του Γιώργου Χρυσάνθου
Εκείνη τη μέρα κανένας δεν γιόρταζε. Οι εκκλησίες στις 9 ενορίες της Αμμοχώστου δεν πλημμύρισαν από κόσμο, οι Αμμοχωστιανοί δεν μπορούσαν να γιορτάσουν την Κοίμηση της Θεοτόκου και στη συνέχεια τα παιδιά δεν μπορούσαν να παίξουν στις χρυσές αμμουδιές της Αμμοχώστου.
Ήταν 15 Αυγούστου του 1974. Ήταν η μέρα που όλες αυτές οι υπέροχες εικόνες του πρόσφατου τότε παρελθόντος, έδωσαν την θέση τους στην απόγνωση.
Τα τουρκικά χερσαία στρατεύματα έμπαιναν στην πόλη στις 5.30 το απόγευμα, για να ενωθούν με τα στρατεύματα του Τουρκοκυπριακού θύλακα της πόλης.
Στην έξοδο της πόλης, προς την πλευρά της Δερύνειας, χιλιάδες πολίτες περπατούν για χιλιόμετρα πριν τους βοηθήσει κάποιος να απομακρυνθούν.
Ο καθένας έπαιρνε μαζί του ό,τι μπορούσε, λίγα ρούχα, λίγο φαγητό και έφευγε από το Βαρώσι.
Όλοι έψαχναν για ένα ασφαλές μέρος μέχρι να καταλαγιάσει το κακό. Και μετά να επιστρέψουν, όπως έλεγαν, μόνο αν θα μπορούσαν να ζήσουν ελεύθεροι.
Πίσω στην Αμμόχωστο, οι Τουρκοκύπριοι έδιναν κλάδο ελαίας στον τουρκικό στρατό.
Πέρασαν όμως 48 χρόνια και κανένας νόμιμος κάτοικος δεν επέστρεψε, παρά τις διπλωματικές και πολιτικές υποσχέσεις που λάμβαναν από εκείνη κιόλας τη μέρα, την ώρα που ο Τουρκικός Αττίλας σφράγιζε την πόλη.
Το Βαρώσι μπήκε στην αναπνευστήρα εκείνο τον 15Αυγουστου, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε ένα διπλωματικό όπλο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Τελικά όμως δεν βγήκε ποτέ από τον αναπνευστήρα, παρά μόνο όταν ήταν πλέον κλινικά νεκρό στα χέρια των τούρκων στρατιωτών, μετατρεπόμενο σε πόλη φάντασμα σε μια από τις ομορφότερες παραλιακές περιοχές της Μεσογείου.