Το Ανώτατο Δικαστήριο με μια μακροσκελή ανακοίνωση τοποθετείται με αφορμή έρευνα της Μονάδας Δικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας και μεταξύ άλλων τονίζει πως από όλα όσα έχουν λεχθεί και ακουστεί τις τελευταίες ημέρες, “εκείνο που όλως ιδιαιτέρως μας ανησυχεί είναι οι σαφώς εσφαλμένες εντυπώσεις και οι απαξιωτικές αναφορές σε έλλειψη αμεροληψίας των δικαστών και σε παρεμβάσεις από πολιτικά κόμματα στο διορισμό δικαστών”.
Διευκρινίζοντας ότι θα δώσει σημασία σε αυτά χωρίς να υποτιμούνται τα υπόλοιπα, το Ανώτατο αναφέρει πως ενώ ασφαλώς είναι δικαίωμα του κάθε δικηγόρου και του κάθε πολίτη να έχει τη δική του άποψη και εντύπωση, “η αντίληψη μερίδας των δικηγόρων, όπως παρουσιάζεται στην έρευνα, ότι οι δικαστές δεν είναι αμερόληπτοι, δεν έχει κανένα έρεισμα στα γεγονότα”.
Σύμφωνα με το Ανώτατο, η έλλειψη αμεροληψίας αποτελεί σοβαρό λόγο για πειθαρχική καταγγελία εναντίον δικαστή ή για υποβολή έφεσης, προσθέτοντας ότι έχει εισάγει τον Ιανουάριο 2019 Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς, ο οποίος είναι από τους πιο προηγμένους στην Ευρώπη και ενδεχομένως να αποτελέσει πρότυπο για άλλες χώρες.
Ο Οδηγός, αναφέρει το Ανώτατο, εφαρμόζεται για όλους τους δικαστές της Κύπρου, τόσο του Ανωτάτου όσο και των πρωτόδικων Δικαστηρίων και καλύπτει κάθε πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και συμπεριφοράς, περιλαμβανομένης της αμεροληψίας.
Σημειώνει ότι κατά τη σχετική αξιολόγηση της η Επιτροπή Greco, αναφορικά με τον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς, κατέληξε ότι η Κύπρος συμμορφώθηκε πλήρως με τη σχετική σύσταση.
Υπενθυμίζεται και ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας στις 17.11.2020, με αφορμή τη «Δεύτερη Έκθεση Συμμόρφωσης της Κύπρου στην Greco» όπου σημειώνεται ότι η Κύπρος κατάφερε να υλοποιήσει ικανοποιητικά (7) από τις (16) συστάσεις και ως εκ τούτου να μην κληθεί ως «συνολικά μη ικανοποιητική συμμόρφωση» και ότι «αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην υλοποίηση και των τεσσάρων Συστάσεων που αφορούν στην Πρόληψη της Διαφθοράς στη Δικαστική Εξουσία».
Αναφέρεται επίσης το Ανώτατο σε νέα Δικαστική Πρακτική με την οποία έχουν τεθεί πιο αυστηρές προϋποθέσεις ακόμα και από τα απαιτούμενα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Σύμφωνα δε με τον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς, οι σοβαρές περιπτώσεις μη συμμόρφωσης στις πρόνοιες του δυνατόν να συνιστούν πειθαρχικό αδίκημα που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε παύση του δικαστή.
“Συνεπώς, εκτός της μακράς παράδοσης αμεροληψίας και δεοντολογίας που διατηρούν οι δικαστές στην Κύπρο, υφίσταται πλέον και κατά τρόπο θεσμοθετημένο ένα ισχυρό πλαίσιο διασφάλισης της αρχής της αμεροληψίας, η οποία αποτελεί την πεμπτουσία της δικαστικής λειτουργίας”, αναφέρει.
Για τα περί αντίληψης για την παρέμβαση πολιτικών κομμάτων στο διορισμό Δικαστών το Ανώτατο κάνει λόγο για “ατεκμηρίωτη, αβάσιμη και εκτός κάθε πραγματικότητας, ας είναι βέβαιοι οι πολίτες, βρίσκεται η αντίληψη που καταγράφεται στην παραπάνω έρευνα, ότι «υπάρχουν περιπτώσεις παρεμβάσεων από τα πολιτικά κόμματα στο διορισμό των δικαστών στην Κύπρο»”.
“Ούτε κομματικές, ούτε πολιτικές, ούτε οποιεσδήποτε άλλες παρεμβάσεις είναι ανεκτές. Αντιθέτως είναι αδιανόητες”, αναφέρει.
Σημειώνει ότι έχουν πρόσφατα εισαχθεί και κοινοποιηθεί δημοσίως, αντικειμενικά κριτήρια μετά από σύσταση της Greco και αφού ελήφθη υπόψη έκθεση με εισηγήσεις εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τα οποία διενεργούνται οι διαδικασίες διορισμού και προαγωγής δικαστών, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί από την Greco ότι επίσης υπήρξε πλήρης συμμόρφωση της Κύπρου στη σχετική σύσταση.
Σε ό,τι αφορά την αναγνώριση ότι τα προβλήματα της κυπριακής δικαιοσύνης ουδόλως αφορούν την έλλειψη ακεραιότητας ή ανεξαρτησίας των δικαστών, σύμφωνα με το Ανώτατο αυτή έχει εξαρχής τονιστεί πολύ πρόσφατα σε γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας (European Commission for Democracy through Law, Venice Commission) (Cyprus, Opinion on Three Bills Reforming the Judiciary, 10-11 Δεκεμβρίου 2021).
Αναφέρεται σε διαπίστωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά το 2004, για σκοπούς ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι «Η Δικαιοσύνη της Κύπρου είναι ανεξάρτητη. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι κατά πάντα σεβαστή. Το επίπεδο απονομής της δικαιοσύνης είναι υψηλό.»
Για το σοβαρό πρόβλημα των καθυστερήσεων αναφέρει ότι έχει ζητήσει την αρωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως αποτέλεσμα βρισκόμαστε στην τελευταία περίοδο διαδικασίας σοβαρών αλλαγών, ακόμα και θεμελιακής μεταρρύθμισης της δικαιοσύνης.
“Το γεγονός ότι η Κύπρος βρίσκεται στις τελευταίες βαθμίδες από πλευράς καθυστερήσεων δεν είναι άσχετο με το εξίσου σημαντικό γεγονός ότι για χρόνια βρισκόταν και στις τελευταίες βαθμίδες σε ότι αφορά την χρηματοδότηση της δικαιοσύνης από το κράτος”, σημειώνει.
Αναφέρει παράλληλα ότι το σύστημα έφθασε στις αντοχές του και για τον κίνδυνο αυτό το Ανώτατο προειδοποίησε κατ’ επανάληψη.
“Εάν δεν κατέρρευσε μέχρι σήμερα, τούτο οφείλεται στις τεράστιες προσπάθειες των λειτουργών της δικαιοσύνης, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τα ελλιπή μέσα. Η ύστατη προσπάθεια για διάσωση του συστήματος πρέπει να είναι κοινή προσπάθεια των λειτουργών της δικαιοσύνης, δικηγόρων και δικαστών”, καταλήγει το Ανώτατο.