3 Μαρτίου 1957…ο Γρηγόρης Αυξεντίου δίνει ηρωική μάχη στα βουνά του Μαχαιρά, γράφεται με χρυσά γράμματα στη λίστα με τους Αθάνατους και γίνεται η πιο ισχυρή και συμβολική προσωπικότητα του ένδοξου αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ο Γρηγόρης εισχωρεί το 1955 στην ΕΟΚΑ δίνοντας τον λόγο της Στρατιωτικής του Τιμής, αντί του καθιερωμένου όρκου της ΕΟΚΑ και μπαίνει στον αγώνα κατά των Άγγλων. Τα ονόματά του πολλά, “Ζήδρος”, “Ρήγας”, “Αίαντας”, “Άρης”, “Μάστρος”, “Ανταίος” και “Ζώτος”. Πολύ γρήγορα του δόθηκε η θέση του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ.
Η καταδίωξη και η τελευταία μάχη
1 Απριλίου 1955, οι Άγγλοι καταζητούν τον Ζήδρο έναντι γερής αμοιβής…
3 Μαρτίου 1957…αφού οι Άγγλοι καταζητούν παντού τον Αυξεντίου, χωρίς αποτέλεσμα, και αφού παίρνει χίλια πρόσωπα με αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό τους, έρχεται η προδοσία.
Αυτοκίνητα και ελικόπτερα περικυκλώνουν το κρησφύγετό του που βρίσκεται κοντά στα βουνά του Μαχαιρά. Η πολύωρη μάχη αρχίζει και ο Γρηγόρης μένει ανυποχώρητος. Ώρες μετά και αφού αρνείται να παραδοθεί, λούζουν το κρησφύγετο με βενζίνη και το παραδίδουν στις φλόγες, καταγράφοντας το όνομα του Γρηγόρη Αυξεντίου με χρυσά γράμματα στην ιστορία του τόπου.
Ο μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος γράφει τον “Αποχαιρετισμό” για τον ήρωα, παραθέτοντας μερικές από τις σκέψεις που ο ίδιος ο ποιητής φαντάζεται ότι θα έκανε τις τελευταίες του ώρες ο Ζήδρος.
“Άντε, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. -Όχι;-Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω λες τη ζωή σου ; Σου αφήνω την περφάνεια σου.Δε θα σέιδει ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις: “Είμαι πέρφανη για το γιο μου, – κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου”.Έτσι. Γεια σου, μάνα.”
Ο ίδιος ο ποιητής είχε πει ότι όταν έγραφε τον “Αποχαιρετισμό”, έκλαιγε πολύ, όπως όταν έγραφε τον “Επιτάφιο”.
Advertisement“Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τ’ ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κι είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της: “Είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παράγονατισμένος ο λεβέντης μου”. Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου. “
Οι αναφορές του ποιητή, αναδεικνύουν την αξία της θυσίας του Γρηγόρη Αυξεντίου.
“Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου, το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα, πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα, τόσα μόνο γράμματα όσα να φτιάχνουν τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”