Του Γιώργου Χρυσάνθου
14 Αυγούστου 1974…, 14 Αυγούστου 2023
Μια πόλη στολίδι της τότε εποχής, μια πόλη φάντασμα σήμερα και την ίδια ώρα ένα ψευδοκράτος που πλουτίζει μέσω του τουρισμού, ασελγώντας στις ψυχές ανθρώπων, που άφησαν την γη τους εκείνη την μέρα…
Ένα παιδί της τότε εποχής, ήταν ο τότε δεκάχρονος Πανίκος Ασσιώτης, ο οποίος από την ημέρα που άνοιξε το Βαρώσι, ζει και αναπνέει για να περπατά σε αυτούς τους δρόμους, νοσταλγώντας τα παιδικά του χρόνια…
AdvertisementΠανίκος ΑσσιώτηςΚαταλαβαίνετε ότι μετά από τόσα χρόνια, παρά το γεγονός ότι το Βαρώσι άνοιξε για να το επισκεφτεί ο κόσμος, παραμένει δύσκολο για εμάς.
Λίγο πριν τα όνειρά του, γίνουν εφιάλτες με την κάθοδο της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας.
AdvertisementΠανίκος ΑσσιώτηςΌταν φεύγαμε βλέπαμε τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων που ήδη είχαν χτυπήσει κάποια ξενοδοχεία.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν δύσκολες για την οικογένεια του κ. Πανίκου, αφού πέραν από την προσφυγιά, πιάστηκε ο πατέρας του αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων.
Πανίκος ΑσσιώτηςΑπό την Αμμόχωστο πήγε Λευκωσία και μετά Άδανα. Έκανε σχεδόν τρεις μήνες. Τον γλύτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα ένας Τουρκοκύπριος ο οποίος δούλευε μαζί του στο Λιμάνι της Αμμοχώστου.
Προδιαγεγραμμένο μέλλον
Όσο και αν η αλήθεια πονάει, όσοι γνωρίζουν καλά το κυπριακό, όχι ως πολιτικοί καριερίστες, αλλά ως πολιτικοί επιστήμονες, θεωρούν ότι δύσκολα θα ζήσουμε κάτι καλό για το Βαρώσι.
Σιγά σιγά η πόλη αποκτά μια διαφορετική ζωή, η Τουρκία εφαρμόζει το σχέδιο της για τετελεσμένα που θα φέρουν αναπτύξεις, ενώ το παραλιακό μέτωπο είναι καθημερινά γεμάτο με τουρίστες.
Η πόλη φάντασμα, έχει μετατραπεί σε μια σύγχρονη τουριστική ατραξιόν, από την οποία το ψευδοκράτος εισπράττει κάθε μήνα εκατομμύρια τουρκικές λίρες.
Ανήμερα της τουρκικής εισβολής, εκατοντάδες τουρίστες κάνουν την δική τους περιδιάβαση στους δρόμους της Αμμοχώστου.
Οι τουρίστες που συνομίλησε σήμερα ο Alpha, δείχνουν να αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει γύρω τους, αλλά μέχρις εκεί. Άλλωστε ήρθαν για διακοπές και δεν ήθελαν να χάσουν την ευκαιρία να δουν ένα τέτοιο θέαμα, παρόμοιο του οποίου μάλλον δεν υπάρχει στον πλανήτη.
«Ένιωσα πολύ λυπημένη. Ένιωσα ότι οικογένειες έπρεπε να ζούσαν εδώ και να είχαν την ζωή που έπρεπε».
«Είναι πολύ λυπηρό να τα βλέπεις όλα, αλλά να μην βλέπεις τίποτα μέσα στην πόλη. Γενικά είναι πολύ άσχημο συναίσθημα να ξέρεις ότι έγινε ο πόλεμος και όλοι έπρεπε να φύγουν. Λυπάμαι πάρα πολύ».
«Είναι πολύ λυπηρό αυτό που νιώθω, γιατί πάρα πολλοί άνθρωποι έπρεπε να φύγουν από εδώ».
Αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση πάντως, είναι το γεγονός ότι άπαντες ήξεραν τι έγινε το 1974, παρά το γεγονός ότι – σύμφωνα με τους ίδιους – οι αναφορές των ξεναγών είχαν να κάνουν με μια δικοινοτική συμπλοκή, και όχι με τουρκική εισβολή.
«Οι Τούρκοι και ο στρατός ήρθαν και όλοι οι ελληνοκύπριοι έπρεπε να φύγουν από την πόλη».
«Ο τουρκικός στρατός ήρθε και πήρε τη μισή Κύπρο. Μου προκαλεί αναστάτωση ότι η Αμμόχωστος είναι μια τόσο όμορφη πόλη, αλλά κανείς δεν ζει εδώ».