Σταθερή μείωση σημειώνουν από το 2010 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ανά εργαζόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω της παράλληλης μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της αύξησης των εργαζομένων, σύμφωνα με στοιχεία που αφορούν την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και δημοσιεύτηκαν από τη Eurostat, τη στατιστική υπηρεσία της ΕΕ.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η Κύπρος παραμένει διαχρονικά πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ, με εξαίρεση το 2013.
Ειδικότερα, το 2020, ο κάθε εργαζόμενος στην ΕΕ «παρήγαγε» 13,6 τόνους εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Πρόκειται για τον χαμηλότερο αριθμό που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα, ενώ έχει σημειωθεί πτώση 4,4 τόνων από το 2010 όταν βρισκόταν στους 18.0 τόνους.
Ο δείκτης έντασης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην απασχόληση μετρά τις εκπομπές από το σύνολο της εθνικής οικονομίας ανά εργαζόμενο άτομο.
Το 2020, η Κύπρος κατέγραψε 15,6 τόνους εκπομπών ανά εργαζόμενο άτομο. Η Κύπρος βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο από το 2008 όταν καταγράφηκαν 21,7 τόνοι εκπομπών ανά εργαζόμενο (18,8 τόνοι στην ΕΕ), αν και προσέγγισε τον μέσο όρο τα επόμενα χρόνια (το 2012 βρισκόταν στους 17,6 τόνους σε σχέση με 17,4 τόνους στην ΕΕ) και βρέθηκε κάτω από αυτόν το 2013 (16,9 τόνοι στην Κύπρο σε σχέση με 17,0 τόνους στην ΕΕ).
Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και το 2020, ο δείκτης έντασης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην απασχόληση βρέθηκε και πάλι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μεταξύ των υπολοίπων κρατών μελών, οι μεγαλύτερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου το 2020 έγιναν από τη Δανία (24,7 τόνοι ανά εργαζόμενο άτομο), και ακολουθούν η Ιρλανδία (23,2 τόνοι) και η Πολωνία (20,9 τόνοι).
Οι χαμηλότερες ποσότητες εκπομπών τον ίδιο χρόνο καταγράφηκαν στη Σουηδία (8,1 τόνοι) και στη Μάλτα (7,2 τόνοι).