Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη εισηγείται όπως εγκριθεί το αίτημα παιδιού για καταβολή αναδρομικών δικαιωμάτων από τον ουσιώδη χρόνο της υποβολής της αίτησής του, προς πλήρη συμμόρφωση με το δεδικασμένο και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία ανατρέχουν στον ουσιώδη χρόνο εφαρμόζοντας με το τρόπο αυτό την αρχή της νομιμότητας, ως βασικός πυλώνας του Κράτους Δικαίου.
Η κ. Λοττίδη υποβάλλει έκθεση για το θέμα στον Γενικό Διευθυντή Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, στον Προϊστάμενο Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας και στην Προϊστάμενη Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης, αφού εξέτασε παράπονο που υπέβαλε μητέρα εναντίον του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, σε σχέση με την απόρριψη αιτήματος για αναδρομική καταβολή στο παιδί της Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και αναπηρικού επιδόματος.
Η Επίτροπος αναφέρει ότι το παιδί είχε κατά το 2019 αξιολογηθεί ως άτομο με μέτρια αναπηρία και κατ’ επέκταση κρίθηκε ως μη δικαιούχο ΕΕΕ-αναπηρικού επιδόματος, απόφαση η οποία επαναλήφθηκε και μετά από νέα αξιολόγηση.
Σημειώνει όμως ότι μετά από την έκδοση ακυρωτικής απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο, ημερομ. 23 Μαΐου 2023 και νέα αξιολόγηση της αναπηρίας του, η αναπηρία κρίθηκε σοβαρή ψυχική, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η καταβολή των εν λόγω επιδομάτων αλλά απορρίφθηκε το αίτημα για αναδρομική καταβολή τους από την ημερομηνία της αρχικής αίτησης, “παρά το γεγονός ότι, όπως υποστήριξε η παραπονούμενη η αναπηρία προϋπήρχε και, χωρίς να έχει διαφοροποιηθεί καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, αναγνωρίστηκε και επιβεβαιώθηκε με την πρόσφατη αξιολόγηση”.
Η Επίτροπος αναφέρει στην έκθεσή της ότι το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρία, συμμορφούμενο με την απόφαση του Δικαστηρίου, όρισε επαναξιολόγηση της περίπτωσης, τον Ιούλιο του 2023, από τετραμελή Επιτροπή Αξιολόγησης Αναπηρίας, η οποία απαρτιζόταν από Νευρολόγο, Παιδοψυχίατρο, Παιδίατρο και Λογοπαθολόγο και η οποία “κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο αιτητής παρουσίαζε Μέτρια Ψυχική Αναπηρία και κατ’ επέκταση δεν ενέπιπτε στον ορισμό του αναπήρου σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία”.
Αρχές Αυγούστου πραγματοποιήθηκε νέα αξιολόγηση του παιδιού, με φυσική παρουσία. Στην Επιτροπή Αξιολόγησης Αναπηρίας συμμετείχαν ένας παιδίατρος, ένας νευρολόγος, ένας φυσιοθεραπευτής, μια ψυχολόγος και μια λογοθεραπεύτρια και η επιτροπή “πιστοποίησε Σοβαρή Ψυχική Αναπηρία και ο ανήλικος κρίθηκε δικαιούχος του ΕΕΕ-Αναπηρικού Επιδόματος”.
Όπως σημειώνει η Επίτροπος Λοττίδη, ο φάκελος δόθηκε στους αξιολογητές για να εξετάσουν εκ νέου το θέμα της αναδρομικής ισχύος του επιδόματος και η απόφαση για αναδρομική ισχύ ήταν αρνητική. Η μητέρα του παιδιού, κατόπιν αιτήματος του γραφείου της Επιτρόπου, αντιπαρέβαλε άλλα επιχειρήματα.
Σημειώνει επίσης η Επίτροπος ότι η παραπονούμενη είχε στραφεί δικαστικά εναντίον της απόφασης για απόρριψη της αίτησης για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Αναπηρικού Επιδόματος προς το παιδί, η οποία είχε στηριχθεί στην αξιολόγηση της αναπηρίας του ως «μέτριας ψυχικής» και όχι ως «σοβαρής ή ολικής σωματικής ή πνευματικής ή αισθητηριακής ή μέτριας νοητικής», όπως καθορίζεται στον ορισμό του δικαιούχου «άτομο με αναπηρία» στον περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμο.
Η Επίτροπος παραθέτει και απόσπασμα της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι «αντιθέτως, η μη συμμόρφωση της ίδιας της διοίκησης με τις εξειδικευμένες εισηγήσεις της ιατρικού λειτουργού που ετοιμάζει τη βινιέτα του προσώπου που θα τύχει αξιολόγησης, για σκοπούς διαπίστωσης της έκτασης και του τύπου της αναπηρίας, συνιστά πλάνη, που δυνατόν να οδηγήσει και σε εσφαλμένα συμπεράσματα, ελλείψει συγκεκριμένης ιατρικής ειδικότητας».
AdvertisementΤο Δικαστήριο, αναφέρεται, διαπίστωσε πλημμέλεια και πλάνη «η οποία καθιστά ακυρωτέα την προσβαλλόμενη απόφαση».
Η Επίτροπος στα συμπεράσματά της αναφέρει ότι «η άρνηση των εμπλεκομένων Τμημάτων να προχωρήσουν σε αναδρομική καταβολή των σχετικών επιδομάτων εδράζεται στο ότι, όπως αναφέρουν, μεταξύ της πρώτης αξιολόγησης (2020) και της τελευταίας (2023) μεσολάβησαν αρκετά χρόνια για τα οποία η αξιολογητική επιτροπή δεν μπορεί να γνωρίζει την κλινική κατάσταση του παιδιού και εάν όντως κατά τη διάρκεια εκείνων των τριών ετών πληρούσε τον ορισμό του ατόμου με αναπηρία όπως αναγράφεται στο Νόμο του ΕΕΕ».
Αναφέρει πως «δεν φαίνεται η πιο πάνω αιτιολογία να είναι πειστική, αλλά ούτε και ανταποκρίνεται στη διαδικασία που ακολουθείται κατα την επανεξέταση» και ότι αντιθέτως, από τις ιατρικές βεβαιώσεις των θεραπευτών που παρακολουθούσαν το παιδί «διαπιστώνεται ότι η κατάσταση που παρουσιάζει σήμερα και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι όμοιες με την κατάσταση που παρουσίαζε κατά την πρώτη αξιολόγησή του και δεν έχουν διαφοροποιηθεί, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο».
Η Επίτροπος Λοττίδη σημειώνει ότι προκύπτει, συνεπώς, η διαπίστωση ότι «η πιο πρόσφατη αξιολόγηση αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά μιας αναπηρίας που προϋπήρχε κατά τον χρόνο της πρώτης αξιολόγησης και συνεπώς της αρχικής αίτησης».
Στην έκθεσή της αναφέρει εξάλλου ότι ακόμα και αν γίνουν δεκτές οι αμφιβολίες που επικαλούνται τα αρμόδια Τμήματα σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση του παιδιού, η αμφιβολία, στα πλαίσια της άσκησης από τη διοίκηση διακριτικής ευχέρειας, «δεν μπορεί να λειτουργεί εις βάρος του διοικουμένου, ούτε εις βάρος του διοικουμένου μπορούν να λειτουργούν τα σφάλματα, οι παραλείψεις κι οι πλημμέλειες της διοίκησης, για τα οποία δεν φέρει ευθύνη ο ίδιος».
Επίσης σημειώνει ότι η απόφαση για μη αναδρομική καταβολή των σχετικών επιδομάτων «συνιστά ελλιπή συμμόρφωση με τη σχετική ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, αφού η διοίκηση αναγνώρισε μόνο για το μέλλον τα δικαιώματα του παιδιού, διατήρησε, όμως, κατά παράβαση των περί γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, τα αποτελέσματα της πράξης που ακυρώθηκε για το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τη νέα επανεξέταση με τη μη παραχώρηση αναδρομικών δικαιωμάτων».