Γραπτή ανακοίνωση εξέδωσε ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής Ισαϊας αναφορικά με τα όσα ακολουθούν της υπόθεσης του θανάτου της Έλενας Φραντζή.
Αυτούσια η ανακοίνωση
“Με αφορμή τη δημοσίευση στον Τύπο αναφορών Μελών της Ιεράς Συνόδου, σε σχέση με την υπόθεση ιερέως της Μητροπολιτικής μου Περιφέρειας, ο οποίος ενέχεται σε άσεμνη κατά ανηλίκου συμπεριφορά, δράττομαι, κατ’ αρχήν, της ευκαιρίας, να δηλώσω, ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα στην πραγματικότητα δικαιώνουν την στάση μου σε σχέση με την εξέλιξη της όλης υπόθεσης.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, αποδεικνύεται περίτρανα ο από μέρους μου ορθός χειρισμός του όλου ζητήματος και αποκαθίσταται η αλήθεια, σε ό,τι αφορά την τελική απόφασή μου, λόγω δικαστικού αδιεξόδου από μέρους της Ιεράς Συνόδου, να εξαναγκασθώ και να εισηγηθώ την απόσυρση της υπόθεσης και να εφαρμόσω τις σχετικές πρόνοιες των Κανονισμών του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ωστόσο, κατ’ αρχήν, με ανησυχεί και το γεγονός της επιλεκτικής και αποσπασματικής δημοσίευσης των εν λόγω Πρακτικών και των αποσπασματικών θέσεων Μελών της Ιεράς Συνόδου, γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει στην παραπληροφόρηση και την αλλοίωση των πραγματικών γεγονότων. Και επί του προκειμένου, οδηγούμαι, ακόμη, και στη σκέψη, μήπως ο τρόπος αυτός δεν υπηρετεί την αλήθεια αλλά στοχεύει σε αλλότριους σκοπούς.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των κατηγοριών εναντίον του ιερέως, το χειρίστηκα αρμοδίως από την πρώτη στιγμή, θέτοντας τον υπό κατηγορία ιερέα σε αργία, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου (Κ.Χ.Ε.Κ.). Εν συνεχεία διόρισα Ανακριτική Επιτροπή, η οποία προέβη σε σειρά ανακρίσεων. Η Ανακριτική Επιτροπή παρέδωσε το πόρισμα και τον πλήρη φάκελο των ανακρίσεων στο Επισκοπικό Δικαστήριο, του οποίου προεδρεύω. Το Επισκοπικό Δικαστήριο, θεωρώντας ότι στοιχειοθετείται υπόθεση εναντίον του ιερέως και μη μπορώντας να επιβάλλει ποινή πέραν των αρμοδιοτήτων του, όπως προνοεί ο Κ.Χ.Ε.Κ., παρέπεμψε το όλο θέμα, με τον πλήρη φάκελο των ανακρίσεων στην Ανακριτική Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου, ως αρμοδίου σώματος να εξετάσει περαιτέρω το ζήτημα.
Η Ανακριτική Επιτροπή της Συνόδου, στην οποία, σημειωτέον, δεν συμμετείχα, μετά από έρευνες και ανακρίσεις που διήρκησαν τρία χρόνια, αποφάνθηκε ότι δεν στοιχειοθετούνται, με βάση τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας και της πρόνοιες του Κ.Χ.Ε.Κ., οι εναντίον του ιερέως κατηγορίες. Ως εκ τούτου ενημέρωσε για την απόφασή της αυτή την Ιερά Σύνοδο με το ακόλουθο κείμενο, το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας: «Η Επιτροπή, μελετήσασα τον φάκελον των ανακρίσεων και ακούσασα τον ανακριτήν, απεφάνθη ομοφώνως ότι δεν υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις δια την άσκησιν διώξεως και παραπομπής του εν λόγω ιερέως ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου».
Ωστόσο, και μετά την απόφαση του Πρωτοδίκου Ποινικού Δικαστηρίου και του Εφετείου περί ενοχής και καταδίκης του υπό κατηγορίαν ιερέως, επανέφερα το θέμα με επιστολή μου προς την Ιερά Σύνοδο, ημερομηνίας 4 Ιουλίου 2014, με την οποία, υποβάλλοντας και τη σχετική δικογραφία του Ποινικού Δικαστηρίου, ζητούσα την εκδίκαση της υπόθεσης από το Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο. Το Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο και ενώ είχε την αρμοδιότητα, κατά τον Κ.Χ.Ε.Κ., δεν επιλήφθηκε του θέματος και παρέπεμψε τούτο στην Ιερά Σύνοδο.
Το Σώμα της Ιεράς Συνόδου δεν αποδέχθηκε την παραπομπή αυτή, ως αντικαταστατική, εφ’ όσον αυτό λειτουργεί ως Εφετείο. Αφού ανέλαβε εκ νέου την υπόθεση το Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο, στο τέλος δια του τότε Προέδρου του, Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Πάφου, πρότεινε να επιληφθεί εκ νέου του θέματος η Ανακριτική Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου. Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε από την εν λόγω Επιτροπή, με το δικαιολογητικό, ότι δεν προκύπτουν νεώτερα στοιχεία στην υπόθεση, ούτε και μέσα από την δικογραφία του Ποινικού Δικαστηρίου, όπως ακριβώς επιβεβαιώνει και το σχετικό δημοσίευμα στον Τύπο. Έχοντας έτσι τα πράγματα, καθηκόντως βρέθηκα στην ανάγκη να ζητήσω την κατάθεσή του φακέλου στο αρχείο της Ιεράς Συνόδου.
Στη συνέχεια, και συμμορφούμενος με τις αποφάσεις του Ποινικού Δικαστηρίου, για λόγους οικονομίας, που αφορούν στον ιερέα και σε όσους έρχονται σε επαφή μαζί του, προέβηκα σε μετάθεσή του από την κοινότητά του σε Ιερά Μονή, που βρίσκεται σε απομονωμένη περιοχή της Μητροπολιτικής μου Περιφέρειας, αποστερώντας του όλα τα ποιμαντικά καθήκοντα, τα οποία μπορεί να τον φέρουν σε επαφή με άτομα νεαρής ηλικίας.
Ως προς την ηθική, την οικονομική, αλλά και την κοινωνική στήριξη της μακαριστής Έλενας Φραντζή, αφ’ ότου προέκυψε το υπό αναφορά θέμα, τόσο ο ίδιος προσωπικά, όσο και η Μητρόπολίς μου, διά μέσου των αρμοδίων φορέων της, σταθήκαμε αδιάλειπτα και ανεπιφύλακτα συμπαραστάτες και αρωγοί της, συνεργαζόμενοι και με τους αρμόδιους κρατικούς φορείς.
Αυτή είναι όλη η αλήθεια. Και, ειλικρινά, με λυπεί, και πάλιν, το γεγονός τόσο της επιλεκτικής και αποσπασματικής δημοσιοποίησης Πρακτικών ή και θέσεων Μελών της Ιεράς Συνόδου, οι οποίες αναπόφευκτα προκαλούν σάλο και σκανδαλισμό της κοινής γνώμης. Ωστόσο, επί του όλου θέματος η πρόθεσή μου είναι να επανανοίξει ο φάκελος και να επιληφθεί εκ νέου του θέματος τούτου η Ιερά Σύνοδος.
Ενόψει των γεγονότων της Μεγάλης Εβδομάδος και της Αναστάσεως του Χριστού, εύχομαι να επικρατήσει σε όλους η αγάπη, η ηρεμία και η γαλήνη”
Σε συμπληρωματική διευκρίνηση ο Μητροπολίτης Ταμασού αναφέρει:
Advertisement“Επειδή εκφράζεται η ανάγκη διευκρίνησης της τελικής πρότασής μου στην Ιερά Σύνοδο, μετά το δικαστικό αδιέξοδο, το οποίο με υποχρέωσε στην αποκατάσταση του ιερέως, παραπέμπω στην αναφορά του σημερινού δημοσιεύματος της εφημερίδος «O
Φιλελεύθερος», εις το οποίο αναφέρω επ΄ ακριβώς τον πνευματικό τρόπο της οικονομίας, που εζήτησα, για να μπορέσω, επαναφέροντας τον ιερέα, να εφαρμόσω τους κανόνες του κράτους, οι οποίοι ανέφεραν περιοριστικά μέτρα.
Ως εκ τούτου, αυτή η πρόταση δεν ήταν η αιτία της απόφασης της Ανακριτικής Επιτροπής, όπως αφήνεται να εννοηθεί στο δημοσίευμα, αλλά το αποτέλεσμα της αναγκαστικής αποκατάστασής του και η πρότασή μου με θεολογικό τρόπο, η οποία υπεδείκνυε το πώς πρέπει να γίνει αυτό με εκκλησιαστικό πνεύμα”