλά έχουμε το δικαίωμα να αποταθούμε σε ειδικό για να πάρουμε γνωμάτευση», ανέφερε, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ετοιμότητα του Συμβουλίου να δώσει εξηγήσεις μόνο ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για εξέταση της αίτησης του κ. Ερωτοκρίτου. Έκανε, επίσης, λόγο για ευφάνταστους δημοσιογράφους που γράφουν ό,τι θέλουν, όπως είπε.
Ο κ. Δαμιανού έκανε λόγο για άρνηση του Συμβουλίου, χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα ως απαράδεκτο το επιχείρημα ότι «οι ίδιοι λειτουργούν και ερμηνεύουν τους εαυτούς τους ως οιωνεί δικαστική εξουσία και άρα δεν ελέγχονται από το Κοινοβούλιο και μόνο από το Διοικητικό Δικαστήριο».«Εμείς εκφράσαμε την απαρέσκεια μας και ζητήσαμε τη διακοπή της συνεδρίασης της Επιτροπής Νομικών διότι δεν είχε νόημα καθότι η απόφαση αυτή καθ’ αυτή κα το περιεχόμενο της σε πολύ μεγάλο βαθμό και φυσιολογικά θα καθορίσει και το περιεχόμενο πολλών ερωτημάτων που προκύπτουν και σε μας και στην κοινωνία ολόκληρη», πρόσθεσε.Ο κ. Δαμιανού είπε ότι δεν τίθεται θέμα προσωπικών δεδομένων, προσθέτοντας ότι «η σχετική νομοθεσία για την κατάθεση στοιχείων στο Κοινοβούλιο είναι συγκεκριμένη, αυτονόητη, αυτόδηλη και φέρει συνέπειες».
Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ εξέφρασε τη λύπη του για την εξέλιξη αυτή, σημειώνοντας ότι «το Συμβούλιο πλήττει τη διαφάνεια για ένα ζήτημα που ταλαιπώρησε την κοινή για πάρα πολλές εβδομάδες. Πλήττει την αποτελεσματική άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου και αυτήν καθ’ αυτήν τη Βουλή των Αντιπροσώπων». Ο κ. Δαμιανού, είπε, επίσης ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να αποταθεί σε ιδιώτη δικηγόρο αλλά στον Γενικό Εισαγγελέα.Η βουλευτής του ΔΗΚΟ Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, σε δηλώσεις της μετά το πέρας της συνεδρίας, είπε ότι «η εγγραφή του θέματος προαγάγει τη διαφάνεια, αποδεικνύει ότι η Επιτροπή Νομικών είναι εκεί για να φυλάττει θεσμούς και προαγάγει το καλώς νοούμενο συμφέρον της κοινωνίας και της πολιτείας». Η κα. Ερωτοκρίτου εξέφρασε την απογοήτευση του ΔΗΚΟ για την άρνηση του Συμβουλίου Αποφυλάκισης να παραδώσουν την απόφαση τους στην Επιτροπή Νομικών.Σε ερώτηση ως προς τις ευθύνες της Επιτροπής Νομικών που ψήφισε τη σχετική νομοθεσία στη βάση της οποίας αποφυλακίστηκε ο κ. Ερωτοκρίτου, η βουλευτής του ΔΗΚΟ είπε ότι «η Βουλή των Αντιπροσώπων υπερψήφισε μια νομοθεσία η οποία δίνει την ευχέρεια, πάντοτε μέσα στα πλαίσια του νόμου, να παρθεί ή να μην παρθεί μια απόφαση. Το πώς όμως παίρνεται μια απόφαση από το Συμβούλιο Αποφυλάκισης αυτό είναι άλλο θέμα. Δεν αφορά το νόμο και την ορθότητα του νόμου. Ο νόμος είναι σωστός. Δεν είναι ο νόμος ο οποίος έχει δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα, είναι ο τρόπος με τον οποίο ασκήθηκε και εφαρμόστηκε αυτός ο νόμος», είπε.«Δεν έχω κανένα λόγο να μην αναλάβω, τουλάχιστον ως ΔΗΚΟ, τις ευθύνες τις οποίες μας αναλογούν, παρά ταύτα ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε, εξέτασε και αποφάσισε τόσο η Επιτροπή Νομικών όσο και η Ολομέλεια στο συγκεκριμένο θέμα για την τροποποίηση του νόμου δεν θεωρώ ότι ήταν λανθασμένη. Ήταν απόλυτα ορθή. Είναι ο τρόπος ενάσκησης αυτών των προνοιών που έχει δημιουργήσει το πρόβλημα», κατέληξε.