Καταγγελία την οποία διερευνά η Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας κάνει λόγο για γόνους κρατικών αξιωματούχων και άλλων προσώπων που ασκούν πολιτική επιρροή ή επώνυμων οικογενειών, που υπηρετούν κατά τη θητεία τους στην Εθνική Φρουρά υπό ευνοϊκές και προνομιακές συνθήκες στη διοίκηση του Υπουργείου Άμυνας και ΓΕΕΦ και μάλιστα σε θέσεις που ενδεχομένως να μην απαιτούνται αλλά να έχουν επί τούτου δημιουργηθεί.
Με αφορμή την καταγγελία, ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας με επιστολή του στις 5.10.2022, ζήτησε τον κατάλογο με τους κληρωτούς στρατιώτες/αξιωματικούς που υπηρετούν στα γραφεία του Υπουργείου Άμυνας και του ΓΕΕΦ, με αναφορά για τον καθένα εάν, εξ όσων ήταν σε αυτούς γνωστό, έχουν οποιαδήποτε μορφής συγγένειας ή ιδιάζουσα σχέση με νυν ή πρώην κρατικούς αξιωματούχους ή υψηλόβαθμα στελέχη της Εθνικής Φρουράς. Η απάντηση του Υπουργείου Άμυνας ήταν αρνητική και είχε ως αποτέλεσμα, ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, με χθεσινή του επιστολή προς τον Γενικό Εισαγγελέα, να υποβάλει επίσημη καταγγελία για παρακώλυση του έργου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας με την παράκληση όπως, ασκώντας τις συνταγματικές του εξουσίες, ενεργήσει προς προάσπιση του θεμελιώδους δικαιώματος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για ελεύθερη πρόσβαση στα στοιχεία και πληροφορίες που χρειάζεται για την άσκηση του αναγκαίου ελέγχου στους ελεγχόμενους οργανισμούς. Επιπρόσθετα, ο Γενικός Ελεγκτής ζητά από τον Γενικό Εισαγγελέα όπως κινηθούν οι διαδικασίες διερεύνησης του ενδεχόμενου διάπραξης ποινικού αδικήματος με βάση το άρθρο 5 του Νόμου Ν.113(Ι)/2002.
Πέραν όμως από την καταγγελία στη Νομική Υπηρεσία, επειδή η τοποθέτηση των υπό αναφορά οπλιτών στο Υπουργείο Άμυνας ενδεχομένως να σχετίζεται με πράξεις διαφθοράς, και ειδικότερα με παραβίαση του άρθρου 105Α του Ποινικού Κώδικα, και/ή με κατάχρηση εξουσίας κατά παράβαση του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα, η Ελεγκτική Υπηρεσία διαβίβασε με ξεχωριστή επιστολή, καταγγελία και στην Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς.
Προσωπικοί καφετζήδες του Υπουργού
Σύμφωνα με την καταγγελία προς τον Γενικό Εισαγγελέα, αριθμός οπλιτών φαίνεται να ασκούν καθήκοντα σε βοηθητικού τύπου υπηρεσίες στο γραφείο του Υπουργού και γενικότερα στον όροφο που στεγάζεται η ηγεσία του Υπουργείου και του ΓΕΕΦ, όπως προσφορά καφέδων και άλλων αφεψημάτων κ.λπ., τη στιγμή μάλιστα που στο ισόγειο του κτηρίου λειτουργεί παράρτημα της Λέσχης Αξιωματικών στο οποίο επίσης είναι τοποθετημένοι κάποιοι εκ των οπλιτών αυτών. Οι οπλίτες, σύμφωνα με την καταγγελία που ερευνά ο Γενικός Ελεγκτής, υπηρετούν κατά τη θητεία τους στην Εθνική Φρουρά υπό ευνοϊκές και προνομιακές συνθήκες στη διοίκηση του Υπουργείου Άμυνας και ΓΕΕΦ και μάλιστα σε θέσεις που ενδεχομένως να μην απαιτούνται αλλά να έχουν επί τούτου δημιουργηθεί, κάτι που θα σήμαινε σπατάλη δημόσιων πόρων, αφού η μετάθεση των οπλιτών αυτών από μονάδες της Εθνικής Φρουράς οδηγεί στη δημιουργία αναγκών που καλύπτονται με δημόσια δαπάνη από Συμβασιούχους Οπλίτες (ΣΥΟΠ).
Όπως αναφέρει ο Γενικός Ελεγκτής, μετά την έναρξη διερεύνησης της υπόθεσης, η υπηρεσία του έγινε δέκτης από άλλη πηγή πληροφοριών που ήταν πλέον συγκεκριμένες και αφορούσαν τους υιούς νυν και πρώην κρατικών αξιωματούχων και άλλων προσώπων που ασκούν πολιτική επιρροή, αλλά και άλλων επώνυμων προσώπων έστω κι αν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κατέχουν θέση επιρροής. Είναι αξιοσημείωτο ότι, με βάση τις πληροφορίες μας, υιός Κρατικού Αξιωματούχου ολοκλήρωσε τη θητεία του τον Σεπτέμβριο του 2022 και αμέσως μετά τον διαδέχθηκε στο Υπουργείο Άμυνας σε τέτοια προνομιακή θέση ο πρώτος εξάδελφός του.
Ζήτησαν κατάλογο ονομάτων
Με βάση την πληροφόρηση που κατείχε η Ελεγκτική Υπηρεσία και θεωρώντας ότι ο έλεγχος θα ήταν ευχερές να γίνει με τη βοήθεια της ίδιας της διοίκησης του Υπουργείου Άμυνας και του ΓΕΕΦ, ζήτησαν αρχικά προφορικώς και στη συνέχεια, στις 5.10.2022, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τον κατάλογο με τους κληρωτούς στρατιώτες/αξιωματικούς που υπηρετούν στα γραφεία του Υπουργείου Άμυνας και του ΓΕΕΦ, με αναφορά για τον καθένα εάν, εξ όσων ήταν σε αυτούς γνωστό, έχουν οποιαδήποτε μορφής συγγένειας ή ιδιάζουσα σχέση με νυν ή πρώην κρατικούς αξιωματούχους ή υψηλόβαθμα στελέχη της Εθνικής Φρουράς.
Όπως εξηγεί στην καταγγελία που υπέβαλε ο Γενικός Ελεγκτής στη Νομική Υπηρεσία, παρά τις αρχικές προφορικές διαβεβαιώσεις ότι τα στοιχεία θα δίνονταν, στις 9.1.2023, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Επιτελικού Γραφείου Υπουργού Άμυνας, κατόπιν οδηγιών του κ. Υπουργού, για διάφορους λόγους για τους οποίους κρίνεται από το Υπουργείο πως το Επιτελείο του Υπουργού Άμυνας και η ιεραρχία του ΓΕΕΦ θα πρέπει να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέγουν οι ίδιοι τους οπλίτες που θα τους πλαισιώνουν, καταλήγοντας ότι δεν κρίνεται σκόπιμη η κοινοποίηση περαιτέρω στοιχείων.
Επίσης, σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, στις 10.1.2023, ο εν λόγω ονομαστικός κατάλογος οπλιτών ζητήθηκε εκ νέου από τον Διευθυντή του Επιτελικού Γραφείου Αρχηγού ΓΕΕΦ, σε κατ’ ιδίαν συνάντηση στο γραφείο του με δύο λειτουργούς της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Την επόμενη, σε τηλεφωνική επικοινωνία, στέλεχος του Υπουργείου Άμυνας πληροφόρησε την Ελεγκτική Υπηρεσία τηλεφωνικώς ότι η ιεραρχία του ΓΕΕΦ και το Υπουργείο Άμυνας ενημερώθηκαν για το νέο αίτημα και έχει οδηγίες να αναφέρει ότι ισχύει η απάντηση που μας δόθηκε με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ημερ. 9.1.2023.
Οι εξουσίες του Γενικού Ελεγκτή
Το άρθρο 3 του περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας Νόμο (Ν.113(Ι)/2002) παρέχει σαφείς εξουσίες στον Γενικό Ελεγκτή, να ζητά στοιχεία σε οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένης και της ηλεκτρονικής μορφής, επεξηγήσεις και πληροφορίες, γραπτές ή προφορικές, που κατά την κρίση του μπορούν να τον υποβοηθήσουν στην εκτέλεση του έργου του. Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, κατά παράβαση του άρθρου 4 του πιο πάνω Νόμου, το οποίο επιβάλλει νομική υποχρέωση σε Υπουργούς και δημόσιους υπαλλήλους, μεταξύ άλλων, να μην αποκρύπτουν οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία, το Υπουργείο Άμυνας και το ΓΕΕΦ παραλείπουν ή αρνούνται να προσκομίσουν κατάλογο με τους κληρωτούς στρατιώτες/αξιωματικούς που υπηρετούν ή υπηρέτησαν εντός του 2022 στα γραφεία του Υπουργείου Άμυνας και του ΓΕΕΦ. Με βάση το άρθρο 5 του ίδιου Νόμου, κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 3, που αρνείται ή εν γνώσει του αποκρύπτει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 4 ανωτέρω, είναι ένοχο αδικήματος.