Αναβιώνει αύριο στην Κρήτου Τέρρα το “πλυσταρκό,” όπου γυναίκες στα παλαιότερα χρόνια έπαιρναν καθημερινά ρούχα με κοφίνες για να τα πλύνουν.
Με την πλήρη αναπαράσταση της χρήσης του χώρου στο χωριό, θα γίνει ηλεκτρονική καταγραφή ώστε να δοθεί μετέπειτα η ευκαιρία στους επισκέπτες, σκανάροντας ένα κωδικό μέσω εφαρμογής, να μπορούν να βλέπουν πώς λειτουργούσε καθημερινά το πλυσταριό.
Σύμφωνα με τα όσα μετέδωσε ο ανταποκριτής του Alpha στην Πάφο, Κώστας Νάνος, στο πλυσταριό πήγαιναν οι γυναίκες μεταφέροντας με κοφίνες τα λερωμένα ρούχα τους, ενώ η είσοδος απαγορευόταν στους άντρες.
Μάλιστα, στο σημείο υπήρχε ένας υψηλός τοίχος για να αποκλείει τα “αδιάκριτα” βλέμματα καθώς οι γυναίκες συνήθιζαν να δένουν τα ρούχα τους πάνω από τα γόνατά τους ώστε να μη βρέχονται, ενώ αργότερα λούζονταν και οι ίδιες.
Σε δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ ο πρόεδρος του Κ.Σ. Κρήτου Τέρρα Χαράλαμπος Δέρβης ανέφερε πως στην αναβίωση της χρήσης του χώρου του “Πλυσταρκού”, θα συμμετέχουν έξι γυναίκες, του χωριού, οι οποίες θα ξεκινήσουν όπως παλιά με τις κοφίνες τους στον ώμο και με τα ρούχα της παλιάς εποχής, θα διέρχονται από τα δρομάκια του χωριού και θα καταλήγουν στο παλιό πλυσταριό. Από εκεί θα τα κατεβάζουν όπως είπε, στο παλιό πλυσταριό που ήταν οι τρύπες και που έπλεναν τα ρούχα, θα υπάρχουν τα χαρτιά τους, τα σαπούνια, οι φαούτες τους,με στόχο να γίνει αναπαράσταση όπως χρησιμοποιούνταν ο χώρος τα παλιά χρόνια. Ο κ. Χαραλάμπους σημείωσε πως για τη διευκόλυνση των επισκεπτών του χώρου του “Πλυσταρκού” έχουν τοποθετηθεί και ηλεκτρονικές ταμπέλες με πληροφορίες για το κοινό με τη συμβολή της ΕΤΑΠ.
Σύμφωνα με ανακοίνωση, η όλη ενέργεια εντάσσεται στις προσπάθειες προώθησης και ανάδειξης της παφίτικης υπαίθρου και των εμπειριών που προσφέρει. Το πλυσταριό βρίσκεται στην έξοδο του χωριού, στο δρόμο που οδηγεί στην κύρια εκκλησία του χωριού της Παναγίας της Χρυσελεούσης, προς την περιοχή των περβολιών, δίπλα και κάτω από την αλευρόμυλο του μ. Νικόλα Φιλιππίδη, πρώην κοινοτάρχη. Το πλυσταριό κατασκευάστηκε στο τέλος της σήραγγας, η οποία ξεκινούσε από το Κεφαλόβρυσο και κατέληγε ακριβώς κάτω από τον αλευρόμυλο, μεταφέροντας το νερό για να ποτίζουν τα περιβόλια οι κάτοικοι του χωριού.
Στην έξοδο της σήραγγας στην αριστερή πλευρά του πετραυλακιού, είχαν λαξεύσει πάνω σε πλάκα μήκους περίπου 15 μέτρων, 8 γούρνες, βάθους περίπου ενός ποδιού και διαμέτρου περίπου 70 πόντων, 6 στρογγυλές και 2 τετράγωνες. Την πλευρά της κάθε γούρνας προς το αυλάκι, την τρυπούσαν με επιδεξιότητα για να φεύγει το ακάθαρτο νερό, προς το αυλάκι και όταν ήθελαν την έκλειναν με ένα μικρό ρούχο που το σφήνωναν στην μικρή ανοικτή τρύπα.
Στο πλυσταριό πήγαιναν καθημερινά οι γυναίκες του χωριού μεταφέροντας στον ώμο τους όλα τα λερωμένα ρούχα, σε κοφίνες που ήταν μπλεγμένες από καλάμια, τις οποίες τοποθετούσαν δίπλα από τη γούρνα. Επειδή οι γούρνες ήταν λίγες, κάθε νοικοκυρά προσπαθούσε να σηκωθεί από τα χαράματα για να προλάβει να πάρει αδειανή γούρνα. Δίπλα από τη γούρνα υπήρχαν πέτρινες νηστιές και πάνω σ’ αυτές τοποθετούσε το χαρτζιή της η κάθε γυναίκα γεμίζοντάς το με νερό.
Πάνω σ’ αυτό, τοποθετούσαν μία ξύλινη βέργα και σ’ αυτή έδεναν ένα σακούλι, γεμάτο με στάχτη, που κρεμόταν και φούσκωνε μέσα στο νερό κατασκευάζοντας τη λεγόμενη αλουσίβα .Μέσα στη γούρνα έριχναν τα λερωμένα ρούχα και με ένα ειδικά κατασκευασμένο δοχείο, το λεγόμενο παοκόλοκο, κρατώντας το από την αγκυλωτή ουρά του και γεμίζοντας το από το χαρτζιή με αλουσίβα την άδειαζαν μέσα στην πέτρινη γούρνα. Όταν φούσκωναν τα ρούχα μετά από λίγη ώρα, τα έβγαζαν και τα τοποθετούσαν δίπλα από τη γούρνα πάνω στην πέτρινη πλάκα τα έτριβαν με το πράσινο τετράγωνο σαπούνι και με ένα ξύλινο πλατύ κατασκεύασμα τη λεγόμενη φαούτα κτυπούσαν τα λερωμένα ρούχα πολλές φορές, τα ξέπλεναν με καθαρό τρεχάτο νερό του αυλακιού και τα έβαζαν στην κοφίνα για να τα πάρουν σπίτι τους, να τα απλώσουν για στέγνωμα.
Στον χώρο του πλυσταριού μόνο γυναίκες μπορούσαν να πηγαίνουν. Στους άνδρες απαγορευόταν να πλησιάσουν γι’ αυτό και πάνω από το πλυσταριό ήταν κτισμένος ψηλός τοίχος, ώστε να μην μπορεί κανένας να κοιτάξει προς τα κάτω, που βρίσκονταν οι γυναίκες. Εξαιρούνταν μόνο αγόρια μικρής ηλικίας που συνοδευόταν από τις μητέρες τους για να τα κάνουν μπάνιο. Όλα αυτά γίνονταν, προστίθεται στην ανακοίνωση της ΕΤΑΠ, επειδή οι γυναίκες κατά το πλύσιμο συνήθιζαν να σηκώνουν τον ποδόγυρο του φουστανιού τους και να τον δένουν στη μέση τους για να μην βρεχτεί όταν έμπαιναν μέσα στο νερό του αυλακιού και επειδή φαινόταν μέρος των γυμνών ποδιών τους δεν επιτρεπόταν να τα δουν οι άνδρες. Εκτός βέβαια από αυτό οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν μέρος της σήραγγας σαν μπάνιο για να λούζονται. Εκεί έβγαζαν τα ρούχα που φορούσαν και όπως ήταν γυμνές έμπαιναν μέσα στη σήραγγα που δεν μπορούσε κανένα μάτι ανδρικό να τις αγναντέψει, έκαναν το μπάνιο τους με την αλουσίβα και το πράσινο σαπούνι, ξεπλένονταν με το καθαρό νερό του αυλακιού, μετά φορούσαν τα καθαρά τους ρούχα και πήγαιναν σπίτι τους.
Αυτή η διαδικασία τελείωσε γύρω στο 1960 με την ανεξαρτησία, όταν άρχισαν να αλλάζουν οι συνθήκες προς το καλύτερο και η κάθε γυναίκα έκανε το πλυσταριό και το μπάνιο στο σπίτι της αφού είχε υδροδοτηθεί το κάθε σπίτι.