Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας απέρριψε την Τετάρτη το προδικαστικό αίτημα των συνήγορων υπεράσπισης των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση, που αφορά τόσο στο ρεπορτάζ του δημοσιογραφικού δικτύου Al Jazeera, όσο και σε γεγονότα στο πλαίσιο των κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών, βάσει του πορίσματος που ετοίμασε η Επιτροπή Νικολάτου, το οποίο αφορούσε στην ανυπαρξία έγκυρου νόμου, στον οποίο στηρίζονται οι κατηγορίες, που βαραίνουν τους κατηγορούμενους στην υπόθεση.
Οι τέσσερις κατηγορούμενοι είναι αντιμέτωποι με αδικήματα συνωμοσίας για καταδολίευση της Δημοκρατίας και επηρεασμό δημόσιου λειτουργού κατά παράβαση του Νόμου, που κυρώνει τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς.
Υπενθυμίζεται ότι σε προηγούμενη δικάσιμο οι συνήγοροι υπεράσπισης του πρώην βουλευτή και του εκ των διευθυντικών στελεχών της εταιρείας του υπέβαλαν ένσταση για διακοπή της δικαστικής διαδικασίας αναφορικά με τις κατηγορίες 1,3 και 5 που αφορούν στο αδίκημα της Εμπορίας Επηρεασμού, ενώ το αίτημα υιοθέτησε και ο δικηγόρος του πρώην Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Σύμφωνα με το αιτιολογικό του αιτήματος της υπεράσπισης οι κατηγορίες 1,3 και 5 «στερούνται νομικού ερείσματος και δεν αποκαλύπτουν οποιοδήποτε αδίκημα γιατί τα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα βασίζονται επί νομοθετικών διατάξεων οι οποίες παραβιάζουν το άρθρο 12 του Συντάγματος και το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών».
Επίσης, σύμφωνα με την υπεράσπιση «τα αδίκημα βασίζονται επί νομοθετικών διατάξεων, ο οποίες δεν συνιστούσαν ‘νόμο’ εντός της έννοιας του άρθρου 12 ή ‘δίκαιο’ εντός της έννοιας του άρθρου 7, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σε ισχύ έγκυρη νομοθετική διάταξη κατά το χρόνο τέλεσης του ισχυριζόμενου αδικήματος».
«Σαφήνεια και ευκρίνεια» στο αδίκημα της Εμπορίας Επηρεασμού, λέει το δικαστήριο
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ομόφωνη, με τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου, Σταύρο Σταύρου, να αναφέρει πως οι δικαστές βρίσκουν ότι για το αδίκημα της Εμπορίας Επηρεασμού «υπάρχει σαφήνεια, ευκρίνεια, προσβασιμότητα, αλλά και προβλεψιμότητα, εκπληρώνοντας έτσι όλες τις προϋποθέσεις της αρχής της νομιμότητας».
Σε σχέση με το θέμα της προβλεπόμενης ποινής, το μέρος του άρθρου 4 που αφορά στην ποινή προβλέπει ότι «…τιμωρούνται με φυλάκιση επτά ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι 100 χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές άνευ επηρεασμού του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου να επιβάλει οποιαδήποτε άλλη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα».
Στην απόφασή του, το δικαστήριο επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη διατύπωση «δεν είναι η ευκρινέστερη» που έχει συναντήσει, σημειώνει ωστόσο πως «πρόκειται για περίπτωση όπου απόλυτη ευκρίνεια δύναται να επιτευχθεί με την ερμηνευτική συνδρομή του Δικαστηρίου.
Η μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 7 χρόνια
Σύμφωνα με το Δικαστήριο «στην προκειμένη περίπτωση η αναφορά σε επτά χρόνια φυλάκιση ερμηνεύεται ως η μέγιστη ποινή φυλάκισης που δύναται να επιβληθεί, με διαφυλαγμένη την αναφαίρετη ευχέρεια του εκδικάζοντος δικαστηρίου να επιβάλει μικρότερη ποινή, ανάλογα με τα ιδιαίτερα γεγονότα της εκάστοτε περίπτωσης.
Για τη διατύπωση σε σχέση με την ποινή προστίμου και το διάταγμα, το δικαστήριο διευκρίνισε ότι σε «καμιά περίπτωση» δεν του αφήνει απεριόριστη τιμωρητική ευχέρεια, κάτι που όπως σημειώνει «αν ίσχυε θα οδηγούσε όντως σε αυθαιρεσία και αβεβαιότητα».
Επεσήμανε ακόμα ότι «η επιβολή της οποιασδήποτε τιμωρίας κατά την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων έχει ως πηγή τον Νόμο».
Εξάλλου, υπογράμμισε ότι σε περίπτωση καταδίκης δεν υπάρχει δυνατότητα η πιθανότητα έκδοσης οποιουδήποτε δικαστικού διατάγματος.
Επικροτεί συστάσεις Greco και δημιουργία νέου νομοθετήματος για τη διαφθορά
Αναφορικά με το θέμα των συστάσεων της Greco, που εποπτεύει τα κράτη μέλη με τα πρότυπα του Οργανισμού κατά της διαφθοράς και με την οποία η υπεράσπιση έχει ασχοληθεί ενδελεχώς, το δικαστήριο είπε πως οι συστάσεις της Greco απευθύνονται προς τα κράτη και δεν αποτελούν δεσμευτικό εργαλείο ή εγχειρίδιο για το Δικαστήριο στην επίλυση συνταγματικών ζητημάτων, όπως το επίδικο.
Σημειώνεται ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης επικαλέστηκαν στις προδικαστικές ενστάσεις τους τις συστάσεις Greco, ώστε να υποστηρίξουν ότι με την κείμενη νομοθεσία η Κύπρος δεν έχει συμμορφωθεί με τις συστάσεις.
Το Δικαστήριο χαρακτήρισε «περιττό» τον οποιοδήποτε σχολιασμό επί των συστάσεων της Greco, ωστόσο, προέβη σε ένα γενικό σχολιασμό, ανεξάρτητου και ασύνδετου με την παρούσα υπόθεση.
Όπως είπε συγκεκριμένα, επικροτεί την όποια εισήγηση, πρόταση νόμου, νομοσχέδιο ή σύσταση διεθνούς οργανισμού, για τη δημιουργία καινούργιου και ενιαίου νομοθετήματος, που να κωδικοποιεί με ορθολογισμό, πληρότητα και σαφήνεια τα αδικήματα που εμπίπτουν στο ευρύτερο κεφάλαιο της διαφθοράς και τα οποία τώρα βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα νομοθετήματα.
Στις 15 Μαΐου για προγραμματισμό της διαδικασίας
Το Κακουργιοδικείο ανέβαλε εκ νέου τη διαδικασία, ενώ την όρισε εκ νέου στις 15 Μαΐου του 2023, στις 09:00, για προγραμματισμό του πώς θα προχωρήσει η διαδικασία.
Υπενθυμίζεται ότι στην προηγούμενη δικάσιμο ηγέρθηκε θέμα από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, Σάββα Αγγελίδη, όπως η υπόθεση εξεταστεί υπό νέα σύνθεση, αφού στις 30 Ιουνίου θα αλλάξει η παρούσα σύνθεση του Δικαστηρίου.
Σημειώνεται ότι στις 30 Ιανουαρίου του 2023 ανακοινώθηκαν οι διορισμοί των Δικαστών του νεοσύστατου Εφετείου, μεταξύ των οποίων, είναι και ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, Σταύρος Σταύρου. Το Εφετείο αναμένεται να αναλάβει καθήκοντα από την 1η Ιουλίου του 2023.
Στο μεταξύ, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έδωσε στην προηγούμενη διαδικασία νέα ημερομηνία για ακρόαση στον κατηγορούμενο δικηγόρο, ο οποίος θα παρουσιαστεί ενώπιον της νέας σύνθεσης του Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου του 2023, στις 09:00.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το Δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.