Στην ακύρωση διαταγμάτων σύλληψης κατά τριών ατόμων και διατάγματος έρευνας της οικίας και του αυτοκινήτου ενός εξ αυτών σε σχέση με την υπόθεση του κατασκοπευτικού βαν, τα οποία είχαν εκδοθεί το Δεκέμβριο του 2019 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, προχώρησε πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο, βρίσκοντας ότι η ένορκος δήλωση που είχε δοθεί πρωτόδικα από την Αστυνομία δεν υποστηριζόταν από οποιαδήποτε μαρτυρία, από την οποία να διαφαινόταν η αναγκαιότητα έκδοσης των ενταλμάτων και ότι το Δικαστήριο είχε προχωρήσει στην έκδοσή τους καθ’ υπέρβαση των εξουσιών που του παραχωρούνται από τη νομοθεσία.
Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται πως αίτημα το οποίο υποβλήθηκε την επομένη της έκδοσης των ενταλμάτων σύλληψης, 20.12.2019, για προσωποκράτηση των αιτητών απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Προφανώς, σημειώνει το Ανώτατο, «ούτε και στη διεξαχθείσα στο πλαίσιο εκείνο δίκη προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, η οποία να δικαιολογούσε τη συνέχιση της κράτησής τους».
«Στα εντάλματα σύλληψης που εκδόθηκαν, σε σχέση με τον κάθε έναν από αυτούς, αναφέρεται, ως τελική κρίση του Δικαστηρίου, ότι, υπό το φως της ενώπιόν του μαρτυρίας και των προαναφερθέντων νομοθετικών κριτηρίων, «το αναφερόμενο πρόσωπο ενέχεται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων …», περιγράφει η απόφαση του Ανωτάτου.
Ανάλογη αναφορά γίνεται και σε σχέση με το ένταλμα έρευνας, δηλαδή πως τα υπό αναζήτηση αντικείμενα «σχετίζονται άμεσα και έμμεσα με τα … υπό διερεύνηση αδικήματα», αναφέρεται.
«Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά είναι στα δεκατρία αδικήματα που αναφέρονται στα εκδοθέντα εντάλματα, αναφορά που υπήρχε και στον κοινό όρκο», προστίθεται.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, «μόνο έξι αδικήματα αναφέρονται, συγκεκριμένα, στα εν λόγω έγγραφα, με παραπομπή και στα άρθρα του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, που φέρεται να στοιχειοθετούν το κάθε ένα από αυτά. Για τα άλλα επτά, γίνεται αναφορά μόνο σε κάποιους νόμους και σε κάποια άρθρα τους, χωρίς να γίνεται αναφορά στα αδικήματα που φέρεται να στοιχειοθετούνται από αυτά και για τα οποία, επίσης, διεξαγόταν η έρευνα».
«Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων, το ερώτημα το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο, στον κοινό όρκο που υποστήριζε το αίτημα έκδοσης των συγκεκριμένων ενταλμάτων, υπήρχε μαρτυρία, στη βάση της οποίας αποκαλυπτόταν η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι οποιοσδήποτε από τους αιτητές ενεχόταν «σε υπόθεση που αφορά στα αδικήματα», δηλαδή τα δεκατρία υπό διερεύνηση αδικήματα, ή εύλογης αιτίας πως οτιδήποτε αναζητείτο σχετιζόταν με τη διάπραξη των ιδίων αυτών αδικημάτων», εντοπίζει το Ανώτατο.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο ο βαθμός στον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί για τη διάπραξη αδικήματος, προκειμένου να εκδώσει οποιοδήποτε από τα προαναφερθέντα εντάλματα, είναι ο ελάχιστος, όπως προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα. Ωστόσο, σημειώνει, «το αδίκημα σε σχέση προς το οποίο τα πιο πάνω κριτήρια τυγχάνουν εφαρμογής πρέπει, οπωσδήποτε, να καθορίζεται συγκεκριμένα στον όρκο και, εν συνεχεία, στο ίδιο το ένταλμα και, με ανάλογη μαρτυρία, να συσχετίζεται ο ύποπτος ή τα αναζητούμενα αντικείμενα, αναλόγως της περίπτωσης, με τη φερόμενη διάπραξή του».
«Στην περίπτωση κατά την οποία υπό διερεύνηση είναι μόνο ένα αδίκημα, ο συσχετισμός που αναφέρεται πιο πάνω μπορεί να επιτευχθεί με σχετική ευκολία», αναφέρεται. «Όταν, όμως, υπό διερεύνηση είναι αδικήματα πέραν του ενός, οι πιο πάνω παρατηρήσεις ισχύουν για το κάθε ένα αδίκημα ξεχωριστά. Δεν είναι αρκετό να γίνεται γενική αναφορά σε αδικήματα που φέρεται να έχουν διαπραχθεί κατά παράβαση συγκεκριμένων νόμων, χωρίς ο ύποπτος ή τα αναζητούμενα αντικείμενα να συσχετίζονται, συγκεκριμένα, με κάποιο ή κάποια από αυτά», προστίθεται. Ούτε εναπόκειται, βέβαια, συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου, «στο δικαστήριο να αναζητά το ίδιο, από αριθμό αδικημάτων που αναφέρονται στον όρκο, το αδίκημα ή τα αδικήματα που εμπλέκονται, ως ανωτέρω, όταν τούτο δεν προσδιορίζεται, συγκεκριμένα, στη μαρτυρία που παρατίθεται σε αυτό».
Στην παρούσα υπόθεση, σημειώνεται, «δεν αναφέρεται στον όρκο ποιο ήταν το αδίκημα ή τα αδικήματα που διερευνώνταν από την Αστυνομία, για τον κάθε έναν από τους αιτητές ή τα αναζητούμενα αντικείμενα, σε σχέση προς τα οποία το Δικαστήριο καλείτο να εφαρμόσει τα προαναφερθέντα κριτήρια».
Εν ολίγοις, κρίνει το Ανώτατο, «το Δικαστήριο εξέδωσε τα εντάλματα σύλληψης, χωρίς να ήταν δυνατό, γι’ αυτό, να στρέψει την προσοχή του σε συγκεκριμένη μαρτυρία, στη βάση της οποίας να εξέταζε κατά πόσο υπήρχε εύλογη υπόνοια να πιστεύεται, κατά το άρθρο 18(1) του Κεφ. 155, ότι οι αιτητές ενέχονταν στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, από τα δεκατρία που αναφέρονται στα εντάλματα». Το ίδιο σχόλιο, προσθέτει, «ισχύει και για το κατά πόσο υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται, κατά το άρθρο 27(β)(ι) του Κεφ. 155, πως οτιδήποτε που υπήρχε στην οικία και στο αυτοκίνητο του δεύτερου αιτητή θα παρείχε απόδειξη για τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα εν λόγω αδικήματα».
Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, ανωτέρω, αναφέρεται, «σε κατάληξη, αναφέρεται στον όρκο ότι η σύλληψη καθενός από τους υπόπτους, περιλαμβανομένων των πιο πάνω κατονομαζομένων προσώπων, “είναι ευλόγως αναγκαία προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους λήφθηκαν καταθέσεις ή/και είναι απαραίτητο και αναγκαίο να ληφθούν καταθέσεις, προσυνεννόησης των υπόπτων μεταξύ τους, απόκρυψης/καταστροφής ή/και διάθεσης τεκμηρίων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τα αδικήματα της υπόθεσης, διαφυγής των υπόπτων στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές ή στο εξωτερικό και επέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης”».
«Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω δηλώσεις, είναι προφανές πως ο σκοπός των υπό αναφορά ενταλμάτων σύλληψης δεν ήταν η εξυπηρέτηση της έρευνας που διενεργείτο, η οποία φαίνεται να είχε ολοκληρωθεί μέχρι τότε», κρίνει το Ανώτατο. «Δεν αναφέρεται, άλλωστε, οτιδήποτε στον όρκο, υπό μορφή μαρτυρίας, που να δικαιολογούσε τη σύλληψη των υπόπτων ή την έρευνα της οικίας και του αυτοκινήτου του δευτέρου εξ αυτών, προς διευκόλυνση των ερευνών που διεξάγονταν, σχετικά», σημειώνει. Επομένως, αποφαίνεται, «δεν καταδεικνύεται η αναγκαιότητα για σύλληψή τους ή η αναγκαιότητα για έρευνα σε σχέση με το δεύτερο αιτητή για τον πιο πάνω αναφερόμενο σκοπό».
Ειδικά, ως προς τα εντάλματα σύλληψης, συνεχίζει το Ανώτατο στην απόφασή του, «θα επιδιωκόταν, μάλλον, ο περιορισμός των αιτητών, με σκοπό, στη συνέχεια, αυτοί να οδηγούνταν ενώπιον δικαστηρίου, για να δικάζονταν η κράτησή τους θα σκοπούσε στη διασφάλιση διεξαγωγής της δίκης. Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται πως αίτημα το οποίο υποβλήθηκε την επομένη της έκδοσης των ενταλμάτων σύλληψης, 20.12.2019, για προσωποκράτηση των αιτητών απορρίφθηκε από το Δικαστήριο».
Προφανώς, σημειώνει, «ούτε και στη διεξαχθείσα στο πλαίσιο εκείνο δίκη προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, η οποία να δικαιολογούσε τη συνέχιση της κράτησής τους».
Η απόφαση συνεχίζει αναφέροντας ότι «στον όρκο, αναφέρονται και τα εξής, αμέσως μετά το απόσπασμα που έχει, ήδη, παρατεθεί: “Η έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης και η σύλληψη των υπόπτων είναι αναγκαία για την αποτελεσματική διερεύνηση των πιο πάνω αδικημάτων”»
«Η τελευταία αυτή δήλωση δεν προκύπτει από το περιεχόμενό των, ούτως ή άλλως, απαράδεκτα, διαζευκτικών και αστήρικτων προηγηθεισών δηλώσεων. Ιδωμένη δε τούτη με τους δικούς της όρους, αναμφίβολα, είναι πολύ γενική και δε θα ήταν δυνατό, στη βάση αυτής και μόνο, να εκδοθούν τα υπό αναφορά εντάλματα», προστίθεται.
Με άλλα λόγια, επεξηγείται, «η εν λόγω δήλωση δεν υποστηριζόταν από οποιαδήποτε μαρτυρία, από την οποία να διαφαινόταν η αναγκαιότητα έκδοσης των ενταλμάτων, για το λόγο που αναφερόταν σε αυτή». l
Το Ανώτατο καταλήγει ότι «τα υπό αναφορά εντάλματα εκδόθηκαν από το Δικαστήριο καθ’ υπέρβαση των εξουσιών που παραχωρούνται σε αυτό από τις πρόνοιες του προαναφερθέντος Νόμου, ώστε να δικαιολογείται η ακύρωσή τους. Το δικαίωμα της ελευθερίας και το δικαίωμα του απαραβίαστου της κατοικίας ενός προσώπου δεν τίθενται σε κίνδυνο, στη βάση αορίστων και ασαφών ισχυρισμών, όπως εν προκειμένω, όσο δύσκολο και αν είναι, σε κάθε περίπτωση, το έργο των ανακριτικών αρχών».