Το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε τον διορισμό στη μόνιμη θέση Διευθυντή Παραγωγής, Επιχειρηματική Μονάδα Παραγωγής και Προμήθειας της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ) η οποία ίσχυε από το 2016.
Συγκεκριμένα, ο αιτητής προσέφυγε στο Δικαστήριο μέσω των δικηγόρων του, ζητώντας ακύρωση του διορισμού άλλου προσώπου αντί του ιδίου, με την προσφυγή να επιτυγχάνει και την προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρώνεται.
Σημειώνεται ότι η θέση προκηρύχθηκε στις 20 Απριλίου του 2016 με εσωτερική γνωστοποίηση βάσει της διαδικασίας επιλογής που η καθ’ ης η αίτηση ενέκρινε σε συνεδρία της ημερομηνίας 19 Απριλίου του 2016 και βάσει της κατανομή μονάδων για την εξαγωγή της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων.
Η κατανομή μονάδων για την εξαγωγή της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων ήταν τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, το σύνολο μονάδων με ανώτατο όριο τις 70 μονάδες, τα ακαδημαϊκά προσόντα άμεσα σχετιζόμενα με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης και τα απαιτούμενα προσόντα στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Το Δικαστήριο, σύμφωνα με την απόφασή του, σημειώνει ότι «η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου», ενώ προσθέτει ότι «η αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής, ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης».
Όπως προσθέτει το Δικαστήριο «η διαπίστωση έλλειψης επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας της επίδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, η οποία ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων, καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση με τους λοιπούς λόγους ακύρωσης».
Το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε «σε συμφωνία με τον αιτητή, ότι η βαρύτητα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής καθορίσθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε η επίδοση των υποψηφίων σε αυτήν να απολήγει να έχει την καθοριστική συμβολή στη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων».
Ωστόσο, σημειώνει ότι η επίδοση εκάστου υποψηφίου σε αυτήν περιορίστηκε σε αριθμητική μόνο αποτίμηση, χωρίς οιονδήποτε σχολιασμό ή παρατήρηση ως προς τα γεγονότα και στοιχεία, τα οποία λήφθηκαν υπόψη και δικαιολογούσαν τη βαθμολογία που αποδόθηκε σε κάθε υποψήφιο.
Παράλληλα, το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι δεν έχουν καθοιονδήποτε τρόπο προσδιορισθεί τα στοιχεία και οι παρατηρήσεις που δικαιολογούσαν τη βαθμολογία, η οποία αποδόθηκε στους υποψηφίους», συμπληρώνοντας πως «η διαπίστωση έλλειψης επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας της επίδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, η οποία ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων, καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση με τους λοιπούς λόγους ακύρωσης».
Τον αιτητή εκπροσώπησαν η Φαίδρα Εξαδάκτυλου για τον Δημοσθένη Στεφανίδη.