Οι αυξήσεις στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών, οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, το έγκλημα και η διαφθορά είναι τα πιο ανησυχητικά θέματα στην Κύπρο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Μεγάλης Έρευνας Αγοράς, που διεξήχθη για την Παγκύπρια Ένωση Καταναλωτών & Ποιότητας Ζωής από την εταιρεία CMRC Cypronetwork Ltd του ομίλου Cypronetwork και παρουσιάστηκε την Τρίτη σε διάσκεψη Τύπου στη δημοσιογραφική εστία.
Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν από τον Χρίστο Μιχαηλίδη, Εκτελεστικό Πρόεδρο της εταιρείας CMRC Cypronetwork Ltd και τον Δρ Λουκά Αριστοδήμου, Πρόεδρο της Παγκύπριας Ένωσης & Ποιότητας Ζωής.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, τα δύο πιο ανησυχητικά θέματα στην Κύπρο σήμερα είναι οι αυξήσεις στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών και οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, με 84% και 72% αντίστοιχα. Ακολουθούν το έγκλημα και η βία με 38%, η διαφθορά με 32%, η φτώχεια και η κοινωνική ανισότητα με 30%, η μείωση του εισοδήματος με 18%, η κλιματική αλλαγή με 13%, η υψηλή φορολογία με 10%, η ανεργία με 7%, η ανασφάλεια από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία με 6%, η πανδημία του κορωνοϊού με 3% και άλλα 2%.
Όπως αναφέρθηκε στη διάσκεψη Τύπου, στην ερώτηση «σε ποιους τομείς έχετε εντοπίσει αύξηση τιμών», οι αυθόρμητες απαντήσεις που έδωσαν οι ερωτηθέντες κατέταξαν στην πρώτη θέση τα τρόφιμα και αγαθά πρώτης ανάγκης με 56%, το ηλεκτρικό ρεύμα με 44%, τα είδη ένδυσης και υπόδησης με 32%, το νερό με 31%, ο εξοπλισμός σπιτιού με 19%, η διασκέδαση/ψυχαγωγία με 13%, η αγορά ηλεκτρικών προϊόντων με 13%, η τηλεφωνία και η τηλεόραση με 11%, τα ταξίδια με 10%, οι σπουδές με 10% και τα φάρμακα με 8%.
Πρόσθετα, αναφέρθηκε ότι το 40% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι «μόλις που τα καταφέρνουμε με το εισόδημά μας», ενώ περίπου 30% αναφέρουν ότι δυσκολεύονται λίγο (19%), αρκετά (9%) και 1% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης. Σε αντίθεση, σημαντική αύξηση παρουσιάζουν τα νοικοκυριά που δηλώνουν ότι περνούν άνετα με το εισόδημά τους, με αύξηση από το 21% το 2023 στο 30% το 2024.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν σε σχέση με τη διαφοροποίηση του εισοδήματος των κυπριακών νοικοκυριών, κατά το τελευταίο εξάμηνο το εισόδημα των Κυπρίων έχει μάλλον παραμείνει σταθερό σε σχέση με το 2023 (58%), με έξι στους δέκα (63%) να δηλώνουν ότι «έχει παραμείνει το ίδιο», 4% ότι «έχει μειωθεί πολύ», 13% ότι «έχει μειωθεί», 17% ότι «έχει αυξηθεί» και 1% ότι «έχει αυξηθεί πολύ».
Ο κ. Αριστοδήμου δήλωσε σχετικά ότι «μπορεί μεν το 63% να δηλώνει ότι το εισόδημά του έχει παραμείνει το ίδιο, αλλά στην πραγματικότητα, αν ληφθούν και οι επιπτώσεις του πληθωρισμού υπάρχει μια μείωση του εισοδήματος κατά 10-15% ανά περίπτωση».
Σε ερώτηση σχετικά με τις τιμές των προϊόντων γενικότερα, ανεξαρτήτως του οικογενειακού τους εισοδήματος, 91% των συμμετεχόντων στην έρευνα απάντησαν ότι «έχουν αυξηθεί», 6% «έχουν παραμείνει οι ίδιες» και 3% «έχουν μειωθεί».
Παράλληλα, αναφέρθηκε ότι σε σχέση με τις αγορές γενικότερα, αυτές έχουν μειωθεί ελάχιστα σε σχέση με το 2023, αφού το ποσοστό από 18% έχει μετακινηθεί στο 12%. Το ποσοστό όσων οι αγορές τους έχουν παραμείνει σταθερές δεν διαφοροποιείται συγκριτικά με την τελευταία έρευνα του 2023, με το ποσοστό μείωσης να μειώνεται από το 40% στο 34% το 2024. Ποσοστό 54% των αγορών παρέμειναν σταθερές για το 2024.
Αναφορικά με τη διοχέτευση σημαντικών ποσών από το οικογενειακό εισόδημα των νοικοκυριών, ποσοστό 45% λαμβάνει η συντήρηση σπιτιού, ενώ ακολουθεί η καλύτερη ποιότητα ζωής το 38%. Ακολουθούν τα σχολεία/φροντιστήρια/πανεπιστήμια των παιδιών με 29%, η αποταμίευση με 26%, τα ταξίδια 25% και η διασκέδαση με 25%. Μικρότερα ποσοστά καταγράφουν η προσωπική εκπαίδευση/κατάρτιση με 11%, μεγάλη αγορά (αυτοκίνητο, εξοχικό) με 7%, προγραμματισμός για ανέγερση/αγορά κατοικίας με 5% και οι επενδύσεις με 3%.
Οι ερωτηθέντες κλήθηκαν, απαντώντας «διαφωνώ πλήρως/διαφωνώ ή «ούτε συμφωνώ ούτε διαφωνώ» ή «συμφωνώ/συμφωνώ πλήρως», να αξιολογήσουν δηλώσεις που αφορούν τη μείωση δαπανών για συγκεκριμένες κατηγορίες ή στροφή σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ή αύξηση εξόδων κ.λπ. Το 88% απάντησε ότι έχουν αυξηθεί τα διάφορα έξοδα του (ρεύμα, τηλέφωνο, νερό κ.λπ.), 56% έχει μειώσει τις διακοπές του σε σχέση με το παρελθόν, 53% έχει μειώσει τις δαπάνες διασκέδασης και 53% αναφέρει ότι έχει μειώσει τις δαπάνες του για επώνυμα καταναλωτικά προϊόντα των υπεραγορών. Ταυτόχρονα, 82% δηλώνει ότι δεν σκοπεύει να αγοράσει σπίτι, 79% δεν θα αγοράσει έπιπλα, ηλεκτρονικές συσκευές ή αυτοκίνητο, 84% ότι δεν θα ανακαινίσει το σπίτι του και 75% ότι δεν θα αγοράσει είδη τεχνολογίας.
Περαιτέρω, 72% δηλώνει ότι είναι πολύ σημαντική η καλύτερη ποιότητα ζωής, ενώ 68% δηλώνει ότι δεν θεωρεί σημαντικό τον προγραμματισμό για αγορά ή ανέγερση κατοικίας. Ο κ. Μιχαηλίδης υπέδειξε ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα με το στεγαστικό με 4 στους 10 να παραμένουν με τους γονείς τους γιατί δεν έχουν την δυνατότητα να ενοικιάσουν ή να αγοράσουν σπίτι ή διαμέρισμα.
Στο ερώτημα κατά πόσον η οικογένεια των ερωτηθέντων έχει κάποιο δάνειο, 54% απάντησε «Όχι», 44% απάντησε «Ναι» και 2% «δεν γνωρίζω/δεν απαντώ». Σε συνέχεια της ερώτησης οι συμμετέχοντες στην έρευνα κλήθηκαν να απαντήσουν κατά πόσο είναι μεγάλο το βάρος του δανείου ή των δανείων στο νοικοκυριό τους με 57% να λέει «αρκετά», 23% «λίγο», 11% «πολύ», 8% «πάρα πολύ», και 1% «δεν γνωρίζω/δεν απαντώ».
Κληθέντες να εκφράσουν την άποψή τους για την οικονομική πορεία της χώρας τους επόμενους 6 μήνες ποσοστό 33% απάντησε ότι θα είναι «σταθερή», 10% «μάλλον ανοδική», 10% «πολύ καθοδική», 37% «μάλλον καθοδική», 10% «πολύ καθοδική» και 10% «δεν γνωρίζω/δεν απαντώ».
Όσον αφορά τον βαθμό γνώσης των δικαιωμάτων τους ως καταναλωτές οι ερωτηθέντες απάντησαν 17% «καθόλου», 45% «λίγο», 31% «αρκετά», 3% «πολύ», 3% «πάρα πολύ» και 2% «δεν γνωρίζω/δεν απαντώ». Επίσης, αναφέρθηκε ότι ποσοστό 75% γνωρίζουν την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ενώ 75% δεν γνωρίζει τον Ενιαίο φορέα εξώδικης επίλυσης διαφορών χρηματοοικονομικής φύσεως.
Ακόμη όσον αφορά την αξιολόγηση των μέτρων προστασίας του κράτους έναντι των καταναλωτών 23% απαντά ότι δεν είναι «καθόλου καλά», 39% «κάπως καλά», 9% «αρκετά καλά», 1% «πολύ καλά», 1% «πάρα πολύ καλά», 27% «δεν γνωρίζω/δεν απαντώ». Ο κ. Αριστοδήμου για το εν λόγω θέμα σχολίασε ότι «το κράτος θα πρέπει να λάβει υπόψη του αυτούς τους όρους και να βοηθήσει τους πολίτες για βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους».
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα κλήθηκαν να αξιολογήσουν την αντιμετώπιση που έχει το κράτος έναντι στον πολίτη όσον αφορά θέματα διαφάνειας με το 76% απαντά ότι είναι «καθόλου/λίγο καλή», για την ανταπόκριση κρατικών υπηρεσιών κατά την τηλεφωνική επικοινωνία 79% λέει ότι είναι «καθόλου/λίγο καλή».
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω προσωπικών και τηλεφωνικών συνεντεύξεων σε νοικοκυριά σε δείγμα ατόμων άνω των 18 ετών, άνδρες (48%) και γυναίκες (52%) που διαμένουν τόσο σε αστικές όσο και αγροτικές περιοχές.
Όπως αναφέρθηκε το δείγμα ήταν αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού ως προς την επαρχία και περιοχή διαμονής με συνολικό δείγμα 1000 νοικοκυριών.
Η επιλογή του δείγματος έγινε με τη χρήση της μεθόδου της τυχαίας πολυσταδιακής στρωματοποιημένης δειγματοληψίας και η συλλογή των στοιχείων πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 15 Μαρτίου έως 10 Απριλίου 2024.
Ο κ. Αριστοδήμου δήλωσε ότι η έρευνα διεξάγεται τα τελευταία πέντε χρόνια με χορηγία της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.