της Όλγας Κωνσταντίνου
Οι προσπάθειες για συντήρηση του ιστορικού καφενείου Spitfire στο κέντρο της Λευκωσίας ξύπνησαν μνήμες και θύμισες στους ανθρώπους που μόχθησαν και δούλεψαν σε αυτό, και μας μεταφέρουν την χρυσή περίοδο 1960 – 1974. Η Μαρούλλα Κυριακίδου Αλεξανδρινού, είναι η κόρη του τελευταίου διαχειριστή του Spitfire, Κυριάκου Κυριακίδη.
“Αρχικά είχε πάει ως υπάλληλος του Αντουαν Πούρτζη μετά ήταν πολύ ευχαριστημένος από τον πατέρα μου και του πρότεινε να του δώσει το καφενείο να το παραχωρήσει χωρίς ενοίκιο, με τον όρο να το λειτουργεί 24 Ώρες το 24ωρο. Ο πατέρας μου απλά πλήρωσε τα έπιπλα τον εξοπλισμό και συνέχισε να το λειτουργεί με την βοήθεια του αδελφού του Γεώργιου, οι οποίοι άλλαζαν βάρδια.”
Σύχναζαν, εργάτες, συνταξιούχοι νέοι και στρατιώτες. Ήταν σημείο συνάντησης για Ελληνοκυπρίους, Τουρκοκυπρίους, Αρμένιους, Λατίνους από όλην Κύπρο.
“Πάντα έξω στην βεράντα ήταν γεμάτο ανθρώπους που έπιναν ναργιλέ ή έπαιζαν τάβλι και μέσα είχε μπιλιάρδα που έπαιζαν οι νεαροί και μέσα είχε ένα δωματιάκι που ήταν πάντα κλειστό και λειτουργούσε το βράδυ που έπαιζαν οι διάφοροι χαρτιά αλλά αυτό που θυμάμαι ευχάριστα , ήταν όποτε ερχόμασταν ο πατέρας μ θα μας κερνούσε γλύκισμα και αναψυκτικό.”
Ο πατέρας, της θυμάται η κυρία Κυριακίδου, δούλεψε πολύ σκληρά εκείνη την περίοδο, και δεν βοήθησε οικονομικά μόνο την οικογένεια του αλλά και τους συγγενείς του.
“Αυτό που θυμάμαι είναι ότι , αυτήν την εποχή ο πατέρας μου άρχισε να βγάζει λεφτά και δεν βοήθησε μόνο εμάς τα παιδιά του να κτίσουμε τα σπίτια μας, αλλά βοήθησε τα αδέλφια του, τους πάντες αυτή ήταν η πιο ωραία εποχή που θυμάμαι από το Spitfire.”
Τα συναισθήματα της σήμερα που στέκεται ξανά μπροστά από το Spitfire, ανάμικτα. Οι πόρτες του έκλεισαν άρον άρον, λίγες ώρες προτού ο Αττίλας εισβάλει στο νησί, αφού είχαν υποψιαστεί για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Πρόλαβαν να πάρουν μόνο ένα σακούλι με καπνό…
“Έψαχναν τα κλειδιά για να το κλειδώσουν το καφενείο, και επειδή το καφενείο δεν έκλεινε ποτέ έχασαν τα κλειδιά και έτρεχαν να βρουν τρόπο, βρήκαν ένα τσακροκλίδι και το μόνο που επήραν ήταν ένα σάκο τουμπέκι και τίποτα άλλου, όλα τα υπόλοιπα τα είχαν αφήσει μέσα στο καφενείο με την ελπίδα ο πατέρας μ ότι θα γύρισε πίσω σε κάποια φάση να τα πάρει.”
46 χρόνια μετά παραμένει βουβό. Μα οι εικόνες και η ιστορία του χαραγμένη στο μυαλό των ανθρώπων που το έζησαν αλλά και των θαμώνων του.