Σε ένα λειτουργικό σύστημα απονομής διοικητικής δικαιοσύνης θα πρέπει να είναι σαφείς οι κανόνες κατανομής αρμοδιότητας και η οργάνωση των δικαστηρίων να υπηρετεί την παροχή πλήρους, ταχείας και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ήταν το κύριο μήνυμα της συζήτησης που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια Ημερίδας Διοικητικού Δικαίου.
Την Ημερίδα συνδιοργάνωσαν την Τετάρτη το Ίδρυμα Κοινοβουλευτισμού και Συμμετοχικής Δημοκρατίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και η Ακαδημία Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, στην Αίθουσα Τελετών Πανεπιστημίου Κύπρου, με τη συμμετοχή Ελλήνων ακαδημαϊκών και δικαστών.
Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων της Ελλάδας και Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιωάννης Συμεωνίδης αναφέρθηκε στην εισήγησή του στη διάκριση μεταξύ διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και διαφορές ουσίας, με τις μεν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις δε σε αυτή των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, με τις εφέσεις να εκδικάζονται και στις δύο περιπτώσεις στο Συμβούλιο Επικρατείας.
Είπε επίσης ότι η προϊούσα ουσιαστικοποίηση των διαφορών οδήγησε το Συμβούλιο Επικρατείας στην αναζήτηση ουσιαστικών κριτηρίων για τη διάκριση ακυρωτικών και ουσιαστικών διαφορών προκειμένου να ελέγξει την επιλογή του νομοθέτη, τα οποία ωστόσο χαρακτηρίζονται από αοριστία και δυσχερώς επιβεβαιώνονται στις επιλογές του νομοθέτη. Πρόσθεσε «ότι όσο διαχέεται ο έλεγχος στα 29 Τακτικά Δικαστήρια αναδεικνύεται η έλλειψη ενός αποτελεσματικού μηχανισμού συγκέντρωσης του ελέγχου επί ζητημάτων μείζονος ενδιαφέροντος, τα οποία θα συγκεντρωθούν εκ νέου στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του θεσμού της πρότυπης δίκης το 2010».
Συνοψίζοντας, ο κ. Συμεωνίδης είπε ότι για ένα λειτουργικό σύστημα απονομής διοικητικής δικαιοσύνης θα πρέπει να είναι σαφείς οι κανόνες κατανομής αρμοδιότητας, καθώς πολλά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά που παρουσίασε ο τρόπος ανάπτυξης του θεσμού της διοικητικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα οφείλονται εν πολλοίς στη διατήρηση ακόμη και σήμερα τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, όταν οι περισσότερες διοικητικές διαφορές έχουν ήδη μεταφερθεί με πληθώρα ειδικών διατάξεων, είτε ως ουσίας, είτε ως ακυρωτικές, στα έχοντα και αυτά εκ του Συντάγματος ακυρωτική εξουσία Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια και μπορούν πλέον να επανέλθουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω της πρότυπης δίκης.
Από την πλευρά του, ο Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Πάνος Λαζαράτος αναφέρθηκε στην ανάγκη προσδιορισμού του κριτηρίου εκείνου που θα διαφοροποιεί τις διαφορές ουσίας από τις διαφορές ακυρώσεως, προσθέτοντας ότι στην περίπτωση της Ελλάδας διαφορές ουσίας κατέληξαν να θεωρούνται οι διαφορές τις οποίες ο νόμος προσδιορίζει ως τέτοιες και αφορούν κυρίως στις φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, την αστική ευθύνη του κράτους, τις συμβάσεις και τις ανακοπές, καθώς και τις πράξεις από κυρώσεις.
Συμπλήρωσε ότι ο δικαστής ουσίας έχει περισσότερες εξουσίες από τον ακυρωτικό δικαστή και λειτουργεί ως διοίκηση β’ βαθμού, αναζητώντας το αναλογικότερο και νομιμότερο μεταξύ άλλως αναλογικών και νόμιμων, εφαρμόζοντας συχνότερα ο δίκαιο της αποδείξεως.
Ολοκληρώνοντας την εισήγησή του, είπε ότι θα πρότεινε σε ένα κράτος που θα ξεκινούσε να φτιάξει κώδικα διοικητικής δικονομίας τη δημιουργία μιας ενιαίας διοικητικής δικονομίας και να μην εμμείνει στη διάκριση μεταξύ ουσίας και ακυρώσεως, περιλαμβάνοντας αν θέλει επιπλέον σε ειδικό τμήμα του κώδικα εκείνες τις διαφορές για τις οποίες επιθυμεί να διεξάγει βαθύτερο έλεγχο και να διευκρινίσει με σαφήνεια ποιος είναι αυτός ο παραπάνω έλεγχος.
Ο Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Σοϊλεντάκης, κατά την παρουσίασή του για την επέκταση της εξουσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου σε διοικητικές διαφορές ουσίας, ανέφερε ότι είναι σημαντικό η οργάνωση των δικαστηρίων να υπηρετεί την παροχή πλήρους, ταχείας και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Εισαγωγικά, εξάλλου, υπογράμμισε ότι «το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας είναι πανάρχαιο, πανανθρώπινο και υπερ-συνταγματικό». Από το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας, εξήγησε, συνάγεται ότι για κάθε διαφορά που αναφύεται μεταξύ των υποκειμένων στο δίκαιο προσώπων, ο τελευταίος λόγος ανήκει πάντοτε στο δικαστήριο. «Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης καλείται να ρυθμίσει όχι το «εάν» αλλά το «πώς» θα ασκηθεί το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας», πρόσθεσε.
Ως ένα σημαντικό κριτήριο στην προσέγγιση των θεμάτων αυτών, όπως είπε ο κ. Σοϊλεντάκης, είναι η παροχή πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Επεσήμανε, επίσης, ότι στην περίπτωση των διοικητικών δικαστηρίων, σημασία έχει και η εξέταση της κατεύθυνσης της δικαστικής προστασίας, η οποία απευθύνεται αποκλειστικά προς τον διοικούμενο, ο οποίος προσφεύγει στη δικαιοσύνη.
Ακολούθως, αναφέρθηκε στα προβλήματα που ανακύπτουν από τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην πορεία εκδίκασης των ακυρωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, επισημαίνοντας ότι η χρονοτριβή αυτή συνεπάγεται ελλιπή δικαστική προστασία προς τον πολίτη. Αντίθετα, όπως είπε ο κ. Σοϊλεντάκης, «στις ουσιαστικές διαφορές το δικαστήριο διαμορφώνει την έννομη σχέση ανάλογα με το αίτημα, δηλαδή μεταρρυθμίζει τη διοικητική πράξη ή ακυρώνει την παράλειψη ή επιδικάζει αποζημίωση». Σε αυτές τις περιπτώσεις, πρόσθεσε, η παροχή δικαστικής προστασίας είναι πλήρης.
Κατ’ επέκταση, όπως είπε ο καθηγητής, είναι επιτακτική η εντολή προς τους νομοθέτες «να διευρύνουν τον κύκλο των ουσιαστικών διοικητικών διαφορών και να περιορίσουν τις ακυρωτικές διαφορές σε δύο περιπτώσεις: στον έλεγχο των κανονιστικών πράξεων και στις πράξεις ασκήσεως διακριτικής εξουσίας».
Την ανάγκη για απλοποίηση του κώδικα επεσήμανε κατά τη δική της εισήγηση η Πρόεδρος Πρωτοδικών και Διοικητικών Δικαστηρίων και διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Βαρβάρα Μπουκουβάλα.
Η κ. Μπουκουβάλα ανέπτυξε ζητήματα γύρω από το βάρος της επίκλησης και το βάρος της απόδειξης στα διοικητικά δικαστήρια, παρουσιάζοντας παραδείγματα από υποθέσεις που βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης.