Στην Κύπρο, πέραν των 13.000 μαθητών εντάσσονται στην Ειδική Εκπαίδευση, σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρθηκαν σήμερα ενώπιον της Κοινοβουλευτική Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η συνεδρία της Επιτροπής εξέτασε το δικαίωμα των παιδιών σε ισότιμες ευκαιρίες μάθησης και την έγκαιρη διάγνωση μαθησιακών δυσκολιών (δυσλεξία, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα – ΔΕΠΥ).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με εκπροσώπους του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΠΑΝ), συνολικά 13.345 μαθητές της Δημοτικής και της Μέσης Εκπαίδευσης είναι ενταγμένοι στην Ειδική Εκπαίδευση. Αναλυτικά, στη Δημοτική Εκπαίδευση 7.500 παιδιά είναι μαθητές Δημοτικής Εκπαίδευσης (εκ των οποίων 340 έχουν διαγνωσθεί με μαθησιακές δυσκολίες και 325 με ΔΕΠΥ) και 5.845 της Μέσης Εκπαίδευσης (εκ των οποίων 947 με μαθησιακές δυσκολίες και 422 με ΔΕΠΥ).
Μητέρα παιδιού με δυσλεξία συνάντησε άγνοια και απαξίωση στο δημόσιο σχολείο
Στην επιτροπή παρευρέθηκαν μητέρες παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες κατέθεσαν τις δικές τους εμπειρίες ενώπιον των Βουλευτών. Η Ρούλα Δημητρίου, μητέρα παιδιού με δυσλεξία, ανέφερε ότι στο δημόσιο σχολείο συνάντησε άγνοια και απαξίωση γιατί οι δάσκαλοι δεν ήταν εξειδικευμένοι, με αποτέλεσμα να στραφεί προς την ιδιωτική εκπαίδευση. «Έδωσα αγώνα και στο ιδιωτικό σχολείο για την κόρη μου», είπε. Επιπρόσθετα, η κ. Δημητρίου σημείωσε ότι οι νόμοι του ΥΠΠΑΝ είναι ελλιπείς. «Πρέπει να επιταχυνθεί η διαδικασία της αξιολόγησης. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εκπαιδευτούν, να διδάσκουν με πολυαισθητηριακές μεθόδους», πρόσθεσε και πρότεινε την πριμοδότηση των δυσλεκτικών μαθητών στις Παγκύπριες Εξετάσεις, για να εισαχθούν στα Πανεπιστήμια.
Από την πλευρά της, η Τώνια Σταυρινού, μητέρα αγοριού με δυσλεξία, εστίασε στην ανάγκη για έγκαιρη αξιολόγηση και διάγνωση, οι οποίες θα πρέπει να γίνονται από την έναρξη της φοίτησης των παιδιών στο δημοτικό σχολείο. Ακόμη, έκανε λόγο για άγνοια και προκατάληψη των εκπαιδευτικών, δίνοντας ως παράδειγμα εμπειρίες που βίωσε ο γιος της.
Η Μαρίνα Γεωργίου, εκ μέρους του Συνδέσμου Γονέων Παιδιών με ΔΕΠΥ, ανέφερε ότι παιδιά με ΔΕΠΥ και μαθησιακές δυσκολίες έχουν μειωμένο ωράριο φοίτησης στις ειδικές μονάδες. «Το σύστημα απορρίπτει αυτά τα παιδιά, τα ωθεί στην παραβατικότητα», είπε χαρακτηριστικά.
Στην απόφαση της Ειδικής Επιτροπής για την αξιολόγηση ενός παιδιού, θα πρέπει να συμπληρώνεται το παράρτημα για εξαιρέσεις και προσαρμογές και θα πρέπει να συμμετέχουν εμπειρογνώμονες, πρόσθεσε.
ΠΟΕΔ: Ανάγκη για δομές συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών
Η Πρόεδρος της ΠΟΕΔ, Μύρια Βασιλείου, ανέφερε ότι μετά τη διάγνωση πρέπει να υπάρχουν δομές καθώς και συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. «Πρέπει να προσαρμοστεί η υλικοτεχνική υποδομή», σημείωσε, κάνοντας λόγο για χρονοβόρες διαδικασίες στην παραχώρηση ενισχυτικού εκπαιδευτικού υλικού και εξατομικευμένου εξοπλισμού.
Ανέφερε ακόμη ότι υπάρχουν ελλείψεις στην επιμόρφωση των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες και ότι ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει χρόνο για να παράσχει εξατομικευμένη διδασκαλία στο παιδί. Ο σχολικός συνοδός μπορεί να λειτουργήσει ως δεύτερος εκπαιδευτικός μέσα στην τάξη, είπε.
ΟΕΛΜΕΚ: Ανάγκη επιμόρφωσης των καθηγητών
Στην παρέμβασή του, ο Πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ, Κώστας Χατζησάββας, αναγνώρισε την ανάγκη επιμόρφωσης των καθηγητών και τόνισε ότι γίνονται κάποιες διευκολύνσεις στα παιδιά σε εξετάσεις και διαγωνίσματα, παράλληλα με την ύπαρξη του προγράμματος ΔΡΑΣΕ. Μίλησε επίσης, για καθυστέρηση στον έγκαιρο εντοπισμό των δυσκολιών και στη λήψη αποφάσεων από τις Ειδικές Επιτροπές. «Αν δεν υπάρχει συγκατάθεση γονέων, το παιδί δεν μπορεί να αξιολογηθεί από ειδικό εκπαιδευτικό ψυχολόγο», τόνισε, προσθέτοντας ότι «πολλά ζητήματα διαιωνίζονται εδώ και χρόνια, εξ ου και τα προβλήματα».
Οι θέσεις βουλευτών
Η Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, ανέφερε ότι είναι αδιανόητο να ακούμε παιδιά να παραιτούνται από το μέλλον τους, από τη ζωή τους γιατί είναι απογοητευμένα και αισθάνονται αδύναμα για να το παλέψουν, επειδή το κράτος δεν τους δίνει τα απαραίτητα εφόδια στην εκπαίδευση.
«Ακούσαμε συγκλονιστικές μαρτυρίες σήμερα από μητέρες οι οποίες έχουν υπερβάλει εαυτόν προκειμένου να δώσουν μια ευκαιρία στα παιδιά τους», ανέφερε η Βουλευτής του ΑΚΕΛ, συμπληρώνοντας ότι «τα παιδιά ταμπελώνονται στα σχολεία. Τους αποκαλούν τεμπέληδες, δέχονται ειρωνείες», επειδή δεν έχουν διαγνωστεί, με αποτέλεσμα να χάνουν την αυτοπεποίθησή τους. «Η Πολιτεία δεν έχει το απαραίτητο σύστημα για έγκαιρη διάγνωση στην Προδημοτική», είπε.
Η κ. Χαραλαμπίδου σημείωσε ότι από το 2011, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, υποβάλλει ερωτήσεις για αυτό το ζήτημα. «Το 2019 μού έδιναν υποσχέσεις για κανονισμούς και νομοθεσίες που δεν ήρθαν ακόμα στο κοινοβούλιο το 2022», είπε, αναφερόμενη στο ΥΠΠΑΝ.
Επιπρόσθετα, έκανε λόγο για τέσσερις εκθέσεις της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, τις συστάσεις των οποίων δεν έχει ακόμα υιοθετήσει το Υπουργείο, το οποίο δεν απαντά στις παρατηρήσεις της εδώ και ένα χρόνο, όπως είπε. «Το θέμα των μαθησιακών προβλημάτων είναι άμεσα συνδεδεμένο με το θέμα της παραβατικότητας», κατέληξε.
Η Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Ρίτα Θεοδώρου Σούπερμαν, ανέφερε ότι τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν το 11% των μαθητών της Δημοτικής Εκπαίδευσης και το 24% των μαθητών της Μέσης Εκπαίδευσης, προσθέτοντας ότι τα παιδιά αυτά δεν τυγχάνουν ισότιμης μεταχείρισης γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα δεν εφαρμόζει ισότιμα σε κάθε παιδί ανάλογα με τις δικές του ανάγκες. Η κ. Σούπερμαν μίλησε για βήματα βελτίωσης που έχουν γίνει, αλλά αυτά «γίνονται πολύ αργά», κάτι που αποβαίνει εις βάρος των παιδιών. «Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες θυματοποιούνται στον βωμό της γραφειοκρατίας, της πολυπλοκότητας των μηχανισμών, των πυροσβεστικών λύσεων που δίνονται και των αναχρονιστικών συστημάτων», υπέδειξε, αναφέροντας ότι κάθε εκπαιδευτικός ψυχολόγος έχει 2.700 παιδιά υπό την ευθύνη του.
Ερωτηθείσα για το είδος των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μαθητές, η κ. Σούπερμαν έκανε λόγο για διακρίσεις που υφίστανται και από το σύστημα και από τα άλλα παιδιά και συμπλήρωσε ότι δεν υπάρχουν αρκετοί ειδικοί εκπαιδευτικοί και συνοδοί. Πρόσθεσε ότι οι μεταθέσεις των ειδικών εκπαιδευτικών δυσχεραίνουν το έργο που επιτελείται με τα παιδιά, που θα πρέπει να εμπιστευθούν εκ νέου κάποιον άλλον εκπαιδευτικό.
Η Βουλευτής των Οικολόγων, Αλεξάνδρα Ατταλίδου, ανέφερε ότι είναι σημαντικό να υπάρχει ένας χάρτης πορείας για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, για να μπορούν να έχουν την αναγκαία ψυχολογική, εκπαιδευτική ή τεχνική στήριξη χωρίς αποκλεισμούς και περιθωριοποίηση. «Το κράτος θα πρέπει να υιοθετήσει καλές πρακτικές οι οποίες έχουν υιοθετηθεί από άλλα κράτη. Θα πρέπει επιτέλους να υπάρξει μια βάση δεδομένων όπου όλα τα θέματα που αφορούν μαθησιακές δυσκολίες, θα πρέπει να καταγράφονται, ούτως ώστε να μπορούν να μελετώνται και από ακαδημαϊκούς αλλά και από τις ίδιες τις οργανώσεις των ατόμων που ασχολούνται», συνέχισε η κ. Ατταλίδου.