Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τη Δευτέρα έφεση από 205 εργαζόμενους στη Δημόσια Υπηρεσία και στην Αστυνομία κατά πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία είχαν απορριφθεί προσφυγές κατά κατάργησης ή μείωσης επιδομάτων βάρδιας με τον προϋπολογισμό του 2014.
Σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης, οι εφεσείοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο εργάζονταν με το σύστημα 24ωρης βάρδιας στη Δημόσια Υπηρεσία και στην Αστυνομία και, ύστερα από την μείωση ή κατάργηση επιδομάτων βάσει του προϋπολογισμού του 2014, Νόμου του 2013 (Ν. 52(II)/2013), προσέβαλαν τη νομιμότητα καταβολής μισθού, μηνός του 2014, στον οποίο, είτε δεν καταβλήθηκε επίδομα καθότι καταργήθηκε, είτε περιλαμβάνονταν σε αυτό μειωμένες πληρωμές, σύμφωνα με τις πρόνοιες του προϋπολογισμού του 2014.
Η Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου, με ομόφωνη απόφαση της, κήρυξε άκυρη, ως παραβιάζουσα το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, την κατάργηση μόνον του ειδικού επιδόματος επικίνδυνης εργασίας σε νοσοκομειακό προσωπικό, με βάση το άρθρο 31(γ) του προϋπολογισμού, συνεχίζει το κείμενο της απόφασης, προσθέτοντας ότι την ίδια στιγμή, η Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση (i) του Άρθρου 9 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης, (ii) του Άρθρου 24.1 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στην ισότητα των πολιτών στα δημόσια βάρη, (iii) του Άρθρου 28 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, καθώς και του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που προστατεύει το δικαίωμα στην περιουσία.
Προστίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ακόμη τα όσα προβλήθηκαν από τους εφεσείοντες ότι με τις διατάξεις του προϋπολογισμού του 2014 παραβιάστηκε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, καθότι δεν δικογράφησαν, ως όφειλαν, το συγκεκριμένο ζήτημα.
Συμπληρώνεται ότι τα παραπάνω είχαν ως συνέπεια οι εφεσείοντες, με 15 λόγους έφεσης, να αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι λαθεμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αόριστο τον λόγο ακύρωσης περί παραβίασης του Άρθρου 9 του Συντάγματος και ότι θα έπρεπε να επικαλεστούν, ο καθένας από αυτούς, τα πραγματικά τους δεδομένα ως προς τις οικονομικές τους υποχρεώσεις για να υποστηρίξουν πως δεν απέμειναν περιθώρια αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στην επεξήγηση της απόφασής του, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρει ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, το 2011, το Κράτος, υπό τις ιδιαίτερα δυσχερείς οικονομικές συνθήκες για τον τόπο και της ακραίας οικονομικής κρίσης, προχώρησε στην υιοθέτηση νομοθετικών μέτρων για την περιστολή των δαπανών του δημόσιου τομέα.
Συμπληρώνει ότι η Δημοκρατία, ενόψει της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης, απεύθυνε αίτημα στήριξης σταθερότητας στον Πρόεδρο του Eurogroup καθώς και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και στις 30.4.2013 δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Περί της Συμφωνίας Διευκόλυνσης Χρηματοδοτικής Στήριξης (Κυρωτικός Νόμος του 2013 (Ν.1(iii)/2013) με τον οποίο κυρώθηκε η Συμφωνία Διευκόλυνσης Χρηματοδοτικής Στήριξης.
Με βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναγνωρίζεται ότι το Κράτος τελούσε σε μεγάλη δημοσιονομική κρίση και επίβλεψη συμμόρφωσης με το μνημόνιο Συναντίληψης λόγω δανεισμού, ως δε προέκυπτε από του διοικητικούς φακέλους, η λήψη των επίδικων μέτρων ήταν αναγκαία για να εξοικονομηθούν δαπάνες, να εκσυγχρονιστούν τα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και για να υφίσταται ισοσκελισμένος προϋπολογισμός.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι τα προσβαλλόμενα με την αίτηση ακύρωσης μέτρα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης, δεν παραβιάζουν τον πυρήνα του συγκεκριμένου δικαιώματος, ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσειόντων.
«Η ανάγκη αντιμετώπισης της δύσκολης και εξαιρετικά κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης που αντιμετώπιζε η χώρα μας συνιστούσε λόγο δημόσιας ωφελείας ικανό να στηρίξει τη λήψη των επίδικων μέτρων τα οποία να σημειωθεί δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας. Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης που σχετίζονται με την παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας, ως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου 1 απορρίπτονται», σημειώνεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, εκ συνολικού ποσού €4.000, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, καταλήγει το κείμενο της απόφασης.