Η Κύπρος εφάρμοσε ικανοποιητικά μόλις δύο από τις 16 συστάσεις που περιλαμβάνονται στην 4η έκθεση αξιολόγησης της Ομάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO), ενώ από τις υπόλοιπες συστάσεις, 8 έχουν υλοποιηθεί μερικώς και 6 δεν έχουν υλοποιηθεί καθόλου. Η έκθεση εστιάζει σε θέματα αντιμετώπισης της διαφθοράς μελών του Κοινοβουλίου, δικαστών και εισαγγελέων και εξετάζει τα μέτρα που λήφθηκαν από τις αρχές της Δημοκρατίας για συμμόρφωση με τις συστάσεις που υιοθετήθηκαν κατά την 72η συνάντηση της GRECO, τον Ιούλιο του 2016. Σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιεύτηκε σήμερα, «η GRECO σημειώνει ότι περαιτέρω πρόοδος είναι αναγκαία ώστε να επιδειχθεί ένα αποδεκτό επίπεδο συμμόρφωσης με τις συστάσεις εντός των επόμενων 18 μηνών». Μεταξύ άλλων, λέει ότι δεν έχει υλοποιηθεί η σύσταση που αφορά την υιοθέτηση ενός κώδικα δεοντολογίας-συμπεριφοράς για τα μέλη του Κοινοβουλίου και των συνεργατών τους, ώστε να καλύπτονται οι περιπτώσεις που υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, όπως δώρα, επαφές με τρίτα μέρη, ομάδες συμφερόντων (λόμπι) και άλλα. Στην έκθεση γίνεται ωστόσο αναφορά στον σχεδιασμό της Βουλής των Αντιπροσώπων για την υιοθέτηση ενός κώδικα δεοντολογίας για βουλευτές μέχρι το τέλος του 2018, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «βήμα προς την ορθή κατεύθυνση». Παράλληλα, λέει ότι έχει υλοποιηθεί μερικώς η σύσταση να υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες, επαρκής έλεγχος και διαφάνεια σε σχέση με όλων των ειδών τις αμοιβές και παροχές που λαμβάνουν οι βουλευτές από δημόσιες και ιδιωτικές πηγές.
Απουσία προληπτικών μέτρων για σύγκρουση συμφερόντων Μεταξύ των συστάσεων για τους βουλευτές που δεν έχουν υλοποιηθεί καταγράφεται επίσης η απουσία προληπτικών μέτρων που θα λειτουργήσουν ενισχυτικά για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, η εκπόνηση κανόνων αναφορικά με την αποδοχή εκ μέρους των μελών του Κοινοβουλίου δώρων, παροχής φιλοξενίας και άλλων ωφελημάτων, καθώς και η καταγραφή εσωτερικών διαδικασιών για την εκτίμηση και καταγραφή των δώρων και την επιστροφή όσων θεωρούνται μη αποδεκτά. Για τις ομάδες συμφερόντων, η GRECO είχε ζητήσει να υπάρξει μια λεπτομερής καταγραφή για τον πιθανό αντίκτυπο από τρίτα μέρη, καθώς και τη θέσπιση κανόνων για τον τρόπο αλληλεπίδρασης των μελών του Κοινοβουλίου με τρίτα μέρη που ενδεχόμενα να επιζητούν να επηρεάσουν το κοινοβουλευτικό έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη, συστάσεις που όπως αναφέρεται δεν υλοποιήθηκαν.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στην ανάθεση εκ μέρους της Βουλής μιας μελέτης στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας για την μια αντικειμενική εκτίμηση των δραστηριοτήτων λόμπι στην Κύπρο, αλλά και την έκταση της πρόσβασης που έχουν τέτοιες ομάδες συμφερόντων στη Βουλή. Παράλληλα, σημειώνεται το νομοσχέδιο για ρύθμιση του λόμπι, που ετοιμάστηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και έχει προωθηθεί για νομοτεχνικό έλεγχο στη Νομική Υπηρεσία. Προστίθεται ότι εν μέρη έχουν υλοποιηθεί οι συστάσεις που αναφέρονται στην περαιτέρω εξέλιξη του υφιστάμενου καθεστώτος για δήλωση περιουσιακών στοιχείων και εισοδήματος των μελών του Κοινοβουλίου, διευρύνοντας, μεταξύ άλλων, το πεδίο εφαρμογής με τη συμπερίληψη σχετικών πληροφοριών που αφορούν συζύγους και άλλα εξαρτώμενη μέλη. Σύμφωνα με την έκθεση, μερικώς υλοποιήθηκε και η σύσταση για ανάπτυξη μιας πολιτικής με στόχο την πρόληψη σύγκρουσης συμφερόντων και άλλων παρόμοιων κινδύνων, μέσω της ευαισθητοποίησης των μελών του Κοινοβουλίου στα θέματα αυτά αλλά και με την εμπιστευτική παροχή συμβουλών σε ατομικό επίπεδο από μια υπηρεσία που θα είναι εντεταλμένη για τον σκοπό αυτό. Στις απαντήσεις που έδωσαν οι κυπριακές αρχές αναφέρεται πάντως ότι είναι σε εξέλιξη η σύσταση Νομικού Τμήματος στη Βουλή, το οποίο προβλέπεται να έχει επανδρωθεί πλήρως στις αρχές του 2019 και θα επωμιστεί το κομμάτι της παροχής συμβουλών σε βουλευτές, σύμφωνα με τις οδηγίες του Προέδρου της Βουλής και σχετικές εγκυκλίους.
Δεν υλοποιήθηκαν οι συστάσεις για ενίσχυση της ανεξαρτησίας των εισαγγελέων Όσον αφορά τους δικαστές, η έκθεση της GRECO σημειώνει ότι μερικώς υλοποιήθηκε η σύσταση που ζητούσε να υπάρξει μια διαδικασία περισυλλογής αναφορικά με τη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και την εκπροσώπηση σε αυτό του δικαστικού Σώματος, ώστε να αποφευχθούν πιθανές καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων. Σε ό,τι αφορά τέλος τους εισαγγελείς, η έκθεση καταγράφει πρόοδο στην υλοποίηση των σχετικών συστάσεων που αφορούν τη δημιουργία κώδικα δεοντολογίας για συγκεκριμένες δραστηριότητες, αλλά και την εκπόνηση προγραμμάτων κατάρτισης του προσωπικού σε θέματα δεοντολογίας. Ωστόσο, λέει ότι δεν υλοποιήθηκαν οι συστάσεις αναφορικά με την ενίσχυση της ανεξαρτησίας του έργου των εισαγγελέων και της δυνατότητας των νομικών λειτουργών και εισαγγελέων να ασκούν τα καθήκοντά τους με πιο αυτόνομο τρόπο, ως μέρος μιας μεταρρύθμισης της Νομικής Υπηρεσίας.