Είναι αδιανόητο κάποιες ενέργειες και συμπεριφορές οι οποίες όταν γίνουν σε δημόσιους χώρους να είναι ποινικά κολάσιμες, ενώ αν γίνουν μέσω του διαδικτύου να μην αποτελούν εξίσου ποινικά αδικήματα, δήλωσε τη Δευτέρα ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης, σημειώνοντας ότι έφτασε η στιγμή η Βουλή να ψηφίσει το νομοσχέδιο για ποινικοποίηση αξιόμεμπτων συμπεριφορών στο διαδίκτυο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε διάλεξη σε τελειόφοιτους φοιτητές του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου με θέμα «Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης», μετά από πρόσκληση του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Ο κ. Σαββίδης στο πλαίσιο της διάλεξης ανέφερε ότι εκκρεμεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων το νομοσχέδιο «Ο Περί Ποινικού Κώδικα Τροποποιητικός αρ. 2 Νόμος του 2020, μηνύματα/αναρτήσεις στο διαδίκτυο» με σκοπό την ποινικοποίηση αξιόμεμπτων συμπεριφορών, όπως είναι η ανάρτηση μηνύματος με γραπτό κείμενο ή εικονογράφηση με περιεχόμενο κατάφορα προσβλητικό ή άσεμνο ή αισχρό ή απειλητικό. Παράλληλα, συνέχισε, προβλέπεται η ποινικοποίηση της ανάρτησης μηνύματος με ψευδές περιεχόμενο που σκοπό έχει να προκαλέσει ενόχληση ή παρενόχληση ή ανησυχία.
Είπε ότι η δυνατότητα χρήσης του διαδικτύου επιφέρει και πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις που σχετίζονται με την γρήγορη διάθεση ψευδών ειδήσεων, την παραπληροφόρηση, τη χειραγώγηση του κοινού, καθώς και την παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ατόμου. Σημείωσε ότι υπάρχει ενδιαφέρουσα νομολογία σε σχέση με την πρόσβαση στο διαδίκτυο και την ελευθερία της έκφρασης.
Κληθείς από το ΚΥΠΕ να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το εν λόγω νομοσχέδιο, ο κ. Σαββίδης είπε ότι είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο εκκρεμεί εδώ και πολύ καιρό στην Βουλή το οποίο προσπαθεί να ρυθμίσει κάποιες συμπεριφορές οι οποίες εάν γίνονται στο διαδίκτυο θα πρέπει να αποτελούν ποινικά αδικήματα.
Εξήγησε ότι αν και είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο είναι αρκετά πολυσυζητημένο, η Βουλή δεν έχει προχωρήσει στην ψήφισή του. «Θεωρώ ότι ήρθε η ώρα να προχωρήσει η Βουλή στο γενναίο εκείνο βήμα, στο να το ψηφίσει γιατί θεωρώ ότι είναι αδιανόητο κάποιες ενέργειες και συμπεριφορές οι οποίες όταν γίνουν σε δημόσιους χώρους να είναι ποινικά κολάσιμες, ενώ αν γίνουν μέσω του διαδικτύου – που έχει και μεγαλύτερη απήχηση – να μην αποτελούν εξίσου ποινικά αδικήματα», σημείωσε.
Ο κ. Σαββίδης μιλώντας στους φοιτητές είπε ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης αποτελεί βασικό δικαίωμα σε μια δημοκρατική κοινωνία σημειώνοντας ότι «είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας» όπως το αναφέρει και ο Καθηγητής Κώστας Παρασκευά στο σύγγραμμά του «Κυπριακό συνταγματικό δίκαιο: θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες».
«Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης είναι πολύ σημαντικό και αυτό γιατί έχει ως επίκεντρο την προσωπικότητα του ατόμου και πώς αυτή εξελίσσεται η συμμετοχή του στον δημόσιο διάλογο και στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Παράλληλα, αποτελεί το εργαλείο άσκησης κριτικής προς τη δημόσια εξουσία», σημείωσε.
Ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε ότι στην Κύπρο, το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης προστατεύεται από το άρθρο 19 του Συντάγματος και γι’ αυτό και αναφέρεται ως συνταγματικό δικαίωμα. Πρόσθεσε επίσης ότι το δικαίωμα αυτό προστατεύεται επίσης και από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ). Ο κ. Σαββίδης προέβη σε ανάλυση σειράς αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Σημείωσε ότι στο πλαίσιο αυτό, εργαλείο ανάλυσης και παραδειγμάτων αποτέλεσε προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία αξιοποιήθηκε ώστε να καταδειχθεί τόσο η θετική υποχρέωση του κράτους να παρέχει αποτελεσματική προστασία έναντι του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης όσο και της αλλαγής που, όπως ο κ. Σαββίδης είπε, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη νομολογία του ΕΔΔΑ, «η οποία φαίνεται να περιβάλλει με την προστασία του Άρθρου 10 ΕΣΔΑ και το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες, ακόμη και αν αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
Μιλώντας για την θετική υποχρέωση που έχει το κράτος ο κ. Σαββίδης σημείωσε ότι το κράτος όχι μόνο δεν δύναται να παρεμβαίνει, αλλά έχει και θετική υποχρέωση να προσφέρει αποτελεσματικούς μηχανισμούς προστασίας των συγγραφέων και των δημοσιογράφων, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για δημόσιο διάλογο, προσφέροντας στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις και τις ιδέες τους χωρίς φόβο και αυτό έστω και εάν οι απόψεις αυτές αντιστρατεύονται τις θέσεις των επίσημων αρχών ή της κοινής γνώμης.
Κατά τη διάρκεια της διάλεξης, ο Γενικός Εισαγγελέας ανέπτυξε επίσης το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου σε σχέση με το διαδίκτυο, την προστασία του Τύπου και των δημοσιογράφων και τη σημασία που ο νομοθέτης δίδει στον περιορισμό δηλώσεων που αφορούν σε χειρισμό δικαστικών υποθέσεων και του συνταγματικού δικαιώματος του ατόμου σε δίκαιη δίκη. Περιορισμοί, που όπως εξήγησε, σκοπό έχουν, αφενός, να αποφευχθεί οποιαδήποτε προκατάληψη ή πίεση από την κοινή γνώμη προς τα ενδιαφερόμενα μέρη και το δικαστήριο και αφετέρου, να θωρακίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στα θεσμικά όργανα απονομής της δικαιοσύνης.
Σε αυτό το πλαίσιο αναφέρθηκε και στη δημοσίευση απόρρητων εμπιστευτικών εγγράφων επισημαίνοντας ότι δεν αποφασίζει ο λήπτης αν λογικά ή παράλογα ο συντάκτης αποφάσισε να διαβαθμίσει την όποια επιστολή, σημειώνοντας ότι όλοι όσοι έρχονται σε επαφή με εμπιστευτικές πληροφορίες θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί με τη χρήση τους.
Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το ακροατήριο υπήρξε στις εξαιρέσεις εκείνες όπου ο λόγος και η έκφραση δεν προστατεύονται, καθώς και στην αιτιολογία που το ΕΔΔΑ παρέθεσε σε σειρά αποφάσεών του για τις οποίες έκρινε ότι υπάρχει μισαλλόδοξος λόγος ή ρητορική μίσους, ή άπτονται θεμάτων που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην προστασία της δημόσιας ασφάλειας, την ασφάλεια του κράτους και την παρεμπόδιση αποκάλυψης απόρρητων πληροφοριών, και τη φήμη και την υπόληψη τρίτων.
Εξάλλου, σε δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ, ο κ. Σαββίδης είπε ότι «είχα τη χαρά να παρευρεθώ για δεύτερη φορά και να απευθύνω διάλεξη στους φοιτητές νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου μέσα στα πλαίσια της διδακτικής τους ύλης. Σήμερα μιλήσαμε για το θέμα της ελευθερίας της έκφρασης και των περιορισμών που μπορούν να τεθούν».
«Ήταν πιστεύω μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση την οποία φάνηκε ότι οι φοιτητές παρακολούθησαν με ενδιαφέρον, έκαναν πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις στο τέλος και ήταν χαρά μου που ήμουν μαζί τους και μπόρεσα να βοηθήσω και εγώ στην ανταλλαγή απόψεων για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης», ανέφερε.