Με στόχο για να ισχύσουν οι γενικές αυξήσεις 1,5% στο δημόσιο από τους μισθούς και συντάξεις Οκτωβρίου του 2024, ξεκίνησε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών η συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου που κατέθεσε η Κυβέρνηση. Βουλευτές ωστόσο εξέφρασαν επιφυλάξεις για τις καθολικές αυτές αυξήσεις ενώ κόμματα δήλωσαν ήδη την πρόθεσή τους να καταψηφίσουν.
Η παραχώρηση γενικών αυξήσεων που συμφωνήθηκε με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις στις 18 Ιουλίου 2024, θα έχει σύμφωνα με το νομοσχέδιο δημοσιονομικό αντίκτυπο €52,7 εκατ. για τα έτη 2024 και 2025.
Όπως ανέφερε στην Επιτροπή η εκπρόσωπος του Υπουργείο Οικονομικών Κλεοπάτρα Χαραλάμπους, είναι η πρώτη φορά που παραχωρείται γενική αύξηση από το 2009 για συντάξεις και μισθούς. Με βάση τη συμφωνία η αύξηση 1.5% θα ισχύσει από 1η Οκτωβρίου του 2024 και υπάρχει δέσμευση των μερών ότι το 2025 δεν θα υπάρξει αίτημα για άλλες γενικές αυξήσεις. Η αύξηση όπως αναφέρθηκε, ισχύει για μόνιμο, έκτακτο και ωρομίσθιο κυβερνητικό προσωπικό.
Η εκπρόσωπος του Γενικού Λογιστηρίου απηύθυνε έκκληση για ψήφιση του νομοσχεδίου το συντομότερο δυνατό ώστε να μπορούν να μπουν οι αυξήσεις στα μισθολόγια Οκτωβρίου και να μην χρειαστεί να καταβληθούν αναδρομικά κάτι που θα αύξανε το διοικητικό κόστος. Για να επιτευχθεί αυτό, όπως είπε, το νομοσχέδιο θα πρέπει να ψηφιστεί μέχρι την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου.
Απαντώντας σε ερωτήσεις Βουλευτών ο Πανίκος Κωνσταντίνου εκ μέρους του Υπουργείου Οικονομικών ανέφερε ότι το Υπουργείο Οικονομικών ανησυχεί για τον ρυθμό αύξησης του μισθολογίου και για τον λόγο αυτό κάλεσαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να κάνει μελέτη. Για την ώρα, όπως είπε, έχουν μόνο το προσχέδιο και αναμένουν σύντομα την τελική μελέτη για να ληφθούν αποφάσεις σε διάλογο με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Στόχος όπως είπε, είναι να μπει μακροπρόθεσμα ο ρυθμός αύξησης του μισθολογίου σε ορθολογική βάση για να μην κινδυνεύουν μεσοπρόθεσμα τα δημόσια οικονομικά.
Για τις παρούσες αυξήσεις ανέφερε ότι τα ποσά είναι μικρά και δεν αναμένεται να δημιουργήσουν πρόβλημα στα δημοσιονομικά.
Απαντώντας σε ερώτηση κατά πόσο οι αυξήσεις θα έπρεπε να συνδεθούν με την παραγωγικότητα, είπε ότι είναι δύσκολο να μετρηθεί η παραγωγικότητα, αφού δεν υπάρχει τρόπος αξιολόγησης για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Απαντώντας, εκ μέρους του Υπουργείου Οικονομικών, για το ποσοστό αυξήσεων για τους χαμηλόμισθούς η κ. Χαραλάμπους ανέφερε ότι η αύξηση θα είναι μεγαλύτερη από 1,5% για τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους κάτω από τη 2η βαθμίδα της Α6 ώστε να εξασφαλίζεται το ελάχιστο ποσό που συμφωνήθηκε και είναι 27.4 ευρώ. Ενδεικτικά είπε ότι για την κλίμακα Α1 και Α2 η αύξηση θα ανέλθει γύρω στο 2,1% και στο 2,4% για τους νεοεισερχόμενους στις βαθμίδες αυτές.
Σε ερώτηση γιατί κρίθηκαν αναγκαίες οι αυξήσεις στους συνταξιούχους, αφού κάτι τέτοιο δεν συνδέεται με την παραγωγικότητα, είπε ότι με βάση το νόμο οι γενικές αυξήσεις του δημοσίου παραχωρούνται και στους συνταξιούχους του δημοσίου.
Παράλληλα είπε ότι οι γενικές αυξήσεις θα δοθούν σε όσους η νομοθεσία προβλέπει ρητά ότι παίρνουν τις ίδιες αυξήσεις όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, μεταξύ αυτών και οι δικαστές και οι Γενικός Εισαγγελέας.
Αυξήσεις, σύμφωνα με την εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομικών, δεν θα παραχωρηθούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τους Υπουργούς, τους Βουλευτές, τους Δημάρχους και άλλους αξιωματούχους.
Σε ερώτηση γιατί δεν μπήκε πλαφόν αυξήσεων για πιο υψηλόμισθούς, σημείωσε ότι με βάση μελέτες ενώ για τους χαμηλόμισθους δημόσιους υπάλληλους η μισθοδοσία είναι πιο ψηλή στις χαμηλές κλίμακες σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, το αντίθετο ισχύει για τις διευθυντικές θέσεις, όπου στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται καλύτερα από το δημόσιο.
Για το θέμα της αναβάθμισης των χαμηλών κλιμάκων Α1-2-5 για το οποίο υπήρξε δέσμευση της Κυβέρνησης να αρχίσει ο διάλογος το δεύτερο εξάμηνο του 2024, η εκπρόσωπος του Υπουργείου επιβεβαίωσε τη δέσμευση.
Την ικανοποίησή τους για το νομοσχέδιο εξέφρασαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις με τις οποίες συνομολογήθηκε η συμφωνία.
Ο Γενικός Γραμματέας της ΠΑΣΥΔΥ ο Στρατής Ματθαίου επεσήμανε ότι μετά από 15 χρόνια είναι η πρώτη φορά που δίνονται γενικές αυξήσεις, κάτι που έπρεπε να γίνει λαμβάνοντας υπόψη και την ακρίβεια που παρατηρείται.
Ο Γενικός Γραμματές της ΣΗΔΗΚΕΚ – ΠΕΟ Νίκος Γρηγορίου ανέφερε ότι δεδομένου και του γεγονότος ότι έχει μεγεθυνθεί το ΑΕΠ με έναν ψηλό ρυθμό, οι αυξήσεις αυτές έχουν δοθεί δικαίως. Εξέφρασε επίσης ικανοποίηση για τη διασφάλιση του ελάχιστου ποσού αύξησης για τους χαμηλόμισθους που ανέρχεται στα 27,4 ευρώ μηνιαίως.
Ο Γενικός Γραμματέας της ΟΗΟ-ΣΕΚ Ανδρέας Ηλία ανέφερε ότι οι αυξήσεις ήταν απόρροια της 15ετους θυσίας που έκαναν οι εργαζόμενοι έναντι των δυσκολιών με τις διαδοχικές κρίσεις που αντιμετώπισε η Κύπρος. Οι εργαζόμενοι, πρόσθεσε, παίρνουν τώρα το ελάχιστο που δικαιούνται από τον παραγόμενο πλούτο με δέσμευση ότι το 2025 δεν θα διεκδικηθούν γενικές αυξήσεις.
Εκ μέρους της συντεχνίας «Ισότητα», εκφράστηκε ικανοποίηση για τη συμφωνία από τη στιγμή που υπάρχουν πλεονάσματα, ωστόσο επισημάνθηκε ότι η συντεχνία δεν συμμετείχε στη διαπραγμάτευση παρόλο που εκπροσωπεί 5.000 εργαζόμενους του δημοσίου. Εξέφρασε παράλληλα την αγωνία του κλαδικού προσωπικού των Σχολικών Εφορειών για το κατά πόσο θα ισχύσει η συμφωνία και για αυτούς, για να λάβει τη διαβεβαίωση από το Υπουργείο Οικονομικών ότι όντως και αυτοί θα περιληφθούν.
Η Παγκύπρια Ομοσπονδία Ανεξάρτητων Συνδικαλιστικών Οργανώσεων σημείωσε επίσης την απουσία της από τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία. Ωστόσο εξέφρασε ικανοποίηση για την επαναφορά των γενικών αυξήσεων και ευχήθηκε οι επόμενες γενικές αυξήσεις να αρχίσουν από πρώτη του χρόνου και όχι κατά τη διάρκεια της χρονιάς.
Διαφωνία ΔΗΣΥ και επιφυλάξεις κομμάτων
Σε δηλώσεις του ο προεδρεύων της Επιτροπής Χρύσης Παντελίδης σημείωσε ότι αυτή η συμφωνία είναι η πρώτη παραχώρηση γενικών αυξήσεων μετά από 15 χρόνια, προϊόν συμφωνίας της Κυβέρνησης με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Είπε ότι πρόθεση της Επιτροπής είναι να ολοκληρώσει τη συζήτηση μέσα στον Οκτώβριο για να εφαρμοστεί με τον πιο εύλογο δυνατό τρόπο.
Ερωτηθείς κατά πόσο απασχολεί το ΔΗΚΟ το θέμα της αύξησης του κρατικού μισθολογίου, είπε ότι η απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών συνδυάζεται και με την καλή πορεία της κυπριακής οικονομίας και το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι εδώ και 15 χρόνια έχουν υποστεί αρκετές θυσίες στην προσπάθεια ανάκαμψης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Για το θέμα της κατάργησης των έκτακτων μέτρων στήριξης, ο κ. Παντελίδης ανέφερε ότι όταν αποφάσιζε η Κυβέρνηση τον μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία ότι δεν είναι και τίποτε σπουδαίο, ενώ τώρα θεωρούν πως αν καταργηθεί θα καταρρεύσουν όλα. Πρόσθεσε ότι κάθε μέτρο πρέπει να έχει και αρχή και τέλος και είναι δικαιολογημένη η απόφαση της Κυβέρνησης, ενώ είπε ότι τα έκτακτα μέτρα έχουν νόημα όταν συνδέονται με τα δημόσια οικονομικά.
Ο Βουλευτής του ΔΗΣΥ Ονούφριος Κουλλά εξέφρασε την ανησυχία του κόμματος για τη συνεχή διόγκωση του κρατικού μισθολογίου που κοντεύει την αύξηση των 500 εκ. ευρώ το χρόνο. Πρόσθεσε ότι η επαναφορά οριζόντιων και αστόχευτων αυξήσεων θα ενισχύσει αυτή τη δυναμική αύξηση.
Σημείωσε ότι έναντι πιεστικών απαιτήσεων της κοινωνίας ο ΔΗΣΥ δεν θα ψηφίσει αυτό το νομοσχέδιο. Ερωτηθείς αν διαφωνεί το κόμμα με τις γενικές αυξήσεις, είπε ότι πίστευαν ότι είχαν καταργηθεί ήδη και ότι θα υπήρχαν πιο προσεκτικά μέτρα για πιο συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, παρά αστόχευτες γενικές αυξήσεις που ευνοούν περισσότερο αυτούς που έχουν λιγότερη ανάγκη.
Ο κ. Κουλλά πρόσθεσε ότι το να συμπίπτουν οι αυξήσεις αυτές με την κατάργηση των μέτρων στήριξης είναι οξύμωρο, ωστόσο εξέφρασε διαφωνία με το να γίνουν τα έκτακτα μέτρα ουσιαστικά μόνιμα. Είπε ότι το κράτος πριν καταργήσει τα έκτακτα μέτρα θα έπρεπε να θέσει άλλα στοχευμένα μέτρα σε ισχύ.
Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ Ανδρέας Καυκαλιάς είπε ότι η Κυβέρνηση σε αυτή την πρόταση θα έπρεπε να είχε συμπεριλάβει και το θέμα της αναβάθμισης των εργαζομένων στην κλίμακα Α1-2-5 που έμειναν εκτός συμφωνίας για την ανέλιξη των χαμηλόμισθων υπαλλήλων. Πρόσθεσε ότι απαιτείται το θέμα αυτό να επιλυθεί το αμέσως επόμενο διάστημα και να υπάρξουν οι ανάλογες πιστώσεις στον προϋπολογισμό του 2025. Είπε ακόμα ότι θα έπρεπε να υπάρξουν και ρυθμίσεις για τις αυξήσεις των συντάξεων του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και για μέτρα στήριξης της κοινωνίας για αντιμετώπιση της ακρίβειας, μετά και την κατάργηση των έκτακτων μέτρων.
Πρόσθεσε ότι το ΑΚΕΛ θα εξετάσει το νομοσχέδιο και θα τοποθετηθεί την επόμενη εβδομάδα, σημειώνοντας ωστόσο ότι για το κόμμα μετρά το γεγονός ότι το νομοσχέδιο είναι προϊόν συμφωνίας συνδικαλιστικών οργανώσεων με την εκτελεστική εξουσία.
Ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ Αλέκος Τρυφωνίδης ανέδειξε την καθυστέρηση που παρατηρείται στην υλοποίηση της δέσμευσης για αναβάθμιση των πιο χαμηλόμισθων υπαλλήλων του δημοσίου στις κλίμακες Α1-5-7 και έκανε λόγο για αθέτηση της δέσμευσης του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι θα αρχίσει ο σχετικός διάλογος το β’ εξάμηνο του 2024. Κάλεσε τον Πρόεδρο να δώσει το πράσινο φως στο Υπουργό Οικονομικών για να αρχίσει ο διάλογος.
Ανέφερε παράλληλα ότι είναι εξωφρενικό να ακούν ότι δεν μπορεί να μετρηθεί η παραγωγικότητα και να ανταμείβονται οι καλύτεροι και ότι άλλα τους έλεγαν όταν ψήφιζαν τη μεταρρύθμιση της δημόσιας υπηρεσίας. Ζήτησε να παρουσιαστεί το σχέδιο για αύξηση της παραγωγικότητας στο δημόσιο τομέα, κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο μπορεί να γίνει στο πρότυπο της CYTA όπου μπήκαν μετρήσιμοι στόχοι.
Σε σχέση με την κατάργηση των έκτακτων μέτρων στήριξης της Κυβέρνηση, είπε ότι η ΔΗΠΑ- Συνεργασία ετοιμάζει σχετικές εισηγήσεις προς την Κυβέρνηση για να αντισταθμιστεί η απόφαση για τις ευάλωτες ομάδες.
Ο Βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών Σταύρος Παπαδούρης ανέφερε ότι διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις για το νομοσχέδιο και τόνισε τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ μισθοδοσίας του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Είπε ότι θα πρέπει να ασχοληθούν σοβαρά και διεξοδικά με το θέμα για να μην φτάσουν στο ίδιο σημείο με το 2013. Έθεσε ζήτημα για την παραγωγικότητα συγκεκριμένων δημοσίων υπηρεσιών που δεν ανταποκρίνονται σε αιτήματα πολιτών και μίλησε για «καλάθιασμα» που επιβραβεύει αυτές τις συμπεριφορές.
Σημείωσε επίσης ότι από τη μια υπάρχει ο τερματισμός κάποιων επιδοτήσεων και από την άλλη συζητείται το θέμα αυτό. Δεν απέκλεισε τέλος το ενδεχόμενο να καταψηφίσουν το νομοσχέδιο που αποτελεί πρόκληση, όπως είπε, για τους χαμηλόμισθους του ιδιωτικού τομέα.