Το φετινό καλοκαίρι δεν είναι πιο θερμό σε σχέση με προηγούμενα, δήλωσε στο ΚΥΠΕ ο Μιχάλης Μούσκος, Ανώτερος Μετεωρολογικός Λειτουργός στο Τμήμα Μετεωρολογίας.
Σε ερώτηση αν έχει αυξηθεί η συχνότητα της εμφάνισης υψηλών θερμοκρασιών στην Κύπρο σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, ο κ. Μούσκος εξήγησε ότι ο καύσωνας είναι συνδυασμός τριών παραμέτρων, της θερμοκρασίας, της υγρασίας και του ανέμου, διευκρινίζοντας ότι το Τμήμα Μετεωρολογίας αυτό το διάστημα εκδίδει κίτρινες προειδοποιήσεις για υψηλές θερμοκρασίες, όχι για καύσωνα.
«Όσον αφορά το τι συμβαίνει φέτος το καλοκαίρι, δεν έχουμε δει τις πάρα πολύ υψηλές θερμοκρασίες που βλέπαμε τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή πάνω από 42-43 βαθμούς Κελσίου», είπε ο κ. Μούσκος.
«Αν εξαιρέσουμε τις τελευταίες μέρες, κατά τις οποίες έχουμε αυξημένη δυσφορία λόγω και των τριών προαναφερθέντων παραγόντων, η δυσφορία μέχρι προ ολίγων ημερών δεν ήταν σε υψηλά επίπεδα. Διανύαμε ένα ήπιο καλοκαίρι με θερμοκρασίες κοντά στις κανονικές για την εποχή», υπέδειξε, προσθέτοντας ότι γενικά το καλοκαίρι στην Κύπρο είναι ιδιαίτερα θερμό.
Ακόμη, ο κ. Μούσκος ανέφερε στο ΚΥΠΕ ότι τώρα διανύουμε την πιο θερμή περίοδο του χρόνου στατιστικά και κλιματολογικά, περίπου από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Αυγούστου, σημειώνοντας ότι η μέση τιμή της θερμοκρασίας για περιοχές του εσωτερικού αυτή την περίοδο -αφού εκεί εντοπίζονται τα περισσότερα προβλήματα σε ό,τι αφορά τις υψηλές θερμοκρασίες- είναι 38 βαθμοί, μια πολύ υψηλή θερμοκρασία.
Τις προηγούμενες ημέρες είχαμε 40-41 βαθμούς, είπε ο κ. Μούσκος, προσθέτοντας ότι τις επόμενες ημέρες θα έχουμε θερμοκρασίες κοντά στους 39 βαθμούς. «Αυτό που βλέπουμε είναι ότι υπάρχει μια παρατεταμένη τάση υψηλών θερμοκρασιών και υψηλής υγρασίας αυτές τις μέρες. Αυτό δεν φαίνεται να υποχωρεί, τουλάχιστον μέχρι το Σαββατοκύριακο», ανέφερε. Ακόμη, εξήγησε ότι η υγρασία συμβάλλει και αυτή στην αυξημένη αίσθηση δυσφορίας που υπάρχει.
«Σε σχέση με προηγούμενα καλοκαίρια, δεν μπορούμε να πούμε ότι το φετινό καλοκαίρι είναι ιδιαίτερα θερμό ή έχει κάτι που δεν έχουμε δει παλαιότερα», επανέλαβε ο Ανώτερος μετεωρολογικός Λειτουργός, προσθέτοντας ότι σε προηγούμενες χρονιές, εκτός από τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες, είχαν παρατηρηθεί πάρα πολύ υψηλές θερμοκρασίες και τον Μάιο.
«Φέτος δεν παρατηρήθηκε κάτι τέτοιο», επεσήμανε, σημειώνοντας ότι το καλοκαίρι δεν προβλέπεται να είναι ιδιαίτερα θερμό από δω και πέρα. «Τουλάχιστον τα εποχικά μοντέλα πρόγνωσης του καιρού δεν μας δείχνουν αυτή την τάση. Ωστόσο, αυτό μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή, διότι το εποχικό μοντέλο λαμβάνει υπ’ όψιν πολλές παραμέτρους που μπορεί να αλλάζουν», εξήγησε στο ΚΥΠΕ.
Σε παρατήρηση ότι υπάρχει η αίσθηση στους πολίτες ότι έχει αυξηθεί η συχνότητα της εμφάνισης υψηλών θερμοκρασιών στην Κύπρο σε σχέση με προηγούμενα χρόνια απάντησε ότι «ίσως να ευσταθεί αυτή η αίσθηση». Έχουν, ανέφερε, «αυξηθεί τα ΜΜΕ, έχουν αυξηθεί και οι πληροφορίες που δίνονται για τον καιρό και από το Τμήμα Μετεωρολογίας και από τα ΜΜΕ λόγω του ενδιαφέροντος του κόσμου». «Αυτό που παρατηρούμε παγκοσμίως λόγω της κλιματικής αλλαγής είναι ότι τέτοια φαινόμενα ίσως αρχίζουν να γίνονται πιο παρατεταμένα, δηλαδή να έχουν αυξημένη χρονική συχνότητα και διάρκεια. Αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς», πρόσθεσε.
Απαντώντας σε ερώτηση αν είναι αισθητή η κλιματική αλλαγή στην Κύπρο, ο κ. Μούσκος είπε ότι δεν είναι ιδιαίτερα αισθητή. Ούτως ή άλλως, συνέχισε, το κυπριακό καλοκαίρι είναι ξηρό. «Θα πρέπει να εξετάσει κανείς μια μεγάλη χρονική περίοδο 20-30 ετών, όχι 2-3, για να δει ποια τάση διαμορφώνεται κλιματολογικά», επεσήμανε. «Το φετινό καλοκαίρι δεν ανταποκρίνεται στην κλιματική αλλαγή όσο τα προηγούμενα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε ξεφύγει από την κλιματική αλλαγή», υπέδειξε, προσθέτοντας ότι μελλοντικά θα πρέπει να αναμένουμε υψηλότερες θερμοκρασίες και μεγαλύτερη διάρκεια αυτών των θερμοκρασιών. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι αυτό δεν το βλέπουμε φέτος.
Σε κάθε περίπτωση, ανέφερε ο κ. Μούσκος, ο συνδυασμός υψηλών θερμοκρασιών και υψηλής υγρασίας πρέπει να μας θορυβήσει, διότι είναι αυξημένη η πιθανότητα θερμοπληξίας ιδιαίτερα σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού και ιδιαίτερα τις ώρες των υψηλών θερμοκρασιών. «Πρέπει να λαμβάνουμε όλα τα μέτρα και να ακούμε τις συμβουλές των ειδικών», κατέληξε.