Ήταν 14 Αυγούστου του 1974, όταν οι τουρκικές δυνάμεις βομβάρδισαν την Αμμόχωστο, με τους κατοίκους να κλείνουν άτακτα την καγκελόπορτα των σπιτιών τους και να τα εγκαταλείπουν προσωρινά την πόλη της. Μια προσωρινή φυγή που φέτος μετρά 49 χρόνια προσφυγιάς…
Μεταξύ τους και ο 14χρονος τότε Γιάννης Τουμαζής, ο οποίος με αφορμή την μαύρη επέτειο μιλά στο AlphaNewsLive για τις πικρές μνήμες της εισβολής και την προσφυγιάς, την επιστροφή…σαν επισκέπτης στην πόλη του, αλλά και τις θύμησες που κρατά από την Αμμόχωστο.
Με την μητέρα μου Αιμιλιάνα και τον αδελφό μου Αντώνη έξω από το σπίτι μας στην Αμμόχωστο – 1965
Πότε αναγκαστήκατε να εγκαταλείψετε το σπίτι σας στην Αμμόχωστο;
Όπως και οι περισσότεροι Βαρωσιώτες, στις 14 Αυγούστου τα χαράματα. Είχαμε όλες τις προηγούμενες μέρες ζήσει την τρομακτική εμπειρία των βομβαρδισμών της πόλης μας, την γενικότερη σύγχυση και διάλυση που επικρατούσε, τον φόβο και την αβεβαιότητα. Οι βομβαρδισμοί είναι ό,τι χειρότερο έχω βιώσει: ακούς πρώτα τον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων, βλέπεις μετά τα μικρά άσπρα σημαδάκια ψηλά στον ουρανό και έπονται οι εκρήξεις. Θυμάμαι που κρυβόμαστε κάτω από τις πορτοκαλιές στο περβόλι του παππού μου στον Άγιο Μέμνωνα και σκάβαμε λάκκους στο χώμα για να προστατευθούμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα εκατοντάδες σκουλήκια που έρπονταν στα σώματα μας στην προσπάθεια μας να σωθούμε.
Τι θυμάστε από την 14η Αυγούστου του 1974;
Για τον αδελφό μου και μένα ήταν πολύ δύσκολες στιγμές. Καθώς οι γονείς μου ανέλαβαν υπηρεσία στα πρόχειρα νοσοκομεία της πρώτης γραμμής, εμείς φύγαμε μαζί με μία νοσοκόμα της κλινικής του πατέρα μου με κατεύθυνση την Άχνα, που κι αυτή καταλήφθηκε αργότερα. Πήγαμε στο σπίτι των θείων μου, Τιμοθέας και Αδάμου Κληρίδη μαζί με καμμιά εικοσαριά άλλους συγγενείς. Κοιμόμασταν στο πάτωμα του χολ και κρυφοκοιτάζαμε από την εξώπορτα όλο το βράδυ μήπως και φανούν οι γονείς μας.
Οι γονείς μου στην κλινική της οδού Ερμού – 1959
Τι πήρατε μαζί σας φεύγοντας από το σπίτι σας;
Οι περισσότεροι έφυγαν σχεδόν με τα ρούχα που φορούσαν και ένα τρανζιστοράκι για να ακούν τις ειδήσεις. Ήμασταν, βλέπετε, σχεδόν σίγουροι πως θα επιστρέφαμε μόλις καταλάγιαζαν οι βομβαρδισμοί. Εγώ, ήμουν πάντα προνοητικός από παιδί. Ετοίμασα στα πρόχειρα ένα βαλιτσάκι και έβαλα μέσα ό,τι θεωρούσα χρησιμότερο και πολυτιμότερο: από μια αλλαξιά για όλους, τα ασημικά και τα χρυσαφικά από το σαλόνι που θαύμαζα από μωρό, και δύο υπέροχα κεντήματα από την Αθηναία γιαγιά μου.
Πως και που σας βρήκε ο πρώτος Δεκαπενταύγουστος; Τι ακολούθησε;
Στην Άχνα, στους θείους μου. Η θεία Τιμοθέα ήταν εκπληκτική μαγείρισσα και θυμάμαι πως έκανε κεφτέδες για τα τριάντα και πλέον άτομα που μαζευτήκαμε, τόσο με τον κιμά που είχε στο ψυγείο αλλά και με το γνωστό κορν μπιφ. Είχε και πενατνόστιμο σταφύλι βέρυκο. Οι γονείς μου εξακολουθούσαν να προσφέρουν τις ιατρικές υπηρεσίες τους στην πρώτη γραμμή. Η μητέρα μου μάλιστα συνελήφθη από τους Τούρκους μαζί με τον γιατρό Κώστα Χατζηκακού, όταν πήγαν με το ασθενοφόρο να φέρουν τραυματίες από την Αμμόχωστο. Τους φυλάκισαν ένα βράδυ στην Παλιά Πόλη. Ευτυχώς είχαν και οι δύο πολλούς φίλους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι και μεσολάβησαν για να αφεθούν ελεύθεροι. Τις επόμενες μέρες ο αδελφός μου και εγώ πήγαμε στη Λεμεσό, στην κλινική του θείου μου Μάκη Ευθυμίου, όπου και εγκατασταθήκαμε «προσωρινά». Οι γονείς μου έμειναν περίπου για ένα χρόνο σε αντίσκηνο στην Ορμήδεια. Ο πατέρας μου πρόσφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες στον καταυλισμό, ενώ η μητέρα μου ανέλαβε τη διεύθυνση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για όλη την περιοχή. Θυμάμαι που γύριζε τα βράδια στα χωράφια και στα περβόλια και μοίραζε κουβέρτες στον αβοήθητο κόσμο που κοιμόταν στο ύπαιθρο.
Η μητέρα μου υπεύθυνη Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για την επαρχία Αμμοχώστου στην Ορμήδεια – 1974
Επιστρέψατε στην Αμμόχωστο μετά από πολλά χρόνια ως «επισκέπτης», βρήκατε το σπίτι σας; Ποιες μνήμες ξύπνησαν;
Το σπίτι μου δεν είναι μέσα στους δρόμους που έχουν ανοίξει, το βλέπεις όμως από μακριά. Είναι πολύ περίεργο το συναίσθημα της επιστροφής. Η πίκρα, ο θυμός και η λύπη έρχονται αφού φύγεις από την πόλη. Όσο είσαι μέσα, και για ένα περίεργο λόγο, αφήνεσαι στις αναμνήσεις σου και ξανακτίζεις το παρελθόν σου: οι δρόμοι που περπάτησες, τα μαγαζιά που ψώνιζες, τα καφέ που σύχναζες… Το σχολείο σου, η παραλία που από μωρό έκανες τα μπάνια σου. Βρίσκεσαι μέσα σε ένα άδειο κέλυφος και βιώνεις το παρελθόν σου. Είναι συγκλονιστικό. Βλέποντας όμως το πως αλλάζει καθημερινά η πόλη μας από το κατοχικό καθεστώς και την εκμετάλλευση της, που έχει ήδη αρχίσει, συνειδητοποιείς πόσο λάθος δρόμους έχουμε πάρει όσον αφορά την επίλυση του Κυπριακού. Δυστυχώς δεν διδασκόμαστε τίποτα από το παρελθόν και βαδίζουμε ακάθεκτοι (και περήφανοι) προς την καταστροφή.
Το σπίτι μου σήμερα – Γωνία Λεωφόρου Ευαγόρου και Αγίου Ιωάννου
Ποια μνήμη και εικόνα από την Αμμόχωστο επιλέγετε να διατηρείτε άσβεστη στο μυαλό σας;
Δεν είναι μία η μνήμη ούτε μία η εικόνα. Προτιμώ να θυμάμαι τη ζωή μου στην Αμμόχωστο σαν μια μικρή κινηματογραφική ταινία με δεκάδες στιγμιότυπα και δεκάδες ιστορίες. Θυμάμαι τους ανθρώπους του Βαρωσιού, κοσμοπολίτες και φιλοπρόοδους, θυμάμαι τα κυριακάτικα σινεμά που πηγαίναμε, θυμάμαι τα παιγνίδια του Μίτσιγκα και του Παναγιωτόπουλου, το περβόλι του Αη Μέμνιου, την μαούνα της θείας της Ιουλίας. Τα απογεύματα του Σαββάτου στον Απόστολο Βαρνάβα και τη Σαλαμίνα, τις μουσικές και θεατρικές βραδιές στο Λύκειο Ελληνίδων, την κυρία Καψουράχη και τη Μαρίκα Αυξεντίου του Φιλοπτώχου. Ενώ η μνήμη μου τελευταία μου παίζει παιγνίδια, από την Αμμόχωστο έχω την εντύπωση ότι θυμάμαι τους πάντες και τα πάντα…
Ο Γιάννης μωρό στην αυλή της κλινικής της Αποστόλου Βαρνάβα 45 με την νοσοκόμα Παναγιώτα από το Αρναδί Αμμοχώστου – 1962