Την εκτίμηση και συμπαράσταση της Πολιτείας αλλά και συγνώμη προς τις οικογένειες των θυμάτων του βομβαρδισμού, το 1974, του νοσοκομείου της Αθαλάσσας, για τη μεταχείριση που έτυχαν οι υποθέσεις αυτές, εξέφρασε την Πέμπτη, ο Επίτροπος Προεδρίας, Φώτης Φωτίου, στην τελετή αποκαλυπτηρίων μνημείου στον χώρο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.
Στην ομιλία του στην τελετή, παρουσία συγγενών των θυμάτων, και προσωπικού του νοσοκομείου που είχε βοηθήσει τότε στην ταφή των θυμάτων, ο κ. Φωτίου εξέφρασε, εκ μέρους της πολιτείας, «μια μεγάλη συγγνώμη για τη μεταχείριση που έτυχαν, οι υποθέσεις των ασθενών του νοσοκομείου Αθαλάσσας καθώς και οι χώροι ταφής στην ευρύτερη περιοχή όπου είχαν ταφεί οι σοροί τους». Οι απαντήσεις στις οικογένειες αυτές θα μπορούσαν και έπρεπε να είχαν δοθεί εδώ και πολλά χρόνια, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε, πρόσθεσε. Το μνημείο ανεγέρθηκε «στη μνήμη και για θύμηση των συμπατριωτών μας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που έχασαν τη ζωή τους στις 20 Ιουλίου 1974», είπε.
Ως πολιτεία και ως κοινωνία, σημείωσε, «ας αντλήσουμε τα σωστά διδάγματα και ας προβούμε όλοι σε μια ειλικρινή αυτοκριτική για το τι έγινε και τι μπορούσε να γίνει για τόσες δεκαετίες».
Το Μνημείο, με τα ονόματα 33 θυμάτων, ηλικίας 22-80, που έχασαν τη ζωή τους κατά τους βομβαρδισμούς, μεταξύ τους και τρεις Τουρκοκύπριοι, έχει εγερθεί στον χώρο όπου το 1974 στεγάζονταν οι θάλαμοι ασθενών και άλλα υποστατικά του νοσοκομείου Αθαλάσσας.
«Θέλω να τονίσω και σήμερα ότι για εμάς ο πόνος της μάνας και των συγγενών είναι ο ίδιος ανεξάρτητα αν είναι Ελληνοκύπριοι ή Τουρκοκύπριοι. Δεν χωρούν διαχωρισμοί ούτε και εκπτώσεις στην ανθρώπινη και ανθρωπιστική μας πολιτική», είπε.
Σημείωσε ότι ο χώρος βομβαρδίστηκε από την τουρκική αεροπορία στις 20 Ιουλίου 1974, και, ως αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή των πλείστων θαλάμων και ο θάνατος και τραυματισμός δεκάδων ασθενών και μελών του νοσηλευτικού προσωπικού.
Σημείωσε ότι οι σοροί ενός εθνοφρουρού, του Νίκου Νικολάου και ενός νοσηλευτή, του Κώστα Ξενοφώντος, που αναγνωρίστηκαν παραδόθηκαν για ταφή στις οικογένειές τους την ίδια ημέρα.
«Λόγω της κατάστασης που επικρατούσε και των συνεχών βομβαρδισμών της περιοχής οι σοροί των υπολοίπων νεκρών περισυλλέγησαν με αυτοθυσία και τάφηκαν πρόχειρα στους κρατήρες που είχαν δημιουργήσει οι βόμβες από τους κ. Τάκη Αγαθοκλέους, Αντώνη Αντωνιάδη, Γιώργο Τσολάκκη και Μιχαλάκη Παύλου μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού», είπε ο κ. Φωτίου. Πρόσθεσε ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα παράδοσης των σορών στις οικογένειες ούτε και η παρουσία των συγγενών κατά τις πρόχειρες ταφές που έγιναν.
Είπε ακόμη ότι, στο πλαίσιο του προγράμματος εκταφών και αναγνώρισης λειψάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας το γραφείο του πραγματοποίησε το 2017 διερευνητική ανασκαφή στο χώρο που βρίσκεται το μνημείο σήμερα, «ως αποτέλεσμα της οποίας εντοπίστηκε το ακριβές σημείο του χώρου ταφής και η ύπαρξη λειψάνων» ενώ, με βάση τα επιστημονικά ευρήματα το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τον Σεπτέμβριο του 2017, την πραγματοποίηση εκταφών για εντοπισμό των λειψάνων.
«Με βάση τις έρευνες που πραγματοποιήσαμε εξασφαλίστηκαν πληροφορίες για την ύπαρξη ομαδικού χώρου ταφής στο χώρο που βρισκόμαστε τώρα. Στη συνέχεια με βάση νέες πληροφορίες και από την αρχαιολογική διερεύνηση του χώρου εντοπίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή ακόμα τέσσερις χώροι ταφής», είπε.
Είπε ότι οι εκταφές έγιναν στο πλαίσιο της ανθρωπιστικής πολιτικής που ακολουθεί η Κυπριακή Δημοκρατία για θέματα ανθρωπιστικής φύσεως, «σύμφωνα με την οποία καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, χωρίς οποιεσδήποτε σκοπιμότητες, ώστε εκεί που μπορούμε με τις δικές μας προσπάθειες, να δώσουμε απαντήσεις στις οικογένειες». «Αυτό το πράττουμε με γνώμονα τις ανθρώπινες και ανθρωπιστικές ανάγκες των οικογενειών και για αποκατάσταση της αξιοπρέπειας των νεκρών, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή ταφή, σύμφωνα με την θρησκεία και της παραδόσεις της κάθε οικογένειας», πρόσθεσε.
Ο κ. Φωτίου είπε ότι εντατικοποίησαν τα τελευταία χρόνια τις προσπάθειες ενώ, ανέλαβαν πρωτοβουλίες και ενέργειες για την πραγματοποίηση εκταφών που εκκρεμούσαν εδώ και πολλά χρόνια στις περιοχές υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ενδεικτικά ανέφερε «τις μεγάλες εκταφές» που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια όπως του ΝΟΡΑΤΛΑΣ στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, τους ομαδικούς τάφους του κοιμητηρίου Κωνσταντίνου και Ελένης, των πεσόντων της ακταιωρού ΦΑΕΘΩΝ της περιόδου 1963-64, του νοσοκομείου Παχυάμμου της περιόδου 1964. Ανέφερε ότι οι προσπάθειες δεν περιορίστηκαν μόνο σε υποθέσεις Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών αλλά και σε υποθέσεις Τουρκοκυπρίων μετά από αιτήματα των οικογενειών τους, οι οποίοι δεν είναι καταχωρημένοι στους καταλόγους της ΔΕΑ.
Στόχος, είπε, είναι να δοθούν από την πολιτεία πειστικές και επιστημονικές απαντήσεις ώστε οι επηρεαζόμενες οικογένειες να μπορούν να προχωρήσουν στην επούλωση των πληγών και στο κλείσιμο ενός οδυνηρού κεφαλαίου.
Κλείνοντας, ο κ. Φωτίου ευχαρίστησε όλους όσοι συνέβαλαν στην πραγματοποίηση των εκταφών και της ταυτοποίησης των λειψάνων όπως και στην ανέγερση και κατασκευή του μνημείου.
Στη δική της ομιλία, η Διευθύντρια Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, Άννα Παραδεισιώτη, είπε ότι το μνημείο «αποτελεί συμβολικό αντίδωρο μνήμης, συγνώμης και τιμής προς τους πρωταγωνιστές της θυσίας του νοσοκομείου Αθαλάσσας».
Η Πολιτεία, μετά από καθυστέρηση σχεδόν μισού αιώνα, είπε, αποκαθιστά την μνήμη των 33 ίσως και περισσοτέρων πεσόντων, κατά τον βομβαρδισμό του νοσοκομείου Αθαλάσσας, κατά την πρώτη φάση της Τουρκικής εισβολής του 1974. Μεταξύ των θυμάτων, πρόσθεσε, περιλαμβάνονται Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι ασθενείς, προσωπικό και πολίτες.
Η κ. Παραδεισιώτη είπε ότι, το 1974, ενώ οι υπεύθυνοι του νοσοκομείου θεωρούσαν ότι το νοσηλευτήριο ήταν ασφαλές από βομβαρδισμούς ή άλλες πολεμικές ενέργειες, λόγω της διεθνούς προστασίας που τυγχάνουν οι νοσοκομειακές εγκαταστάσεις εν καιρώ πολέμου, «εν τούτοις, κατά την πρώτη κιόλας μέρα της εισβολής βομβαρδίστηκε ανηλεώς».
Πρόσθεσε ότι θεωρεί ότι η πρωτοβουλία του κ. Φωτίου, με τη συμβολή όλης της ομάδας του, «να τολμήσει να ανακινήσει» το θέμα αυτό από τη λήθη, να το φέρει εις γνώση της ευρύτερης κοινωνίας αλλά και του κρατικού μηχανισμού πριν έξι χρόνια και να συντονίσει τις πολύπλοκες δράσης, μαζί με τον επικεφαλής της διερευνητικής επιστημονικής ομάδας, κ. Ξενοφών Καλλή, «ήταν καταλυτικής σημασίας» σε πολλά επίπεδα. Σημείωσε ότι έγινε κατορθωτή η εκταφή και ταυτοποίηση των λειψάνων μέρους των πεσόντων, ενός μάλιστα Τουρκοκύπριου πολίτη τα οποία παραδόθηκαν στους συγγενείς του για να ταφούν με αξιοπρέπεια και σεβασμό στη βάση των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους. «Αποκαταστάθηκε επίσης η μνήμη τόσων αθώων θυμάτων ξεχασμένων από την κοινωνία και την Πολιτεία», είπε.
Αναφέρθηκε και στον ρόλο και προσφορά των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, σημειώνοντας ότι, εκτός από τα θύματα που παρέμειναν θαμμένα αλλά και ξεχασμένα από τη μνήμη των πολλών για χρόνια, «ξεχασμένη παρέμεινε και η ανιδιοτελής προσφορά του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε στο νοσοκομείο την περίοδο εκείνη». Σημείωσε ότι νοσηλευτές κλήθηκαν την επόμενη ημέρα να περισυλλέξουν ότι απέμεινε από τα νεκρά σώματα των θυμάτων και να τα θάψουν χωρίς κάποια έξωθεν κυβερνητική βοήθεια, «υπερβαίνοντας το δικά τους έντονα συναισθήματα από τη δραματική εμπειρία που βίωναν». Ταυτόχρονα, είπε, οι ψυχίατροι και το νοσηλευτικό προσωπικό, έπρεπε, μαζί με τους άλλους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, να διαχειριστούν και να φροντίσουν τους υπόλοιπους περίπου 770 επιζώντες ασθενείς, «που αντιστοιχούν σε ένα πληθυσμό ενός κυπριακού χωριού», οι οποίοι είχαν ιδιαίτερα αναστατωθεί και αποδιοργανωθεί ή ακόμα και τραυματιστεί από τον βομβαρδισμό, όπως και όλα τα υλικοτεχνικά προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί.
Είπε ακόμη ότι φρόντισαν να δενδροφυτεύσουν την περιοχή αυτή που έγινε η ταφή των ασθενών ως ενδεικτικό σημείο της ύπαρξης του ομαδικού αυτού τάφου, και να υπενθυμίζουν κατ’ επανάληψη στους αρμοδίους την ύπαρξη του, ειδικά την περίοδο που κτιζόταν το νέο νοσοκομείο Λευκωσίας.
Η τελετή ξεκίνησε με τρισάγιο ενώ, μετά τα αποκαλυπτήρια, στην παρουσία και εκπροσώπων της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και της ελλαδικής οργάνωσης συγγενών αγνοουμένων, έγινε κατάθεση στεφάνων. Ο κ. Φωτίου κατέθεσε στεφάνι εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ παρόντες ήταν και ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Χρίστος Χριστόφιας και εκπρόσωποι κομμάτων και οργανώσεων.